-
1 παρασκευής
παρασκευάζωfut ind act 2nd sg (doric)παρασκευάζωfut ind act 2nd sg (doric)παρασκευήpreparation: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 παρασκευῆς
παρασκευάζωfut ind act 2nd sg (doric)παρασκευάζωfut ind act 2nd sg (doric)παρασκευήpreparation: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 παρασκευῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρασκευῆς
-
4 Της Παρασκευής τα γέλια του Σαββάτου κλάματα
• Рано пташечка запела, как бы кошечка не съелаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Της Παρασκευής τα γέλια του Σαββάτου κλάματα
-
5 Της Παρασκευής τα γέλια, του Σαββάτου κλάματα
• Рано пташечка запела, как бы кошечка не съелаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Της Παρασκευής τα γέλια, του Σαββάτου κλάματα
-
6 παρασκευή
παρασκευ-ή, ἡ,A preparation,δείπνου Hdt.9.82
; παρασκευὴν σίτου παραγγείλας having ordered corn to be prepared, Id.3.25, cf. Pl.R. 369e ;π. νεῶν Ar.Ach. 190
; ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν in this state of preparation, Th.2.17 ; preparation, practice, as of a speaker preparing his speech, Isoc.4.13, X.Mem.4.2.6 ;ἡ π. τῆς πραγματείας Plb.3.26.5
(elsewh. προκατασκευή, q.v.) ; λέγειν ἀπὸ παρασκευῆς, opp. αὐτοσχεδίως, Alex.Fig.1.2 ; also, in a speech, preparatory section, D.H.Is.15 (pl.) ; cf.παρασκευάζω A. 3
fin.b with Preps., ἐκ παρασκευῆς of set purpose, by arrangement, Antipho 6.19, Lys.31.30 ; μάχη ἐγένετο ἐκ π. a pitched battle, Th.5.56 ;ἀπὸ παρασκευῆς Id.1.133
;ἀπὸ π. οὐδεμιᾶς Antipho 5.22
; δι' ὀλίγης παρασκευῆς at short notice, offhand, Th.4.8 ;τὸ ναυτικὸν ἐν π. ἦν Id.2.80
; ἦσαν ἐν π. πολέμου were engaged in preparing for it (cf. κατασκευή), Id.8.14 ;ἐν παρασκευῇ εἶναι Arist.Rh. 1382b3
;μετὰ παρασκευῆς πλείστης ἠδίκησεν Id.Rh.Al. 1427a4
;ἄνευ παρασκευῆς Pl.Ep. 326a
.2 providing, procuring,φίλων καὶ οὐσίας Id.R. 361b
; ὑγιείας σώματι π. Id.Lg. 962a ; way or means of providing, τίς.. τέχνη τῆς π. τοῦ μηδὲν ἀδικεῖσθαι; Id.Grg. 510a ; δύ' εἶναι τὰς π. ἐπὶ τὸ θεραπεύειν ib. 513d ; in E.Ba. 457, λευκὴν.. χροιὰν εἰς παρασκευὴν ἔχεις, ἐκ π. shd. be read.3 intrigue, cabal, for the purpose of gaining a verdict or carrying a measure, Cratin.185, Antipho 5.79, And. 1.1, Lys. 12.75, al., D.43.32.2 freq. in military sense (v. supr. 1.1), armament, And.1.107, Th.6.31, X.Ages.1.13, HG5.2.23 ; ἵπποι καὶ ὅπλα καὶ ἡ ἄλλη π. Th.2.100, cf. 5.17 ; γίγνεσθαι τὰς παρασκευὰς ἐποίης α I got the armaments ready for service, D.18.102 ; αἱ πρὸς πόλεμον π. Arist.Rh. 1383b3.3 generally, power, means, Th.1.1 ; natural equipment, Arr.Epict.1.2.30, 2.19.30 ; φύσις καὶ π. ib.4.8.42, cf. 1.6.37 ; of the physical constitution of a new-born infant, Gal. 6.32 ; of mental faculties, predisposition, δύναμις καὶ π. Plot.4.6.3.III among the Jews, the day of Preparation, before the sabbath of the Passover, Ev.Marc.15.42, Ev.Jo.19.14,31, etc. ;ἡμέρα παρασκευῆς Ev.Luc.23.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασκευή
-
7 παρα-σκευή
παρα-σκευή, ἡ, Zubereitung, Vorbereitung; bes. Rüstung zum Kriege, Thuc. 2, 100; νεῶν, Ar. Ach. 190; τηλικοῠτον πόλεμον τῷ μήκει τοῦ χρόνου καὶ τῷ πλήϑει τῶν παρασκευῶν, Isocr.; ἡ περὶ τὰ πολεμικά, Pol. 4, 7, 7; τὸ ναυτικὸν ἐν παρασκευῇ ἦν, Thuc. 2, 80. Auch das Gepäck des Feldherrn, Her. 9, 82. Vorbereitung, auf die Rede, Isocr. 4, 13; Vorübung, Lys. 12, 75; παρασκευαὶ γίγνονται, 3, 2; – ἐκ παρασκευῆς, mit Vorsatz oder Absicht, γίγνεται ὁ ϑάνατος, Antiph. 6, 19; μάχη μὲν οὐδεμία ἐγένετο ἐκ παρασκευῆς, Thuc. 5, 56; ἐκ παρασκευῆς μηνύειν, Lys. 13, 22; ἀπὸ παρασκευῆς, im Ggstz von ἀπὸ τύχης, Lys. 21, 10; vgl. Thuc. 3, 133; übh. Vorbereitungen, Vorkehrungen, die man trifft, um Etwas zu erreichen, ὑγιείας, Plat. Legg. XII, 962 a, u. oft bei Rednern; ἐπί τι, Plat. Gorg. 513 d; τοῦ ζῆν, Polit. 307 e.
-
8 παρασκευη
ἥ1) изготовление, приготовление(δείπνου Her.)
2) заготовка, доставка, обеспечение(σίτου Her.; τῆς τροφῆς Plat.)
π. ὑγιείας Plat. — обеспечение, т.е. сохранение здоровья3) подготовкаοἱ ἐν τούτῳ παρασκευῆς ἦσαν Thuc. — таковы были их подготовительные мероприятия;
γνόντες τέν παρασκευήν Lys. — понимая, что все (заранее) подстроено;ἐκ и ἀπὸ παρασκευῆς Thuc., Lys. — заранее обдуманным образом, с предварительной подготовкой или преднамеренно;ἐς παρασκευέν ἔχειν τι Eur. — иметь что-л. наготове4) средство, способ, прием(ἐπί τι Plat.)
5) приведение в готовность, снаряжение, оснащение(νεῶν Arph.)
6) вооружение, снаряжение, материальная часть(ἵπποι καὴ ὅπλα καὴ ἥ ἄλλη π. Thuc.)
7) обстановка, устройство, тж. имущество(πλοῦτοί τε καὴ πᾶσα ἥ τοιαύτη π. Plat.)
8) канун субботы, пятница(π., ὅ ἐστιν προσάββατον NT.)
-
9 προαναρπάζω
A carry off or arrest beforehand, D.21.125; of an enemy, π. τῆς παρασκευῆς τινα, i.e. πρὸ τῆς παρασκευῆς, Plu.Pomp.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαναρπάζω
-
10 συν-εμ-φαίνω
συν-εμ-φαίνω (s. φαίνω), zugleich zeigen, dabei andeuten, συνεμφῆναι βουλόμενος τὴν ἀκολασίαν τῆς παρασκευῆς προςέϑηκε, Ath. XIV, 663 e; pass., S. Emp. adv. log. 1, 233.
-
11 ἀλλοιόω
ἀλλοιόω, verändern, z. B. Plat. neben μεταβάλλειν Rep. II, 381 b; Polyb. öfter; viel häufiger pass., verändert werden, ἄλλην τινὰ ἀλλοίωσιν ἀλλοιοῠσϑαι Plat. Theaet. 181 d, eine andere Veränderung erleiden; ἠλλοίωντο τὰς γνώμας Thuc. 2, 59; vgl. Pol. 3, 103, 6; mit dem gen., ἀλλοιοῠσϑαι ἑαυτοῠ Parm. 139 a; vgl. ἀλλοῖος; Xen. ἀλλοιοῠταί τι τῆς καλῆς παρασκευῆς, es ändert sich etwas an der schönen Rüstung, zum schlechten, Cyr. 3, 3, 9; ἠλλοιωμένης Eur. Suppl. 968, verwandelt; Plat. Rep. II. 381 d; ὑπὸ μέϑης, berauscht, Pol. 8, 29, 5; Sp., wie Dio C., = alienare.
-
12 ἐκ-λείπω
ἐκ-λείπω, 1) auslassen, verlassen, so daß man weggeht; χῶρον Aesch. Ch. 536; Thuc. 1, 92 u. A.; τὴν τυραννίδα, aufgeben, Her. 6, 123; τὸν βίον, sterben, Soph. El. 1120; Antiph. 1, 21; φάος Eur.; τὸ ζῆν Pol.; bes. verrätherischer Weise im Stich lassen, προδούς με κἀκλιπών Soph. Phil. 899; τὴν τάξιν, τὴν φυλακήν Plut. u. a. Sp.; auch ohne acc., von Soldaten, desertiren, Xen. An. 7, 4, 2; ἐκλείπειν πόλιν ἐς τὰ ἄκρα, ἐς ἄλλην, eine Stadt verlassen u. in eine andere ziehen, auswandern nach, Her. 6, 100. 8, 50; Xen. An. 1, 2, 24; – sich einer Sache entziehen, στρατείαν Xen. Hell. 5, 2, 22; ὁτιοῠν τῆς παρασκευῆς Thuc. 7, 38; unterlassen, nicht beobachten, ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς συνϑήκης Thuc. 5, 42; ϑεραπείας σώματος, τὸ βοηϑεῖν, Plut. Marcell. 17 Lys. 23; ὅρκον, brechen, Eur. I. T. 750, wie τὸ ξυνώμοτον Thuc. 2, 74; – weglassen, bes. in der Rede übergehen, ὄχλον λόγων Aesch. Prom. 829; πολλὰ ἐξέλιπον λέγων Pers. 505; εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. Conv. 188 e; ϑρήνους Eur. Phoen. 1629; ϑήρας μόχϑον Hipp. 52; γραφάς Dem. 25, 47. – 2) intrans., ablassen, nachlassen; ἐπιϑυμίαι Plat. Rep. VI, 485 d; ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν, ἣν πρὶν εἴχομεν, eigtl. hat uns verlassen, ist geschwächt, vergangen, Eur. Herc. Fur. 230; μέλαινά τ' ἄστρων ἐκλέλοιπεν εὐφρόνη, es ist Tag geworden, Soph. El. 19, vgl. 985; ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Αϑηναίοις, ἐκλιποῠσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, sie hatte nie ganz aufgehört, Thuc. 3, 87; διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι αὐτόϑι τὴν χιόνα Xen. An. 4, 5, 15, weil der Schnee dort fortgegangen; αἱ ἐργασίαι διὰ τὸν πόλεμον ἐκλελοίπασιν, sind ins Stocken gerathen, Isocr. 8, 20; ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε, wo meine Erzählung stehen blieb, Her. 7, 239; ἡ φωνὴ ἐξέλιπε, ging aus, Luc. Nigr. 35; τοὔνομα Plut. Rom. 18; c. partic., τοὺς τελευτήσαντας τιμῶσα οὐδέποτε ἐκλείπει, sie ermangelt nie zu ehren, Plat. Menex. 249 b, vgl. 234 a. – Ohnmächtig werden, Hippocr.; sterben, Plat. Legg. IX, 856 e; Is. 11, 10. – Von der Sonne u. dem Monde, sich verfinstern (ausbleiben), Thuc. 2, 28 Plat. Phaed. 99 d u. Folgde, der gewöhnliche Ausdruck; Her. 7, 37 sagt dafür auch ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην ἀφανὴς ἦν, wie Ar. Nub. 575 ἡ Σελήνη δ' ἐκλέλοιπε τὰς ὁδούς. – Das pass., wie intr., ὄνειδος ἐκλείπεται Aesch. Eum. 97, die Schmach verschwindet.
-
13 ησσαομαι
атт. ἡττάομαι, ион. ἑσσόομαι pass. (fut. ἡσσηθήσομαι - реже ἡσσημαι, aor. ἡσσήμην - ион. ἑσσώθην, pf. ἥσσημαι, ppf. ἡσσήμην; act. только в поздней прозе - см. ἡσσάω См. ησσαω)1) быть слабее, оказываться ниже, отставать, уступать(τινος Eur., τι Xen., τινός τινι и ἔν τινι Xen.)
ἡττηθέντος τοῦ πνεῦματος Arst. — когда ветер ослабеет;γυναικὸς ἡσσημένος Eur. — оказавшийся ниже женщины;τούτου οὐχ ἡττησόμεθα εὖ ποιοῦντες Xen. — мы не уступим ему в благородных поступках;ὅπως μηδ΄ ἐν τούτῳ αὐτῶν ἡττηθήσεσθε Xen. — чтобы в этом отношении вам не оказаться слабее их;συγγνόντες Πέρσαι οἴχοντο, ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Her. — персы ушли, согласившись и признав превосходство мнения Кира (ср. 2);ἡ. ὑπέρ τινα NT. — оказаться ниже кого-л.2) подчиняться, покоряться, поддаватьсяἡ. ὑπ΄ ἔρωτος Plat. — поддаться чувству любви;
ἡ. ῥήματος Thuc. — поддаться слову, т.е. дать убедить себя;ἡ. ὕπνου Xen. — не устоять перед желанием спать;ἡ. χρημάτων Lys. — соблазниться деньгами;οὐκ ἄξιον ὑμῖν τῆς τούτων παρασκευῆς ἡττᾶσθαι Lys. — недопустимо, чтобы вы поддались проискам их;ἡττηθέντες ὑπὸ ταύτης τῆς ζητήσεως Arst. — под давлением этого исследования;ἡ. τινος Plut. — влюбиться в кого-л.3) терпеть поражение, быть побежденнымἡ. μάχῃ Thuc. и μάχην Dem. — быть разбитым в сражении;
ἀπέθανον μάχη ἡσσοθέντες ὑπὸ τῶν Φοινίκων Her. — (спартанцы) погибли, будучи побеждены в сражении финикийцами4) юр. проигрывать в суде(δίκην Plat.; παραγραφήν Dem.; ἐν τοῖς δικαστηρίοις Xen.). - см. тж. ἡσσάω
-
14 οχλωδες
- ου τό1) хлопотность, затруднительность, сложность(τῆς παρασκευῆς Thuc.)
2) опьяняющее действие(τοῦ οἴνου Plut.)
-
15 ποριζω
(fut. πορίσω и ποριῶ)1) приводить, привозить(τινὰ πρὸς μέλαθρά τινος Soph.)
2) доставлять, предоставлять, давать(πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἀγαθόν Arph.; τροφέν, τοῖς στρατιώταις Isocr.; τοῖς μαθηταῖς ἀλήθειαν Plat.)
θεῶν ποριζόντων καλῶς Eur. — если боги (так) благосклонны;πορίζεσθαι τὰς ἡδονάς Plat. — доставлять себе наслаждения;πορίζεσθαι τέν δαπάνην Thuc. — добывать себе денежные средства;πορίζεσθαι μάρτυρας Lys. — доставать себе свидетелей;πορίζεσθαι τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Plat. — дать ответ на вопрос;ἤδη τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Thuc. — приготовления были уже закончены3) придумывать, изобретать(μηχανήν τινα κακῶν Eur.; med. πρόφασιν τῆς ἁμαρτίας Lys.)
-
16 προαναρπαζω
-
17 νηστεία
νηστεία η1) голод, недоедание, воздержание от пищи;2) пост:εβδομαδιαίες νηστείες (της Τετάρτης και της Παρασκευής) постные дни в течение недели (Среда и Пятница)
προαιρετική νηστεία — добровольный (подготовительный) пост перед принятием Тела и Крови Спасителя
κάνω / αρχίζω / διακόπτω τη νηστεία — держать / начинать / прекращать пост;
ΦΡ.Κυριακές των Νηστειών οι Воскресенья Великого Поста, то есть пять Воскресных дней перед Вербным Воскресеньем, когда служится Божественная Литургия святого Василия ВеликогоЭтим.< νήστης «голодный» < νη + εσθίω «не ем»* -
18 καθέζομαι
καθέζομαι (v. infr.), [tense] impf. ἐκαθεζόμην in Prose, X.An.1.5.9, Cyr.5.3.25 (but freq. as [tense] aor. 2, And.1.44, Th.4.110, Pl.Euthd. 272e); in Poets,Aκαθεζόμην Od.9.417
, A.Eu.6, Ar.Lys. 1139: [tense] fut.καθεδοῦμαι Id.Ra. 200
, Av. 727 (anap.), And.1.111, Pl.Tht. 146a, D.5.15; laterκαθεδήσομαι D.L.2.72
,καθεσθήσομαι LXX Le.12.5
: [tense] aor.καθεσθείς AP9.644.5
(Agath.), Paus.9.3.4, Charito 3.2, but v. Luc.Sol.11 ( καθίζομαι, [voice] Pass. of καθίζω, which supplies the trans. sense, is more common in [tense] pres. and [tense] impf., but we haveκατ' ἄρ' ἕζεαι Od.10.378
,καθεζόμεσθα E.Heracl. 33
,καθέζονται Lys.13.37
, etc.):—sit down, take one's seat,ἀγορήνδε καθεζώμεσθα κιόντες Od.1.372
;εἰνὶ θύρῃσι καθέζετο 9.417
, cf. Il.24.126, etc.; κατ' ἄρ' ἕζευ ἐπὶ θρόνου ib. 522;κατ' ἄρ' ἕζετ' ἐπὶ.. λίθοισιν Od.3.406
; καθεζομένη πρόχνυ (v. πρόχνυ); soκ. ἐν.. εὐνατηρίοις S. Tr. 918
;ἐπὶ ζυγοῖς ἀρχῆς E.Ph.75
; ; preside, Lys. l.c., Aeschin.3.73; ; οὐ λαχόντες προεδρεύειν, ἀλλ' ἐκ παρασκευῆς καθεζόμενοι taking their seats, Aeschin.3.3: Medic., Hp.Epid.7.3.II remain seated, in various senses:1 sit still, with collat. notion of inaction, τίφθ' οὕτως κατ' ἄρ' ἕζεαι ἶσος ἀναύδῳ; Od.10.378, cf.6.295.2 sit as suppliants,ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι E.Heracl.
l.c.;πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καθεζομένων Th.3.70
, cf. Ar.Lys. 1139, D.18.107.4 of a teacher,πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων Ev.Matt.26.55
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθέζομαι
-
19 παίδευσις
A process or system of education (παιδείας παράδοσις Pl.Def. 416a
), Hdt.4.78, 6.128, Ar.Nu. 986, 1043;τροφὴ καὶ π. Pl.Criti. 110c
, R. 424a;ξενικὴν π. παιδεύειν Id.Hp.Ma. 284c
; τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους π. his education by virtue, X.Mem.2.1.34; (Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς π. τῆς ἡμετέρας μετέχοντας Isoc.4.50
, cf. 3.57; ἡ περὶ τοὺς λόγους π. instruction in rhetoric, Id.11.49: in pl.,τροφαὶ καὶ -σεις Pl.Lg. 926e
.2 its result, culture, learning. Ar.Th. 175, Antipho Soph. 60, Isoc.9.78, Pl.Prt. 349a, Arist.Rh. 1399a13.II means of educating, τὴν πόλιν πᾶσαν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι is the school of Greece, Th.2.41.III in late Gr., ἡ σὴ, ἡ ὑμετέρα π., form of address to members of the learned professions, Stud.Pal.20.129.13 (v A. D.), POxy.1165.2 (vi A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παίδευσις
-
20 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παρασκευῆς — παρασκευάζω fut ind act 2nd sg (doric) παρασκευάζω fut ind act 2nd sg (doric) παρασκευή preparation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγίας Παρασκευής, δήμος — Ονομασία τριών δήμων. 1. Δήμος (56.836 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2. Νέος δήμος (1.977 κάτ.) του νομού Κοζάνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην… … Dictionary of Greek
Αγίας Παρασκευής, μονή — Ονομασία οχτώ μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πρώην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η ίδρυσή του ανάγεται στο 1874. Καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
παρασκευή — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. 3. Ρωμαία οσία.… … Dictionary of Greek
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Phrynichus Arabius — This article deals with the grammarian. For other persons of the same name, see Phrynichus. Phrynichus Arabius or Phrynichus of Bithynia (Greek: polytonic|Φρύνιχος) was a Greek grammarian who flourished in second century Bithynia, writing works… … Wikipedia
Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… … Deutsch Wikipedia
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek