-
1 οχλωδες
- ου τό1) хлопотность, затруднительность, сложность(τῆς παρασκευῆς Thuc.)
2) опьяняющее действие(τοῦ οἴνου Plut.)
-
2 οχλώδες
-
3 ὀχλῶδες
-
4 ὀχλ-ώδης
ὀχλ-ώδης, ες, d. i. ὀχλο-ειδής, dem großen Haufen ähnlich, unruhig, beunruhigend; ὑπὸ τῷ ὀχλώδει ϑηρίῳ, Plat. Rep. IX, 590 b; ϑρίαμβος, Plut. Luc. 37; τὸ ὀχλῶδες, Thuc. 6, 24.
См. также в других словарях:
ὀχλῶδες — ὀχλώδης turbulent masc/fem voc sg ὀχλώδης turbulent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλώδης — ὀχλώδης, ῶδες (ΑΜ) [όχλος] αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος αρχ. 1. θορυβώδης, ταραχώδης 2. δυσάρεστος, οχληρός 3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες η οχληρότητα … Dictionary of Greek