-
1 χιτωνίσκος
χιτωνίσκοςmasc nom sg -
2 χιτωνίσκος
A short frock (ὑπὲρ γονάτων X.An.5.4.13
), worn by men, Ar.Av. 946, Lys.10.10, Phld.Ir.p.39W., etc.; with a girdle, Pl.Hp.Mi. 368c;ὥστε με.. θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῦ γυμνὸν ἐν τῷ χ. γενέσθαι D.21.216
, cf. Pl.Hp.Mi. 368c: less freq. of women, shift, D.19.197, IG22.1514.12, al.;σχιστὸς χ. Apollod.Com.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιτωνίσκος
-
3 χιτωνίσκοι
χιτωνίσκοςmasc nom /voc pl -
4 χιτωνίσκοις
χιτωνίσκοςmasc dat pl -
5 χιτωνίσκον
χιτωνίσκοςmasc acc sg -
6 χιτωνίσκου
χιτωνίσκοςmasc gen sg -
7 χιτωνίσκους
χιτωνίσκοςmasc acc pl -
8 χιτωνίσκων
χιτωνίσκοςmasc gen pl -
9 σχιστός
A cloven, divided, ; , E.Ph.38; (lyr.); λίνον ς. lint, Hp.Nat.Mul.53 (but cf. 4 infr.); πέρκη ς. a split perch, Antiph.132; Ἀργεῖαι ς. a kind of women's shoes, Eup.266; σ. χιτωνίσκος a tunic open at the side, Apollod.Com.12; without χιτωνίσκος, PSI4.341.7 (iii B.C.), Schwyzer 462 B30 (Tanagra, iii B.C.); σχιστὰς ἕλκειν, of a certain dance (cf. σχίσμα IV), Poll.4.105.II that may be split or cleft, divisible,σ. κατὰ μῆκος Arist.HA 515b15
, cf. Mete. 386b26, etc.; σ. λίθος, prob. talc, Dsc.5.127, cf. 106, etc.; σ. κρόμμυα (v.κρόμμυον 11
) Thphr.HP7.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχιστός
-
10 χιτωνίσκω
-
11 χιτωνίσκῳ
-
12 κτενωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτενωτός
-
13 παρακυμάτιος
παρακῡμάτιος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακυμάτιος
-
14 περιηγητός
περιηγ-ητός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγητός
-
15 πλαίσιον
πλαίσῐ-ον, τό,A = πλινθίον, πλινθεῖον (qq.v.), oblong case or frame used in moulding bricks and in measuring, Ar.Ra. 800 (pl.), Pl.Com. 147; χιτωνίσκος ἐμ π. in an oblong box, IG22.1514.13, al., cf. BCH28.165 ([place name] Delos); κεκρυφάλους τρεῖς ἐμ π. IG22.1522.18; oblong scaffold or platform, Plu.Alex.67 : pl., of the frames enclosing Solon's ἄξονες, Id.Sol.25; of frames in roof-panelling, IG12.372E2,al., Inscr.Délos 504A13,15 (iii B. C.).II hollow rectangle,ἐν π. τετάχθαι Th.7.78
, cf. 6.67, X.An.1.8.9 ; = ἐν ἑτερομήκει σχήματι, Ael.Tact.37.8, Arr. Tact.29.7 ; ἰσόπλευρον π. X.An.3.4.19, Arr.An.4.5.6 ; [Σμύρνα] ἀνέχει ἐν π. Aristid.Or.23(42).20 ; of the shape of the Acropolis of Alexandria, Aphth.Prog.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαίσιον
-
16 πυργωτός
A made like a tower, ἐμπετάσματα π. curtain-hangings edged with a pattern like battlements, Callix.2; χιτωνίσκος π. IG22.1514.26,46;πίλημα Str.15.3.19
; π. στέφανος, = Lat. corona muralis, OGI560.11 (Tlos, i A.D.), cf. Corn.ND6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυργωτός
-
17 χιτωνισκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιτωνισκάριον
-
18 ἀνάκωλος
ἀνάκωλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάκωλος
-
19 ἁλουργής
A wrought in or by the sea, always in sense sea-purple, i.e. genuine purple dye, opp. imitations, ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν on cloths of purple, A.Ag. 946;μίτρα ἁ. Pherecr. 100
;στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7
;γῆ Pl.Phd. 110c
;τὸ ἁ. Arist.Col. 792a7
:—less freq. [full] ἁλουργός, όν (also ά, όν Phylarch.41), ;χιτωνίσκος IG2.754.12
,14, etc. (but χ. ἁλουργής ib.21);στολαί Phylarch.
l.c.;στρωμναί Plu.Lyc.12
, AB81:—also [full] ἁλουργοῦς, οῦν, IG2.757, v.l. in Arist.Sens. 442a24, [dialect] Ion. [full] ἁλοργοῦς GDI5702.23 ([place name] Samos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλουργής
-
20 ἐξίστως
ἐξίστως, ων,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξίστως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χιτωνίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκος — ο, ΝΜΑ, και κιθωνίσκος Α υποκορ. τ. τού χιτώνας αρχ. 1. είδος στενού και ριχτού γυναικείου φορέματος 2. εξωτερικό περίβλημα σπυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτών + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
χιτωνίσκος — ο μικρός χιτώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιτωνίσκοι — χιτωνίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκοις — χιτωνίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκον — χιτωνίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκου — χιτωνίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκους — χιτωνίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκων — χιτωνίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιτωνίσκῳ — χιτωνίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθωνίσκος — κιθωνίσκος, ὁ (Α) ιων. τ. χιτωνίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιτωνίσκος με μετάθεση τής δασύτητας] … Dictionary of Greek