-
1 Κεραυνών
-
2 Κεραυνῶν
-
3 κεραυνών
κεραυνόςthunderbolt: masc gen plκεραυνόωstrike with thunderbolts: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κεραυνόωstrike with thunderbolts: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κεραυνόωstrike with thunderbolts: pres part act masc nom sgκεραυνόωstrike with thunderbolts: pres inf act (doric) -
4 κεραυνῶν
κεραυνόςthunderbolt: masc gen plκεραυνόωstrike with thunderbolts: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κεραυνόωstrike with thunderbolts: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κεραυνόωstrike with thunderbolts: pres part act masc nom sgκεραυνόωstrike with thunderbolts: pres inf act (doric) -
5 πρύτανις
πρύτανις, ὁ, der Prytan, eigtl. Fürst, Herrscher, (verwandt mit πρῶτος); στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις ist Zeus, Pind. P. 6, 24, u. πρύτανι κύριε πολλῶν ἀγυιᾶν, P. 2, 58, der König Hiero; μακάρων πρύτανις, Aesch. Prom. 169, Zeus; Κρόνιε πρύτανι, Eur. Troad. 1288; πρύτανιν καὶ ἐπιστάτην ἑλέσϑαι, Plat. Prot. 338 a. – In mehrern griechischen Freistaaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen im Rathe der Fünfhundert der zehnte Theil desselben, funfzig Senatoren aus einer φυλή, die nach dem Loose abwechselnd (vgl. πρυτανεία) den Vorsitz und Vortrag im Rathe und in der Volksversammlung führten, die sämmtlichen Geschäfte des Rathes leiteten und täglich im πρυτανεῖον zusammen speis'ten; πλὴν βουλῆς καὶ πρυτάνεων, Plat. Legg. VI, 766 b, u. öfter, vgl. Herm. gr. Staatsalterth. §. 127 u. s. ναύκραρος. – Bei sp. D. übh. Hauptperson, Meister, wie Herodot Ἰάδος ἀρχαίης ἱστορίης πρύτανις heißt, Ep. ad. 533 ( App. 212); Leon. Tar. 4 (VI, 205) nennt auch das Beil τέχνας ὁ πρύτανις πέλεκυς.
-
6 πτῶμα
πτῶμα, τό, der Fall, Sturz; πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς, Aesch. Suppl. 648; πεσεῖν ἀτίμως πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, Prom. 921; dah. Unglück, πότερα δόμοισι πτῶμα προςκυρεῖ νέον, Ch. 13; πίπτουσι βροτῶν χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά, Ant. 1033; Eur. oft, πτῶμα ϑανάσιμον El. 686, τὰ ϑεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur. 1228; u. in Prosa: οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Plat. Lach. 181 d; τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα, Tim. 86 c, u. öfter; auch der Leichnam, Pol. 15, 14, 2; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem Viele gefallen waren, 33, 12, 7; vgl. Plut. Alex. 23. Auch πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven, Lys. bei Harpocr.
-
7 στεροπή
στεροπή, ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλϑον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῠ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέϑων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
-
8 κεραυνός
κεραυνός, ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also βροντή und στεροπή vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα ϑοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben βροντή Il. 21, 198; neben στεροπή Hes. Th. 699; αἴϑων, παμβίας, Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνϑρακωμένος Aesch. Prom. 372; πυρφόρος Spt. 472; κεραυνοῠ βέλος 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Uebertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων κεραυνός, wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι πρόχειρον, vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8.
-
9 βαρυ-όπης
βαρυ-όπης κεραυνῶν πρύτανις, Zeus, Pind. P. 6, 24, von starker Stimme.
-
10 ἐπι-σήμανσις
ἐπι-σήμανσις, ἡ, die Bezeichnung, Eustath.; bei Arist. Probl. 24, 18 κεραυνῶν, das Einschlagen des Blitzes.
-
11 βαρυοπης
-
12 επισημανσις
-
13 κεραυνος
ὅ громовой удар, гром (преимущ. одновременный со вспышкой молнии), тж. молния(πληγεὴς κεραυνῷ Hom.; καταιβάτης, πυρῶπός, πυρφόρος Aesch.; κ. τοῦ Διός, ἀργής, πτερόεις Arph.)
κεραυνοί Hes., Her., κεραυνοῦ βολαί Aesch., κεραυνῶν πτώματα Plat. или πτώσεις Arph. — удары грома или молнии;κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν Plut. — метать молнии языком -
14 πρυτανις
1) правитель, властелин, повелитель(π. στεροπᾶν κεραυνῶν, т.е. Ζεύς Pind.; π. Φρυγίων Eur.; ἱστορίης π., т.е. Ἡρόδοτος Anth.)
τέχνας ὅ π. πέλεκυς Anth. — топор - царь ремесла2) ( в Афинах) притан(ей) ( член коллегии из 50 πρυτάνεις, по 5 от каждой филы, которые в течение 1 / 10 года председательствовали в βουλή и ἐκκλησία; из них по жребию избирался главный председатель, ἐπιστάτης, в помощь которому избирались 9 πρόεδροι и 1 γραμματεύς) Plat. -
15 πτωσις
- εως ἥ1) падение(κύβων Plat.; κεραυνῶν Arst.)
2) падение, упадок(π. καὴ ἀνάστασις NT.)
3) грам. флексия (падежная, глагольная и т.п.) Arst.4) вид, форма, вариант5) лог. модальность, модус(πτώσεις συλλογισμοῦ Arst.)
-
16 στεροπη
-
17 грозорегистратор
ο καταγραφέας κεραυνών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грозорегистратор
-
18 βαρυόπας
1 deep voiced Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν ( βαρύοπα coni. Maas.) P. 6.24 -
19 κεραυνός
κεραυνός (ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 thunderbolt, weapon of Zeus.ἀποθανοῖσα βρόμῳ κεραυνοῦ Σεμέλα O. 2.26
καὶ πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός, ἐν ἅπαντι κράτει αἴθωνα κεραυνὸν ἀραρότα O. 10.
83.καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις P. 1.5
αἴθων δὲ κεραυνὸς ἐνέσκιμψεν μόρον P. 3.58
Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν P. 6.24
δμᾶθεν δὲ κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.17
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.24
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.34
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον” sc. Zeus and PoseidonΠα... ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν Pae. 8.73
ἐν δ ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται Δ. 2. 1. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένη. i. e. Athene) fr. 146. test., Quint., Inst., 8. 6. 71; Herculis impetum adversus Meropas — non igni nec ventis nec mari sed fulmini dicit similem fuisse. quod testimonium ad fr. 33a. trahendum esse vid. Lobel. fr. 33a = fr. 50 Schr. -
20 Κρονίδας
Κρονῐδας (-ίδα, -ίδαο, -ίδᾳ, -ίδα; -ιδᾶν, -ίδαις, -ίδαι.)1 son of Kronos Zeus,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.43
“ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” (v. Νεῖλος) P. 4.56Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοὶ P. 4.171
μάλιστα μὲν Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν, θεῶν σέβεσθαι P. 6.23
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.23
καρτερόβρεντα Κρονίδα fr. 155. Cheiron, “ Κρονίδᾳ Χίρωνι” P. 4.115παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον N. 3.47
pl., Ἰαπετιονίδος φύτλας κοῦροι κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν (ἀντὶ τοῦ φερτάτου Κρονίδου· Διὸς γὰρ Λοκρὸς ὁ πρόγονος αὐτῶν. Σ.) O. 9.56εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.25
Κρονίδαι μάκαρες P. 5.118
ὣς φάτο Κρονίδαις ἐννέποισα θεά (Zeus & Poseidon) I. 8.45 φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ' Αἰολάδᾳ εὐτυχίαν τετάσθαι the gods Παρθ. 1. 12.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κεραυνῶν — Κεραυνός thunderbolt fem gen pl Κεραυνός thunderbolt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνῶν — κεραυνός thunderbolt masc gen pl κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act masc voc sg (doric aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κεραυνόω strike with thunderbolts pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Cornelius Labeo — For others named Labeo, see Labeo (disambiguation) Cornelius Labeo was an ancient Roman theologian and antiquarian who wrote on such topics as the Roman calendar and the teachings of Etruscan religion (Etrusca disciplina). His works survive only… … Wikipedia
αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… … Dictionary of Greek
αναξιβρέντας — ἀναξιβρέντας, ο (Α) (επίθ. τού Διός) κυρίαρχος, κύριος τών κεραυνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + βρεντας < βρέμω «κάνω πάταγο, κρότο» (πρβλ. ἀργιβρέντας)] … Dictionary of Greek
κεραυνοσκοπία — κεραυνοσκοπία, ἡ (Α) μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατο σκοπία, οιωνο… … Dictionary of Greek
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek
Ασκληπιόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος και μαθητής του στωικού Ποσειδωνίου (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ασχολήθηκε με την εξήγηση φυσικών φαινομένων (σεισμών, κεραυνών, βροχής). Έγραψε τα Τακτικά. 2. Α. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.).… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek