-
61 ἀποφοιβάζω
A utter by inspiration,ποιήματα ὥσπερ ἀ. Str.14.5.15
; foretell,τὰ μέλλοντα D.S.34.2
;τὸν λόγον Id.31.10
;ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Plb.29.21.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποφοιβάζω
-
62 ἐλεγεῖον
ἐλεγεῖον, τό,II in pl., ἐλεγεῖα, τά, elegiac poem or inscription, merely in reference to the metre, not to the subject, Pl.R. 368a, Arist.Rh. 1375b32, Lycurg.142, D.59.98; even in two hexameters, Pherecr.153.7; sg., Ps.-Hdt.Vit.Hom.36.2 later, lament, elegy, Paus.10.7.5, Luc.Tim.46; cf. ἐλεγεῖα· τὰ ἐπιτάφια ποιήματα, Hsch.: in sg., D.S.11.14, D.H.1.49, Plu.Them.8, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλεγεῖον
-
63 ἐντείνω
A stretch or strain tight, esp. of any operation performed with straps or cords,1 ἐνέτεινε τὸν θρόνον [ἱμᾶσι] Hdt.5.25 (cf. ἐντανύω):—more freq. (as always in Hom.) [voice] Pass., δίφρος.. ἱμᾶσιν ἐντέταται is hung on tight-stretched straps. Il.5.728; [κυνέη] ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς was strongly lined inside with tight-stretched straps, 10.263; so [τὰς γεφύρας] ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν] expected to find the bridge with the mooring-cables taut, Hdt.9.106;σχεδίαι ἐντετ. Id.8.117
;κλίνη ἐντετ. Polyaen.7.14.1
;εἰ ἡ ἔντασις τῶν ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη Hp.Fract.30
;τράχηλος ἐντετ.
with sinews taut,Phld.
Ir.p.5 W.: metaph., being toned, tempered,Pl.
Phd. 86b, cf. 92a.2 stretch a bow tight, bend it for shooting, A.Fr.83, cf. E.Supp. 886: metaph., καιροῦ πέρα τὸ τόξον ἐ. ib. 745:—[voice] Med., bend one's bow, Id.IA 549 (lyr.), X.Cyr.4.1.3:—[voice] Pass., τόξα ἐντεταμένα bows ready strung, Hdt.2.173, Luc.Scyth.2: hence, com., is ready for action,Ar.
V. 407.b of the strings of the lyre,τῆς νεάτης ἐντεταμένης Arist.Pr. 921b27
.4 ἐ. ἵππον τῷ ἀγωγεῖ hold a horse with tight rein, X. Eq.8.3.II metaph., strain, exert,τὰς ἀκοάς Polyaen.1.21.2
;ἑαυτόν Plu.2.795f
:—[voice] Med.,φωνὴν ἐντεινάμενος Aeschin.2.157
; ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν pitching the tune high, Ar.Nu. 968:—[voice] Pass., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον braced up for action, X.Oec.21.9;τῇ διανοία περί τι Plb.10.3.1
;ἐνταθῆναι περί τινος PSI4.340
(iii B.C.); ἐντεινόμενος on the stretch, eager, opp. ἀνιέμενος, X.Mem.3.10.7, cf. Cyn.7.8; ; πρόσωπον ἐντεταμένον a serious face, Luc.Vit. Auct.10.2 intensify, carry on vigorously,τὴν πολιορκίαν Plu. Luc.14
; excite,θυμὸν ἀνόητον Plu.2.61e
, cf. 464b.2 intr. in [voice] Act., penem erigere, Arist.Pr. 879a11:—[voice] Pass.,εἰκόνες ἐντεταμέναι D.S.1.88
.IV stretch out at or against, πληγὴν ἐ. τινί lay a blow on him, X.An.2.4.11, cf. Lys.Fr.75.4; without πληγήν, attack, Pl.Min. 321a;πύξ τινι D.C.57.22
.V place exactly in, ἐς κύκλον χωρίον τρίγωνον inscribe an area as a triangle in a circle, Pl.Men. 87a ([voice] Pass.).2 esp. put into verse,ἐ. τοὺς Αἰσώπου λόγους Id.Phd. 60d
;ἐ. εἰς ἐλεγεῖον Id.Hipparch. 228d
;τοὺς νόμους εἰς ἔπος Plu.Sol. 3
;ἔπεσιν ἐ. τὴν παραίνεσιν Jul.Or.6.188b
; set to music,ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Pl.Prt. 326b
:—[voice] Med.,Ἰθάκην ἐνετείνατο.. Ομηρος ᾠδῇσιν Hermesian.7.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντείνω
-
64 ἐπιγράφω
A mark the surface, graze,ὀϊστὸς ἐπέγραψε χρόα φωτός Il.4.139
, cf. 13.553, Poll.4.179; μιν ἐπιγράψας having put a mark on the lot, Il. 7.187; ἄκροις δακτύλοις ἐ. trifle with dishes, Luc.Am.42.—In Hom. the word has not the sense of writing.II. write upon, inscribe,γράμματα Hdt.3.88
;τάδε Id.4.88
;ἐ. ὀνομαστὶ τὰς πόλεις Th.1.132
, cf. D.59.97;ἐπίγραμμα ὃ.. προείλεθ' ἡ πόλις αὐτοῖς ἐπιγράψαι Id.18.289
: abs.,ἐ. τοῖς ἀναθήμασι IG12.76.43
; esp. write or place an epitaph on a tomb, ib.14.1835, al., 7.2543.9: [voice] Med., have inscribed, ἐπεγράφουτὴν Γοργόνα Ar.Ach. 1095
(with play on 111.5);ἐλεγεῖον Th.1.132
:—[voice] Pass., of the inscription, to be inscribed upon, ἐπιγέγραπταίοἱ τάδε Hdt.5.77
, cf. 7.228; ; [ἐπίγραμμα] ὃ Μίδᾳ φασὶν ἐπιγεγράφθαι over or on the tomb of Midas, Pl.Phdr. 264c; ἐπιστολὴ -γεγραμμένη addressed, of a letter, Plb.16.36.4, cf. Plu.Cic.15; also, to have something inscribed upon one, ἐπεγράφοντο ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι ὄντες used to bear clubs upon their shields, X.HG7.5.20; so ἀσπὶς ἐπιγεγραμμένη τὰς ὁμολογίας having the articles inscribed upon it, D.H.4.58.2. entitle,τοῦτο τὸ δρᾶμα Καλλίμαχος ἐ. Εὐνοῦχον Ath.11.496f
; αἱ -όμεναιΜαιανδρίου ἱστορίαι Inscr.Prien.37.104
(ii B.C.).3. sign, append a signature to, (iii B.C.); ἐ. τὸν Ἀντώνιον sign Antonius' name, App.BC5.144; αὑτοῦ ποιήματα ἐπέγραψεν (sc. τοῖς Ἑρμαῖς) inscribed poems signed by himself, Pl.Hipparch. 228d.4. write subsequently,αἱ ἐπιγραφεῖσαι διαθῆκαι J.AJ17.9.4
.III. freq.as law-term: 1. set down the penalty or damages in the title of an indictment (cf. ), τί δῆτά σοι τίμημ' ἐπιγράψω τῇ δίκῃ; Ar.Pl. 480; μέχρι πεντήκοντα δραχμῶν καθ' ἕκαστον ἀδίκημα ἐ. Lexap.Aeschin.1.38; τὰ ἐπιγεγραμμένα the damages claimed, D.29.8, cf. Pl.Lg. 915a; τιμημάτων- μένων Isoc.16.47
:—[voice] Med., Lexap.Aeschin.1.16.b. of a lawgiver, assign a punishment,τὰ μέγιστα ἐπιτίμια Aeschin.1.14
:— [voice] Pass., Din.2.12.c. make note of, enter, τὴν πρόφασιν, in inflicting a fine, Arist.Ath.8.4.2. register the citizens' names and property, with a view to taxes, lay a public burden upon one (cf.ἐπιγραφή 11.2
),ἐμαυτῷ.. τὴν μεγίστην εἰσφοράν Isoc.17.41
, cf. Arist.Oec. 1351b2; ἐ.δήμοις καὶ δυνάσταις στρατιωτῶν καταλόγους Plu.Crass.17
, cf. PHib.1.44.3 (iii B.C., [voice] Pass.), etc.; but ἐ. τινὰ προστίμοις visit with penalties, D.S.12.12(s.v.l.).b. assess, :—[voice] Pass., .3. generally, register or enter in a public list,ἐπιγράψαι σφᾶς αὐτοὺς ἐπιτρόπους Is.6.36
; ἐ. τινὰ εἰς τοὺς πράκτορας register his name among the πράκτορες, Decr. ap. And.1.77 ([voice] Pass.):—[voice] Med., ἐπεγράψαντο πολίτας enrolled fresh citizens, Th.5.4;ξένην καὶ ξένον γονέας -ψάμενος D.57.51
; πῶς οἷόν τε τῷ ἀνδρὶ δύο πατέρας -ψασθαι; Is.4.4 (later in [voice] Act., ἑαυτῷ τινὰ πατέρα - γράφων claiming as his father, App.BC1.32).4. [voice] Med., ἐπιγράφεσθαι μάρτυρας cause to be endorsed on a deposition as witnesses, D.54.31;κλητῆρα οὐδ' ὁντινοῦν ἐπιγραψάμενος Id.21.87
; but ἐπιγράφεσθαι τίμημα τῷ κλήρῳ set one's valuation on the property, Is.3.2.5. προστάτην ἐπιγράψασθαι choose a patron, and enter his name as such in the public register (as μέτοικοι at Athens were obliged to do), Ar. Pax 684; so prob. ἐπεγράφοντο shd. be restored for - γραφον in Luc. Peregr.11;ἐπιγράψασθαί τινα κύριον D.43.15
; οἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι, i.e. the Platonists, Luc.Herm.14:—[voice] Pass.,κύριος ἐπιγεγράφθαι D.43.15
, cf. POxy.251.32 (i A.D.),al.b. metaph., Ὅμηρον ἐπιγράφεσθαι attribute one's fluency to Homer, Luc.Dem.Enc.2; πρεσβυτέρους ἐ. χρόνους claim the authority of greater antiquity, Id.Am. 35.IV. ἐπιγράψαι ἐαυτὸν ἐπί τι claim credit for, Aeschin.3.167;ἀλλοτρίοις ἐαυτὸν πόνοις Ael.NA8.2
, cf. Plu.Pomp.31; αὐτὸς ἐ. τὴν νίκην claim as his own, J.AJ7.7.5:—so [voice] Med. and [voice] Pass., τοιούτων ῥητόρων ἐπὶ τὰς τοῦ δήμου γνώμας ἐπιγραφομένων inscribing their names on.., Aeschin.1.188;ἐπιγράφεσθαι ἀλλοτρίαις γνώμαις D.59.43
; τὸν ; οἱ ἐπιγεγραμμένοι ἢ φυλάττοντες the parties whose names were endorsed upon the συνθῆκαι as securities, Arist.Rh. 1376b4; οἱ ἐπιγραφόμενοι τοῖςδόγμασι D.H.6.84
; ἡμεῖς δ' ἐσμὲν ἐπιγεγραμμένοι we are merely the endorsers, Men.482.8.V. ascribe to,τοῖς θεοῖς τὸ ἔργον Hld.8.9
(butθεὸν τῇ πομπῇ Philostr.VA8.12
):—[voice] Med.,Φοίβῳ τὰς ἀνίσους χεῖρας AP9.263
(Antiphil.).2. claim credit for,τὰ ὑπὸ ἄλλων εὑρημένα J.AJ3.4.2
; assume, προσωνυμίαν Plu Demetr.42; ἐπεγράψατοτὴν ἑαυτοῦ προσηγορίαν Id.Tim.36
:—[voice] Pass., of books, to be ascribed,τινί Gal.15.25
.3. predicate of,φυγὴν οὐ φυγόντι Philostr.VS2.1.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγράφω
-
65 ἐπιρρυθμίζω
A remould, amend, [ ποιήματα] Pl.Lg. 802b; ἐ. ἐς τὸ ἀφελὲς ἑαυτήν dress oneself simply, v.l. in Luc.Pisc.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρρυθμίζω
-
66 ὀγκώδης
A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ.. πρὸς τὴν γαστέρα -εστέρα, of a horse, X.Eq.1.12 ; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA 674b24.II metaph., puffed up, Pl.Men. 90a ;τὸ ἡρωικὸν.. ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων
weightiest,Arist.
Po. 1459b35 ;ὀ. ποιήματα
bombastic,Phld.
Po.5.5 ;τὸ ὀ.
turgidity,D.H.
Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγκώδης
-
67 κατευναστικός
κατ-ευναστικός, ή, όν, zum Einschläfern, Beruhigen gehörig, geschickt, λόγος u. ποιήματα, carmina nuptialia -
68 ποίησις
ποίησις, ἡ, das Machen, Verfertigen; das Hervorbringen, Bilden, Schaffen; τῇ παρ' ὑμῶν ποιήσει πολίτης, Bürger durch euer dazu Machen; Adoption, zum Sohne Machen; das Dichten, die Dichtkunst, Poesie; das Gedicht selbst; ein größeres Dichterwerk, dessen einzelne Teile ποιήματα heißen -
69 μάματα
Grammatical information: n. pl.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: After v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (Dor.-Macedon.) for μάγματα (to μάσσω `knead').Page in Frisk: 2,168Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάματα
См. также в других словарях:
ποιήματα — ποίημα anything made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήμαθ' — ποιήματα , ποίημα anything made neut nom/voc/acc pl ποιήματι , ποίημα anything made neut dat sg ποιήματε , ποίημα anything made neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιήματ' — ποιήματα , ποίημα anything made neut nom/voc/acc pl ποιήματι , ποίημα anything made neut dat sg ποιήματε , ποίημα anything made neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Καβάφης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια 1863 – Αλεξάνδρεια 1933). Ποιητής. Ο πατέρας του, Πέτρος Ιωάννης, ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια, όπου τότε είχε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η μητέρα του, Χαρίκλεια (το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη), ανήκε σε παλιά… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek