-
1 διῑπετής
διῑπετήςGrammatical information: adj.Meaning: `fallen from heaven', then `heavenly' (h. Ven. 4, οἰωνοί), `hell, clear' (Emp.); s. Leumann Hom. Wörter 311.Other forms: in Hom. only in διῑπετέος ποταμοῖο (verse end)Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: For διῑπετής (metrical lengthening) may have been with old authors (sch. Od. 4, 477) διειπετής, as Διειτρέφης (inscr.) after ΔιϜεί-φιλος (ep. διί̄φιλος), where the dative was correct. Bechtel Lex. s. v. On the verbal member cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 63, Risch 75. See Schmitt, Indogerm. Dichtersprache 221f. (against Treu's theory).Page in Frisk: 1,392Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διῑπετής
-
2 προ-πετής
προ-πετής, ές, vornüber fallend, vorwärts geneigt, hingestreckt, κεῖται, Soph. Trach. 698. 972. – Uebertr., voreilig, vorschnell, keck; κλᾶρος, Pind. N. 6, 65; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς, Gall. 2 ( Plan. 89); γέλως, Isocr. 1, 15; vgl. προπετεῖς τοῠ σώματος ἡδοναί, Aesch. 1, 191; u. so adv., μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Plat. Phil. 45 a, προπετῶς χρῆσϑαι αὐτῇ, Dem. 59, 33; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 8, Sp., wie Pol., οὐδὲν προπετὲς οὐδὲ ἄκριτον 5, 12, 7, προπετέστερον ἐχρῶντο ταῖς προνομαῖς 3, 102, 11; – bereit wozu, nahe daran, τύμβου προπετῆ παρϑένον, Eur. Hec. 152; πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετὴς ὤν, Alc. 913; übertr., geneigt wozu, πρὸς τὰς ἡδονάς, Plat. Legg. VII, 792 d; u. so adv., προπετῶς ἔχειν Xen. Cyr. 1, 4, 4, εἴς τι Hell. 6, 5, 24; – γαστέρα προπετεστέραν ἔχειν, zum Durchfall geneigt sein, Ath. XIII, 584 d.
-
3 προς-πετής
προς-πετής, ές, eigtl. zufallend, ἁρμονίαι, die einen gefälligen, sanften Tonfall haben, bequem ins Ohr fallen, D. Hal. Dem. 40.
-
4 περι-πετής
περι-πετής, ές, 1) hineinfallend, -gerathend, τινί, z. B. in Netze, od. übertr., in Unglück, δεινῷ, Dem. epist. 5 A; γίγνεσϑαι περιπετῆ τινι, = περιπίπ τειν, Plut. Pomp. 62 u. öfter; auch περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ, Jem. in seine Hände bringen, Marcell. 26. – Uebh. darum herumfallend, so daß man es rings umgiebt, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προςκείμενον ὁρῶμεν Αἵμονα, Soph. Ant. 1208, daliegend, indem er sie umfaßt hält; – u. pass., durch etwas Herumgeworfenes rings umhüllt, bedeckt, πέπ λοισι περιπετής, Aesch. Ag. 225; gewagter Soph. Ai. 891, ἐν γάρ οἱ χϑονὶ πηκτὸν τόδ' ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ; das Schwert, in welches Ajas sich gestürzt hat, so daß es von seinem Leibe umgeben ist. – 2) umschlagend, sich plötzlich ändernd, von den Glücksumständen der Menschen; ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας, Eur. Andr. 983, wie περιπετέα ἐποιήσαντό σφισι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα, schneller Glückswechsel, Her. 8, 20.
-
5 παλιμ-πετής
παλιμ-πετής, ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, zurück, z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395.
-
6 τρι-πετής
τρι-πετής, ές, dreifach auseinandergebreitet, dreifältig, τριπετῆ πόσιν σύκων Nic. Al. 347, ein Trank aus getrockneten und in drei Stücke zerschnittenen Feigen.
-
7 ταχυ-πέτης
ταχυ-πέτης, ες, schnell fliegend, Suid.
-
8 τηλο-πέτης
τηλο-πέτης, ες, fern od. weit fliegend, ἀγέλη, der Bienen, Apollonds 6 (VI, 239).
-
9 χαμαι-πετής
χαμαι-πετής, ές, eigtl. auf die Erde fallend, auf der Erde, im Staube liegend, niedrig; ἄνα γε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Aesch. Ch. 962; u. übertr., βόαμα Ag. 894; ὑψόϑεν χαμαιπετὴς πίπτει πρὸς οὖδας Eur. Bacch. 1109; στιβάς, εὐνή, Troad. 507 Cycl. 385; χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Plat. Conv. 203 d; δένδρα Pol. 13, 10, 7; Sp.; χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος Luc. Icarom. 10; auch niedrig von Ausdruck, de hist. conscr. 16; – verloren gehend, vergeblich, λόγος Pind. Ol. 9, 13, ἔπος P. 6, 37.
-
10 Διο-πετής
-
11 κακο-πετής
κακο-πετής, ές, schlecht fliegend, Arist. H. A. 9, 15.
-
12 γη-πετής
γη-πετής, ές, zur Erde gefallen, Eur. Phoen. 672.
-
13 γονυ-πετής
γονυ-πετής, ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προςπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.
-
14 κλῑνο-πετής
κλῑνο-πετής, ές (aufs Bett fallend), bettlägerig; Xen. Hell. 5, 4, 58; Hippocr. u. Sp., wie D. Hal. 9, 13.
-
15 εὐ-πετής
εὐ-πετής, ές, leicht fallend ( πίπτω), VLL. εὐχερής, – a) übh. leicht, π ή δημα Aesch. Pers. 96, öfter; πάντα δ' εὐπετῆ ϑεοῖς Eur. Phoen. 689; εὐπετεστέρα ὁδός Plat. Soph. 218, l; c. infin., εὐπετὴς ὀφϑῆναι, εἰςακοῠσαι, Soph. 254 a Rep. VI, 494 d, χειρωϑ ῆναι Her. 3, 120; οἱ ε ὐπετεῖς τῶν σάγων Pol. 2, 28, 7; vom G, wichte, ϑυρεοὶ εὐπετεῖς Plut. Philop. 9; auch = leichtsinnig, voreilig, an. seni 27. – b) vom Rhythmus der Rede, τὸ εύπετές, der schöne Fall, D. Hal. C. V. p. 310, wo Schäfer zu vgl. – Adv. εὐπετῶς, leicht, ohne Mühe, bequem, ἔχειν Aesch. Ag. 538, vgl. Ch. 1043; φυλάξασϑαι Antiph. 3 δ 7; Plat. Euthyd. 304 c u. A.; ἐλπὶς εὐπετέστερον ἰδεῖν ἃ ζητοῠμεν Plat. Rep. II, 369 a; Her. bei Zahlenangaben, ἑξακοσίους ἀμ φορέας ε ὐπετέως χωρέει τὸ χαλκήϊον, es faßt leicht 600 Eimer, 4, 81, vgl. 1, 193; εὐπετεστέρως, 3, 143.
-
16 εὖ-πέτης
εὖ-πέτης, gut fliegend, Eust. Il. 899, 55.
-
17 γᾱ-πετής
-
18 δρυ-πετής
δρυ-πετής, ές, vom Baume fallend, bes. von überreifen Früchten, die ihrer Reise wegen von selbst abfallen, als v. l. für das vorige, obwohl die besseren mss. δρυπεπής haben. Moeris erkl. δρυπετής als attisch für πέπειρος, u. Luc. Lexiph. 13 sagt gesucht χαμαιπετεῖς ἐλαῖαι, was für die Form auf - τής zu sprechen scheint; vgl. noch Alciphr. 1, 21; – Ar. bei Ath. IV, 133 a sagt komisch ἑταῖραι δρυπετεῖς, die überreifen, verblühten.
-
19 δυς-πετής
-
20 μεσο-πετής
μεσο-πετής, ές, in der Mitte fliegend, Sp.
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ισοπετής — ἰσοπετής, ές (Α) αυτός που πετά με την ίδια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πετής (< πετάννυμι), πρβλ. οξυ πετής, ταχυ πετής] … Dictionary of Greek
ιστιοπετής — ἱστιοπετής, ές (Α) (για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο πετής, ουρανο πετής] … Dictionary of Greek
κακοπέτης — κακοπέτης, ες (Α) αυτός που πετά άσχημα («κακοπέτης δὲ καὶ χρόαν ἔχει μοχθηράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. υψι πέτης, ωκυ πέτης] … Dictionary of Greek
κλινοπετής — κλινοπετής, ές (AM) κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι άρρωστίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ πετής, ουρανο πετής)] … Dictionary of Greek
μεσοπετής — μεσοπετής, ές (ΑM) αυτός που πετάει στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ πετής, υψι πετής] … Dictionary of Greek
πολυπετής — ές, Μ αυτός που έχει πέσει, που έχει προέλθει από πολλούς («λόγους πολυπετεῖς», Μ. Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πετής (< πίπτω), πρβλ. ευ πετής, χαμαι πετής] … Dictionary of Greek
χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… … Dictionary of Greek
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek