-
1 περι-κατα-πίπτω
περι-κατα-πίπτω (s. πίπτω), herum od. darüber herabfallen, Ap. Rh. 2, 831, περικάππεσε δουρί.
-
2 πίπτω
A Exc. ex libris Herodiani p.28 (cf. Hdn.Gr.2.377 note); poet. subj.πίπτῃσι Pl.Com. 153.5
: [dialect] Ep. [tense] impf.πῖπτον Il.8.67
, etc. (for the quantity of ι cf. Hdn. Gr.2.10); [dialect] Ion. πίπτεσκον ( συμ-) Emp.59.2: [tense] fut. (lyr.), etc.; [dialect] Ion.[ per.] 3pl.πεσέονται Il.11.824
, [ per.] 3sg.πεσέεται Hdt.7.163
, 168: [tense] aor. ἔπεσον, inf. πεσεῖν, Il.13.178, etc.; [ per.] 2sg. opt.πεσοίης Polem.Call. 10.14
; [dialect] Aeol. and [dialect] Dor.ἔπετον Alc.60
, Pi.O.7.69, P.5.50, ([etym.] κάπετον) O.8.38, (ἐμ-) P.8.81, cf. Isyll.8, IG14.642 ([place name] Thurii); in later writers ἔπεσα, Orph.A. 521, LXX Le.9.24, al., f.l. in E.Tr. 291 ( προς-): [tense] pf. , Ar.Ra. 970, etc.; [dialect] Ep. part. πεπτεώς, εῶτος (the εω forming one syll. by synizesis), Il.21.503, etc.; also πεπτηώς, ηυῖα, Od.14.354, Simon.183.7, Hp.Mul.1.69, A.R.4.1298, AP7.427 (Antip. Sid.), cf. πτήσσω; Trag. part. , Ant. 697. (Redupl. from πετ-, which appears in [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [tense] aor. ἔ-πετ-ον (v. supr.), and the poet. form πίτ-νω; cogn. with πέτομαι, q.v.)A Radical sense, fall down, and (when intentional) cast oneself down, πρηνέα πεσεῖν, ὕπτιος πέσεν, Il.6.307, 15.435, etc.;νιφάδες.. π. θαμειαί 12.278
;ὀπίσω πέσεν Od.12.410
; etc.:—Constr., with Preps., in Hom. almost always ἐν.., ἐν κονίῃσι π. fall in the dust, i.e. to rise no more, Il.11.425, cf. 13.205;ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας Od.22.384
; π. ἐν ἀγκοίνῃσί τινος fall into his arms, Hes.Fr.142.5; ἐν χθονὶ πεπτηώς Simon.l.c. (cf. πτήσσω)π. ἐν δεμνίοις E.Or.35
, cf. A.Pers. 125 (lyr.) (v. infr. B. 1): rare in Prose,π. ἐν ποταμῷ X.Ages.1.32
: c. dat. only,πεδίῳ πέσε Il.5.82
; δεμνίοις π. E.Or.88 (s. v.l.);π. ἐπὶ χθονί Od.24.535
;οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.188.4
; (lyr.); ;πρὸς ἀγκάλαις Id. Ion 962
;ἀμφὶ σώμασίν τινων A.Ag. 326
: with a Prep. of motion first in Hes.,Πληϊάδες π. ἐς πόντον Op. 620
; [ποταμὸς] εἰς ἅλα Th. 791
;εἰς ἄντλον E.Hec. 1025
(lyr.);ἐπὶ γᾶν π. αἷμα A.Ag. 1019
(lyr.);ἐπὶ στόμα X.Cyn.10.13
;πρὸς οὖδας E.Hec. 405
.2 in Hom. with Advs. of motion as well as of rest, χαμάδις π. Il.7.16, 15.714, etc.; χαμαὶ π. 4.482, cf. 14.418, etc.;π. ἔραζε 12.156
, cf. Od.22.280.3 with Preps. denoting the point from which one falls,ἀπ' ὤμων χαμαὶ πέσε Il.16.803
;ἀπ' οὐρανοῦ A.Fr.44.3
;ἀπό τινος ὄνου Pl. Lg. 701d
;ἐκ χειρῶν π. ἡνία Il.5.583
;π. ἐκ νηός Od.12.417
; .4 Geom., of perpendiculars or parts of applied figures, π. ἐπί τι fall upon, Euc.3.11, Archim.Fluit. 2.8, al., Apollon.Perg.Con.1.2; but π. ἐπί τι, ποτί τι, intersect, meet, Archim.Con.Sph.16, Spir.15; π. διά τινος pass through, Id.Con.Sph. 17;π. κατά τινος Id.Sph.Cyl.1
Def.2;ἐπί τι κατά τινα Apollon.Perg. Con.1.2
.B Special usages:I πίπτειν ἔν τισι fall violently upon, attack,ἐνὶ νήεσσι πέσωμεν Il.13.742
(but ἐν νήεσσι πεσόντες tumbling into the ships, 2.175); ἐν βουσὶ π. S.Aj. 375 (lyr.); Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι π. Id.Ant. 782(lyr.); ἐπ' ἀλλήλοισι, of combatants, Hes.Sc. 379, cf. 375;πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας S.Aj. 1061
;πρὸς πύλαις A.Th. 462
.2 throw oneself down, fall down, πρὸς βρέτη θεῶν ib. 185 ;ἀμφὶ σὸν γόνυ E.Hec. 787
; ἐς γόνατα on one's knees, of a wrestler, Simon.156 ;ἐς τὸν ὦμον Ar.Eq. 571
.II fall in battle,πῖπτε δὲ λαός Il.8.67
, etc.; οἱ πεπτωκότες the fallen, X.Cyr.1.4.24 ;νέκυες πίπτοντες Il.10.200
; ;πεσήματα.. πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν Id.Andr. 653
;π. ὑπὸ Ἀθηναίων Hdt.9.67
;ὡς.. θάμνοι πρόρριζοι πίπτουσι.., ὣς ἄρ' ὑπ' Ἀτρεΐδῃ πῖπτε κάρηνα Τρώων Il.11.157
, cf. 500, etc. ;τὸ Περσῶν ἄνθος οἴχεται πεσόν A.Pers. 252
.2 fall, be ruined, , cf. Pl.Phlb.22 e;πεσεῖν.. πτώματ' οὐκ ἀνασχετά A.Pr. 919
, cf. Pl.La. 181b ; ; ἀβουλίᾳ, ἐξ ἀβουλίας π., Id.El. 429, 398 ;ἀπὸ σμικροῦ κακοῦ Id.Aj. 1078
; of an army,μεγάλα πεσόντα πρήγματα ὑπὸ ἡσσόνων Hdt.7.18
, cf. Th.2.89 ; ; of a city,π. δορί E.Hec. 5
.3 fall, sink, ἄνεμος πέσε the wind fell, Od.19.202 (but in Hes. Op. 547, Βορέαο πεσόντος is used for ἐμπεσόντος, falling on, blowing on one): metaph,πέπτωκεν κομπάσματα A.Th. 794
, cf. S.Ant. 474 : c. dat., ταῖς ἐλπίσι πεσεῖν fail in one's hopes, Plb.1.87.1.III πίπτειν ἔκ τινος fall out of, lose a thing, unintentionally, σοι ἐκ θυμοῦ πεσέειν fall out of, lose thy favour, Il.23.595 ; ἐξ ἐλπίδων π. E.Fr.420.5 ;τοὔμπαλιν π. φρενῶν Id.Hipp. 390
; also of set purpose, ἐξ ἀρκύων π. escape from.., A.Eu. 147 ;ἔξω τῶν κακῶν Ar.Ra. 970
.2 reversely, πολλὴν ἐς κακότητα π. Thgn.42 ;εἰς ἄτην Sol.13.68
;εἰς δουλοσύνην Id.9.4
;ἐς δάκρυα Hdt.6.21
; ; εἰς ἔρον, ἔριν, ὀργήν, φόβον, ἀνάγκας, E.IT 1172, Fr.578.8, Or. 696, Ph.69, Th.3.82 ; also ἐν γυιοπέδαις π. Pi.P.2.41 ;ἐν μέσοις ἀρκυστάτοις S.El. 1476
; (lyr.) ;ἐν σολοικισμῷ Luc.Sol.3
;πρὸς τόλμαν S.Ichn. 11
: c. dat. only,π. δυσπραξίαις Id.Aj. 759
; , etc.; οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω I know not which way to turn, ib. 705.3 εἰς ὕπνον π. fall asleep, Id.Ph. 826 ; butἐν ὕπνῳ Pi.I.4(3).23
; simply ὕπνῳ, A.Eu.68.4 π. εἰς (ἰατρικὴν) χρῆσιν to be applied to (medicinal) use, Dsc.5.19,151,al.5 π. ὑπ' αἴσθησιν to be accessible to perception, Iamb.Comm.Math.8, in Nic.p.7 P.IV πίπτειν μετὰ ποσσὶ γυναικός to fall between her feet, i.e. to be born, Il.19.110.V of the dice, τὰ δεσποτῶν εὖ πεσόντα θήσομαι I shall count my master's lucky throws my own, A.Ag.32; ;ὥσπερ οἱ κύβοι· οὐ ταὔτ' ἀεὶ πίπτουσιν Alex.34
; ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ πράγματα according to the throws, Pl.R. 604c ; ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν π. E.Hipp. 718; πρὸς τὸ πῖπτον as matters fall out, Id.El. 639 ; of tossing up with oystershells,κἂν μὲν πίπτῃσι τὰ λεύκ' ἐπάνω Pl.Com.153.5
; of lots, ὁ κλῆρος π. τινί or παρά τινα, Pl.R. 619e, 617e;ἐπί τινα Act.Ap.1.26
: Astrol., π. καλῶς ὁ οἰκοδεσπότης Vett. Val.7.15.2 generally, fall, turn out, εὖ πίπτειν to be lucky, E.Or. 603; παρὰ γνώμαν π. Pi.O.12.10; of a battle, καραδοκήσοντα τὴν μάχην τῇ πεσέεται to wait and see how it would fall, Hdt.7.163, cf. 8.130; λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ π. turn out true, Pi.O.7.69; .3 fall to one, i.e. to his lot, esp. of revenues, accrue,τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε Plb.30.31.7
;φησιν.. ἑξακισχίλια τάλαντα τοῖς Λακεδαιμονίοις πεσεῖν Id.2.62.1
; τὴν πεπτωκότα (sic)μοι οἰκίαν BGU251.12
(ii A. D.);τὰ πίπτοντα διάφορα ἐκ τῶν μυστηρίων IG5(1).1390.45
(Andania, i B. C.);τὸ πεσὸν ἀπὸ τῆς τιμῆς ἀργύριον D.H.20.17
; to be paid,τῶν εἰς Καίσαρα πίπτειν ὀφειλόντων ἐξεταστής Str.17.1.12
;τὰ πεπτωκότα εἰς τὸ.. ἱερόν PEleph.10.2
(iii B. C.);π. ἐπὶ τράπεζαν PCair.Zen.236.7
(iii B. C.), PLond.3.1200.1 (ii B. C.) ;μὴ πιπτόντων τῶν τόκων BMus.Inscr.1032.40
([place name] Teos) ; πέπτωκεν ἁλικῆς διά τινος .. Ostr.Bodl.i3 (iii B. C.) (but τὰ ἀπὸ τῶν προσόδων πίπτοντα deficiencies, IPE12.32B 75 ([place name] Olbia)).VII fall under, belong to a class,εἰς γένη ταῦτα Arist.Metaph. 1005a2
, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην ib. 982b8 ;ὑπὸ τὴν αὐτὴν μέθοδον Id.Top. 102a37
, cf. 151a15 ;ὑπὸ τέχνην οὐδεμίαν Id.EN 1104a8
; ;τὸ μακάριον ἐνταῦθα πεπτωκέναι Epicur.Ep.1p.28U.
;ὅσα πέπτωκεν ὑπὸ τὴν.. ἱστορίαν Plb.2.14.7
. -
3 περικαταπίπτω
περι-κατα-πίπτω, herum od. darüber herabfallen -
4 идти
идтинесов1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):\идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·3. (приближаться):поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·7. (о времени) περνώ:дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:\идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·10. (находить сбыт) πουλιέμαι:товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει! -
5 πτῶσις
A falling, fall, , cf. Chrysipp.Stoic.2.282 (pl.); , Plu.2.1005b (pl.);Φαέθοντος Plb.2.16.13
: metaph., π. τῆς ψυχῆς, opp. ἔπαρσις, Zeno Stoic.1.51 (pl.): abs., calamity,ἐν καιρῷ πτώσεως LXX Si.3.31
, cf. Ex.30.12;πτώσεις ἀνθρώπων Orph.Fr. 251
, al.; death, Lyd.Ost.12, 14,20.II Gramm., mode or modification of a word, Arist.Po. 1457a18, al.; applied to cases, including nom., ib.20, Int. 16b1: to genders, Id.SE 173b27: to [comp] Sup. of Adjs., Id.Top. 136b30: to Advbs., ib.15, Rh. 1397a20: to Adjs. derived fr. nouns, e.g. χαλκοῦς, ib. 1410a32: to tenses (exc. the [tense] pres.), Id.Int. 16b17: so by the Stoics to variety of flexion, Stoic.3.263, but most freq. to cases of the Noun, περὶ τῶν πέντε π., title of work by Chrysipp., cf. D.T.634.16, etc.; κατὰ μίαν πτῶσιν indeclinable, A.D.Adv.165.10.III in the Logic of Arist., mood of syllogisms, APr. 42b30. -
6 πέτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to fly' (Il.).Other forms: Aor. πτάσθαι, πτέσθαι (all Il.); to this pres. πέταμαι (poet. since Sapph., Arist.) with aor. πετασθῆναι (Arist., LXX), ἴπταμαι (late; s. v.); aor. act. πτῆναι, ptc. πτάς etc. (poet. Hes., also hell. prose); fut. πτήσομαι (IA.), πετήσομαι (Ar.), perf. κατ-έπτηκα (Men.).Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀνα-, ἀπο-, δια-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, ὑπερ-. Compounds: a. - πέτης, Dor. - πέτας m.., e.g. ὑψι-πέτης, - ας m. `flying high' (Hom., Pi.), enlarged - ήεις (Hom.); b. - πετής, e.g. ὑπερπετ-ής `flying over' (hell.); c. ἐκπετ-ήσιμος `ready to fly' (Ar. a.o.; hypothesis on the formation in Arbenz 60); d. ἀερσι-πότης and - πότη-τος `flying high' (Hes., AP, Norm.); in spite of Fraenkel Nom. ag. 2, 95 rather to ποτάομαι as from ποτή.Derivatives: 1. ποτή f. `flying, flight' (ε 337, h. Merc. 544 [v. l. πτερύγεσσι]); 2. πτῆσις f. `id.' (A., Arist.) with πτήσιμος (Jul.; Arbenz 61); πτῆμα n. `id.' (Suid.). 3. Adj. w. νο-suffix: a. πτηνός, Dor. πτᾱνός `winged, fledged' (Pi., trag., Pl.); b. πετεινός, - ηνός `id.' (Thgn.; Πετήνη Att. shipsname [inscr.]), hardly from *πέτος (cf. Chantraine Form. 196, Benveniste Origines 14), but rather direct from πέτομαι after φαεινός, ὀρεινός a.o.; πετηνός after πτηνός?; c. πετε-ηνός, - εινός `id.' (Il.), w. diektasis (Risch $ 35 d); d. ποτᾱνός `id.' (Pi., Epich., trag. in lyr.; - ηνός ep. poetry in Pl. Phdr. 252 b), prob. rather after ποτάομαι as with Detschew KZ 63, 228 from the rare ποτή. -- 4. Deverbat.: ποτάομαι, - έομαι, also w. ἀμφι-, περι-, ἐκ- a.o., `to fly, to flap' (Il.); πωτάομαι, also w. ἐκ-, ἐπι-, ὑπερ-, `id.' (Μ 287, h. Ap. 442 a.o.; cf. Schwyzer 719 n. 3); to this πωτήεις `flapping' (Nonn.), also πωτήματα pl. `flight' (A. Eu. 250; usu. with Dindorf corrected in ποτ-). -- On πτερόν, πτέρυξ s. vv.Etymology: Beside the thematic πέτ-ο-μαι, πτ-έ-σθαι stands the athematic zero grade root-aorist πτά-σθαι, ἔ-πτα-το, πτά-μενος wie φθά-μενος ( φθί-μενος, φθί-σθαι, ἔ-φθι-το). The corresponding full grade in πτῆ-ναι, ἔ-πτᾱ-ν, πτή-σομαι can be old (s. however below). More doubtful is the originality of the disyll. πέτα-μαι, as analogy to πτά-σθαι after πτέ-σθαι: πέτο-μαι may be considered. Certain innovations are ἴπταμαι (after ἵσταμαι) and πετή-σομαι (after πέτομαι). Details w. lit. in Schwyzer 742 a. 681 w. n. 9. -- With πέτομαι agree formally, partly also semantically, Skt., OIr., Lat. a. Celt. forms, e.g. Skt. pátati, Av. pataiti `fly, fall, attack, hurry etc.', Lat. petō `move somewhere, hurry, look for, desire', OWelsh hedant `volant'; doubtful on the contrary the in any case diff. built Hitt. piddāi- (pittii̯ami, pittāizzi usw.) `run, hurry, flee'. Thus ποτέομαι and Skt. patáyati `fly, hurry' agree; however πωτάομαι is independent of Skt. pātáyati `let fall, throw down'. Further the Greek a. Skt. systems are apart. Beside the zero grade thematic Aorist πτ-έσθαι, ἐ-πτ-όμην stands in Skt. an also zero grade and thematic but reduplicated aor. a-pa-pt-at. The zero grade πτᾰ- in πτά-σθαι is found in forms like pa-pti-ma (pf. 1. pl.) (IE pth₂-); the corresponding full grade ptā- is however not represented in Skt. (so πτῆ-ναι analogical after φθῆ-ναι, στῆ-ναι a.o.?, Schwyzer 742). Thus the disyll. πετᾰ- in πέτα-μαι and pati- (e.g. fut. pati-ṣyáti) go without historical connection side by side. -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 19ff., Pok. 825f., W.-Hofmann s. petō. Cf. πίπτω, not πίτυλος.Page in Frisk: 2,521-522Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέτομαι
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek