-
1 ὀγκ-ώδης
ὀγκ-ώδης, ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., schwülstig, aufgeblasen, καὶ ἐπαχϑής, Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅςτις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt.
-
2 ὀγκώδης
A swelling, rounded, πλευρὰ ἡ.. πρὸς τὴν γαστέρα -εστέρα, of a horse, X.Eq.1.12 ; μέρος τι ὀ. (sc. τοῦ οἰσοφάγου) Arist.PA 674b24.II metaph., puffed up, Pl.Men. 90a ;τὸ ἡρωικὸν.. ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων
weightiest,Arist.
Po. 1459b35 ;ὀ. ποιήματα
bombastic,Phld.
Po.5.5 ;τὸ ὀ.
turgidity,D.H.
Din.7, Heraclid. Pont. ap. Ath.4.624d.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγκώδης
-
3 ὀγκώδης
ὀγκ-ώδης, ες, schwulstartig, dick; übertr., schwülstig, aufgeblasen; vom Tanze; καὶ γαῦρος, von der äolischen Harmonie. Ὅςτις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ, wird gew. auf ὀγκάομαι zurückgeführt, der am lautesten brüllt -
4 ογκωδης
21) набухший, раздутый(πλευρά Xen.; μέρος τοῦ οἰσοφάγου Arst.)
2) крупный, полный или толстый(ὀ. καὴ πολύτροφος Plut.)
3) надутый, кичливый, чванный(ὀ. καὴ ἐπαχθής Plat.)
4) полный достоинства, величавый(τὸ μέτρον Arst.)
-
5 ὄγκος 2
ὄγκος 2.Grammatical information: m.Meaning: `mass, burden, weight; distinction, pride, pomposity', also as notion of style (IA.); but see at the end.Compounds: Often as 2. member, e.g. ὑπέρ-ογκος `excessively large, exaggerated, haughty' (Pl., X.), rarely as 1. member, e.g. ὀγκό-φωνος `with a hollow and pompous tone' (of a trumpet; sch.).Derivatives: 1. Adj. ὀγκ-ηρός `bulky, extensive', mostly metaph. `pompous' (Hp., X., Arist.); - ώδης `bulky, bombastic' (Pl., X., Arist.); ὀγκύλον σεμνόν, γαῦρον H. with ( δι-)ὀγκύλλομαι, - υλόομαι `to be swollen, to be puffed up' (Hp., Ar.); comp. ὀγκότερος `bulky' (Arist.), sup. - τατος (AP); on the formation Schwyzer 536. 2. Verb ὀγκόο-μαι, - όω, also w. prefix, e.g. δια-, ἐξ- `to become a mass, resp. to bring something off, to tower (above), to puff oneself up' (ion. att.) with ( δι-, ἐξ-)ὄγκωσις `bulge, swelling' (Arist., medic.), ( ἐξ-)ὄγκωμα `bulge, swelling, towering (above), heap' (Hp., E.). -- From H.: ὀγκίαι θημῶνες, χώματα; ὄγκη μέγεθος (cf. to 1. ὄγκος).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prop. "what is carried, load, burden" as verbal noun with ο-ablaut of the root seen in the reduplicated aorist ἐνεγκεῖν; s. v. (supposed to be * h₁enk-). - Jouanna ( CRAI 1985, 31-60) holds that the meaning `burden' is not attested and that there is only one word `gonflement' from `curvature' (* h₂onk-).Page in Frisk: 2,347Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄγκος 2
См. также в других словарях:
ηθμώδης — ἠθμώδης, ες (Α) ο ηθμοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + κατάλ. ώδης (πρβλ. κυματ ώδης, ογκ ώδης)] … Dictionary of Greek
ηλιθιώδης — ἠλιθιώδης, ες (Α) όμοιος με ηλίθιο, σαν ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλίθιος + κατάλ. ωδης (πρβλ. ογκ ώδης, τρικυμι ώδης)] … Dictionary of Greek
ικτεριώδης — ἰκτεριώδης, ες (Α) ικτερικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση τού ἰκτεριώ + κατάλ. ώδης (πρβλ. νεφελ ώδης, ογκ ώδης)] … Dictionary of Greek
ιλυώδης — ες (ΑΜ ἰλυώδης, ες) γεμάτος ιλύ, λασπώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, πο ώδης)] … Dictionary of Greek
ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] … Dictionary of Greek
ιμερώδης — ἱμερώδης, ες (Α) ιμερόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, ω ώδης)] … Dictionary of Greek
κομμιωματώδης — ες 1. ο σχετικός με το κομμίωμα 2. φρ. «κομμιωματώδες υγρό» το υγρό που παράγεται από τα κομμιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμίωμα, τ ος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ογκ ώδης, οστρακ ώδης)] … Dictionary of Greek
υπομελανδρυώδης — και, κατά τον Ησύχ., ὑπομαλανδρυώδης, ῶδες, Α αυτός που μοιάζει κάπως με το μελάνδρυον*, με την εντεριώνη τής δρυός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μελάνδρυος «αυτός που έχει μαύρα φύλλα όπως η δρυς» + κατάλ. ώδης (πρβλ. ὀγκ ώδης)] … Dictionary of Greek