-
101 θρέμμα
A nursling, creature, θ. Νηρεΐδων, of dolphins, Arion 1.9; mostly of tame animals, esp. sheep and goats, X. Ages.9.6, Oec.20.23, Plb.2.26.5, Ev.Jo.4.12, etc.; τὰ ἐν ταῖς ἀγέλαις θ. Pl.Plt. 261d; τὰ ἀγελαῖα θ. ib. 264a; ὑηνὰ θ. Id.Lg. 819d; of game-cocks and quails, ὀρνίθων θ. ib. 789b: generally, animals, τοῖς ἡμέροις καὶ ἀγρίοις.. θ. Id.Criti. 118b, al.2 of men, S.OT 1143, Ph. 243; Χαρίτων θ. Ar.Ec. 973;δύσκολον τὸ θ. ἄνθρωπος Pl.Lg. 777b
, cf. Tht. 174b; esp. of domestic slaves,= Lat. verna, τὸ Χρυσίππου θ. GDI12321.14 (Delph.), cf. CIG 3113 ([place name] Teos).3 generally, creature, ἄπλατον θ. κἀπροσήγορον, of a lion, S.Tr. 1093 (cf. Pl.Chrm. 155e); of Cerberus, S.Tr. 1099; κακὰ θ., of a swarm of gnats, AP5.150 (Mel.); θ. Σελινοῦντος, of a fish, Archestr.Fr.12; Καρύστου θ., comic for a cup made at Carystus, Antiph.182.3; as a term of reproach,θρέμματ' οὐκ ἀνασχετά A.Th. 182
;ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El. 622
, cf. Ar.Lys. 369; in periphr., ὕδρας θ., for ὕδρα, S.Tr. 574;νεογενῆ παίδων θρέμματα Pl. Lg. 790d
; θρέμματα παλλακῶν kept mistresses, Plu.Sol.7. (Written (ii A.D.)). -
102 θύος
A burnt sacrifice, A.Ag. 1409;θύος ὅττι πάχιστον Call.Aet.Oxy.2079.23
: but usu. in pl.,σὺν θυέεσσι Il.6.270
, cf. 9.499;σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes.Op. 338
, cf. Maiist.11;λίσσομ' ὑπὲρ θυέων Od.15.261
;θύη πρὸ παίδων A.Eu. 835
, cf. IG12(5).593.17 (Iulis, V B.C.), Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene);νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι Theoc.2.10
, cf. Euph.129.2 later in pl.,= θυμιάματα, Hp. ap. Gal.19.104. -
103 κατά
κατά [(A)][ κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with gen. or acc.:—A downwards.A WITH GEN.,I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κ. πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399;κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128
; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib. 232;δάκρυα.. κ. βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438
;ἵεις σαυτὸν κ. τοῦ τείχους Ar.V. 355
;ἁλόμενοι κ. τῆς πέτρας X.An.4.2.17
;κ. τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr. 229c
;κ. κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg. 944a
:— for κατ' ἄκρης v. ἄκρα:Μοῖσα κ. στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82
(but perh. in sense 11.1).1 down upon or over,κ. Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
; of the dying, κατὰ.. ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321;τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν.. νὺξ ἐκάλυψεν 13.580
; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over.., Od.8.85; [ κόπρος]κ. σπείους κέχυτο.. πολλή 9.330
; ὕδωρ κ. Χειρός, v. Χείρ; μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R. 398a;νάρκη μου κ. τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V. 713
;κ. τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu. 177
; ξαίνειν κ. τοῦ νώτου πολλὰς [ πληγάς] D.19.197;ἐσκεδασμένοι κ. τῆς Χώρας Plb.1.17.10
;οἱ κ. νώτου πονοῦντες Id.3.19.7
;ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256
; κ. κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' [ εὐθείας] Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κ. κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on.., ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.2 down into,νέκταρ στάξε κ. ῥινῶν Il.19.39
; of a dart,κ. γαίης ᾤχετο 13.504
, etc.; ;ψυχὴ κ. Χθονὸς ᾤχετο 23.100
; κ. γᾶς underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος under water, Hdt.2.149; [ ποταμὸς]δὺς κ. τῆς γῆς Pl.Phd.
113c, cf. Ti. 25d;κ. γῆς σύμεναι A.Eu. 1007
(anap.); κ. Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κ. γῆς one dead and buried, X.Cyr.4.6.5;οἱ κ. Χθονὸς θεοί A.Pers. 689
, etc.;θεοὶ<οἱ> κ. γᾶς Id.Ch. 475
(lyr.), etc.; so κ. θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, καταδεδυκέναι, Hdt.7.6, 235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or through.., S.El. 1433.3 later, towards a point, τοξεύειν κ. σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8;κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9
.4 of vows or oaths, by,καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26
, cf. 54.38;ἐπιορκήσασα κ. τῶν παίδων Lys.32.13
; esp. of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.;κ. τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16
; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119;κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22
.b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering..,κ. Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq. 660
.5 in hostile sense, against, A.Ch. 221, S.Aj. 304, etc.;κ. πάντων φύεσθαι D.18.19
; esp. of judges giving sentence against a person, A.Th. 198, S.Aj. 449, etc.;ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7
;λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65
, cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, [ λόγος] κ. Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.);δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6
, cf. 18.6 of Time, for,μισθοῦν κ. εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37
; κ. βίου for life, Tab.Heracl.1.50;κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20
([place name] Larissa ) (butκ. παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72
falls under 7);κ. παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7
.7 in respect of, concerning,μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd. 70d
;κ. τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph. 253b
; οἱ κ. Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on D., Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap. 37b, Prt. 323b, etc.;εἰ κ. θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10
;εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κ. πάντων Pl.Men. 73d
, cf. 74b;ὅπερ εἴρηται καθόλου κ. πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2
; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of.., Int.16b10, Cat. 1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of.., Metaph. 1007b21; soκ. τινὸς ὑπάρχειν Int. 16b13
: and in Adv. καθόλου (q.v.).B WITH Acc.,I of motion downwards, κ. ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κ. τὸν ποταμόν, κ. τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr. 229a; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th. 690, S.Tr. 468; κ. πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι to leeward, Arist.HA 535a19, 560b13, Dsc.4.153.2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom.,καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344
; κατ' Ἀχαΐδα, κ. Τροίην, Il.11.770, 9.329;κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64
; κ. πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151;κ. πτόλιν Od.2.383
; κ. ἄστυ, οἶκον, Il.18.286, 6.56; κ. ὅμιλον, στρατόν, 3.36, 1.229; κ. κλισίας τε νέας τε ib. 487;πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512
; κ. ὑσμίνην, μόθον, κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331;τὸ ὕδωρ κ. τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16
, etc. (in later Gr.of motion to a place,κ. τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1
);καθ' Ἑλλάδα A.Ag. 578
;κ. πτόλιν Id.Th.6
;αἱ σκηναὶ αἱ κ. τὴν ἀγοράν D.18.169
;τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157
, etc.;κ. τὸ προάστιον Hdt.3.54
;τύμβον κατ' αὐτόν A. Th. 528
, cf. Supp. 869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν [ σφαῖραν] κ. κύκλον in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of,οἱ κ. τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7
: freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κ. στῆθος, γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.;νύξε κ. δεξιὸν ὦμον 5.46
;οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339
; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, κ. ζωστῆρα, 5.537, 615; βέλος κ. καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph.,ἄχος κ. φρένα τύψε 19.125
: generally, κ. φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.3 opposite, over against,κ. Σινώπην πόλιν Hdt.1.76
, cf. 2.148, Th.2.30, etc.;ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th. 505
;μολὼν.. μοι κ. στόμα Id.Ch. 573
;κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11
;οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κ. Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18
; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.;ἐν συμποσίῳ.., περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15
, cf. D.L.7.108.II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κ. σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib. 366, cf. Th.4.64;ἐσκήνουν κ. τάξεις X.Cyr.2.1.25
;αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr. 1013
; κ. κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κ. πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1:στρατιὰ κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr. 247a
; laterοἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72
(i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.;ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20
(ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος word by word, Ar.Ra. 802; κατ' ὄνομα individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κ. κρήνην at each fount a boy, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).2 of Time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα 111; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.;κ. μῆνα POxy.275.18
(i A.D.).3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, individually, Hdt.7.104 (later detailed list,PTeb.
47.34 (ii B.C.), etc.); κ. μίαν τε καὶ δύο by ones and twos, Hdt.4.113; ; ; κ. τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7;κ. διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον
in separate sums of and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κ. μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90;κ. μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12
, cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεισθαι κατά.. , measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κ. τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κ. πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κ. ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κ.ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
;ἔβη κ. δαῖτα Il.1.424
;ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32
, cf. Arist.Ath.11.1; κ. Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.;ἵεται κ. τὴν φωνήν Hdt.2.70
; κ. θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31;κ. πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31
;καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2
; κ. τί; for what purpose? why? Ar.Nu. 239.2 of pursuit,κ. πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89
; simply κ. τινά after him, Id.1.84;ἰέναι κ. τοὺς ἄλλους Id.9.53
; κατ' ἴχνος on the track, S.Aj.32, A.Ag. 695 (lyr.);ὥσπερ κατ' ἴχνη κ. τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd. 115b
.3 Geom., in adverbial phrases, κ. κάθετον in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι in the same straight line with.., Papp. 58.7.IV of fitness or conformity, in accordance with,κ. θυμόν Il.1.136
; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, 9.108;κ. νόον πρήξωμεν Hdt.4.97
; κ. μοῖραν as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κ. κόσμον, 10.445, 472;κ. νόμον Hes.Th. 417
;κὰν νόμον Pi.O.8.78
;κ. τοὺς νόμους IG22.1227.15
; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κ. φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp. 336, Eu. 686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53;κ. τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30
, cf. 9.38; κ. φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ.. for no other reason but that.., Pl.Phdr. 229d; κ. δύναμιν to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. ( κὰδ δ. Hes.Op. 336); κ. τρόπον διοικεῖν arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην with goodwill, Hdt.6.108;κ. τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8
, etc.; in quotations, according to,κατ' Αἰσχύλον Ar.Th. 134
;κ. Πίνδαρον Pl.Phdr. 227b
, etc.2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu. 930, 310;τὰ κ. τὸν Τέλλον Hdt.1.31
; τὰ κ. τὴν Κύρου τελευτήν ib. 214; τὰ κ. πόλεμον military matters, Aeschin.1.181; αἱ κ. τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις ) the management of public affairs, Din. 1.97;τὰ κ. τὰς θυσίας SIG506.7
(Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ as far as I am concerned, D.18.247; κ. τοῦτο in this respect, Hdt.5.3, etc.; κ. ταὐτά in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι so far as, Th.1.82, etc.3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233;μέλος κ. Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67
; κ. Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κ. πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av. 1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr. 890;οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th. 425
;λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
; οὐ κατὰ σέ none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg. 467c);τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5
;οὐ κ. τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169
;ἡ βασιλεία κ. τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol. 1310b3
: freq. after a [comp] Comp.,μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
, cf. Pl.Ap. 20e, etc.; μείζω ἢ κ. δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κ. Θρήϊκας morerefined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.V by the favour of a god, etc.,κ. δαίμονα Pi.O.9.28
, cf. P.8.68;κ. θεῖον Ar.Eq. 147
codd. (κ. θεὸν Cobet);κ. τύχην τινά D.48.24
.VI of round numbers (v. infr. v11.2), nearly, about,κ. Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600
years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν next to nothing, Pl.Plt. 302b.VII of Time, during or in the course of a period,κ. τὸν πόλεμον Hdt.7.137
; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch. 818, Ag. 668;κατ' εὐφρόνην Id.Pers. 221
; κ. Χειμῶνα, κ. θερείαν, PLille 1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).2 about,κ. τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131
, etc.;κ. τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58
; esp. with names of persons, κ. Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134;κ. τὸν κ. Κροῖσον Χρόνον Id.1.67
; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην)ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146
(v.l. κατ' ἐκ. τὸν Χρόνον); κ. τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8
; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.3 καθ' ἕτος this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 ([place name] Lampsacus).VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κ. τάχος, = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κ. κράτος by force, X.HG2.1.19, etc.; κ. μέρος partially, Arist.Po. 1456a16; individually, severally, Pl.Tht. 157b, Lg. 835a; κ. φύσιν naturally, Hdt. 2.38, Pl.R. 428e; κ. τὴν τέχνην skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν [ ἐστι] it is not pleasant for me to tell you, A.Pr. 263.C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.I downwards, down, as inκαταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1
.III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.IV back, back again, as inκάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω 11
.V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.VI sts. to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω bewail.VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in .F κατά as a Prep. was shortd. in some dialects, esp. in [dialect] Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sts. changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syll. sts. disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the [dialect] Dor. forms καβαίνων, κάπετον.------------------------------------κατά [(B)], -
104 κατάποσις
A gulping down, swallowing, Pl.Ti. 80a, Arist. PA 690b28, Gal.10.506;τῆς τροφῆς Aret.CA1.4
;τοῦ Κρόνου τῶν παίδων Sallust.4
(pl.); [ τέχνης] Chrysipp.Stoic.2.257.II gullet, Muson.Fr.18A p.97 H., Epict. Gnom.22, Dsc.3.80, Sor.1.86, Xenocr. ap.Orib.2.58.93, Aret.SD1.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάποσις
-
105 κηδεμονεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεμονεύω
-
106 κλαυθμός
κλαυθμ-ός, ὁ, = foreg., Il.24.717, Od.4.212, 801, 17.8, A.Ag. 1554 (pl., lyr.), Hdt. 1.111, 3.14, etc.;Aκλαυθμοὶ παίδων Arist.Pol. 1336a35
, cf. LXX Ge.45.2, al., Ev.Matt.8.12, Plu.Rom.19;κ. μετὰ δακρύων D.S.32.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλαυθμός
-
107 κοινότης
A sharing in common, community,τῶν γυναικῶν καὶ παίδων καὶ τῆς οὐσίας Arist.Pol. 1274b10
; ἡ περὶ τὰ τέκνα κ. καὶ τὰς γυναῖκας ib. 1266a34; κ. φωνῆς common language, i.e. not peculiar or dialectal, Isoc.15.296, cf. D.H.Th.54, Pomp.2.2 common or universal quality, Pl.Tht. 208d, Plot.1.3.4; opp. ἰδιότης, Epicur.Ep. 1p.17U.;κ. τοῦ ἵππου A.D.Pron.26.20
: pl., common features, Phld. Ir.p.71 W., Mort.34, Plu.Comp.Lyc.Num.1; esp.in Medicine, term of the 'Methodic' school, Gal.1.80, al., cf. Plu.2.129d (pl.).3 generality, vagueness,τῶν ὁμολογιῶν D.H.2.39
, etc.; ambiguity,ὀνόματος Epicur.Nat.14.10
, cf.Demetr.Lac.Herc.1014.48, Diog.Oen.27.II in Politics, absence of privileges or distinctions, πολιτείας (sc. δημοκρατίας)ἣ μάλιστα κοινότητα δοκεῖ προῃρῆσθαι And.4.13
.III Gramm., use of a common word in two clauses, esp. in phrase ἐν κοινότητι παραλαμβάνεσθαι, A.D.Synt.122.27, al.IV concrete, the general body of a βουλή, POxy.2110.29 (iv A.D.).2 κ. τῶν ἀγρευτῶν, = κοινόν (cf.κοινός 11.2b
), Sammelb.6704.4, al. (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινότης
-
108 κοινώνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινώνησις
-
109 μάρναμαι
Aμάρνασαι Pi.N.10.86
,μάρναται Il.4.513
, ; imper.μάρναο Il.15.475
; subj.μαρνώμεσθα Hes.Sc. 110
; opt.μαρναίμεθα Od.11.513
; inf.μάρνασθαι Il.5.33
, E.Tr. 731; part.μαρνάμενος Il.3.307
, Tyrt.12.33, E.Ph. 1574 (lyr.): [tense] impf.ἐμαρνάμην Anacreont.12.11
; -αο, -ατο, Od.22.228, Il.12.40 ([dialect] Ep.μάρνατο 11.498
); [ per.] 3 dualἐμαρνάσθην 7.301
; pl.ἐμαρνάμεσθα E.Ph. 1142
, IT 1376; poet.μαρνάμεθα Od.3.108
, B.5.125,μάρναντο Il.13.169
: only [tense] pres. and [tense] impf.:—fight, do battle, τινι with, against another, Il.15.475, etc.;ἐπί τινι 9.317
; ; σύν τινι together with another, on his side, Od.3.85; ἀμφί τινα about a fallen hero, Il.16.775; περί τινος for or about a person, ib. 497;ἐναντίοι ἀλλήλοισι νίκης καὶ κράτεος πέρι μ. Hes.Th. 647
; γῆς πέρι καὶ παίδων Tyrt.l.c.; περὶ δορᾶς Κουρῆσι B.l.c.; μήλων ἕνεκ' Hes.Op. 163: c. dat. instrum., ἔγχεϊ, χαλκῷ μ., Il.16.195, 497; φασγάνῳ, δορί, Pi.P.9.21, E.Med.l.c.2 of boxers, Od.18.31.3 quarrel, wrangle, Il.1.257.4 contend, strive, Pi.P.2.65; ἀμφ' ἀρεταῖσι, ἐσλοῖσι πέρι, Id.O.5.15, N.5.47; κασιγνήτου πέρι ib.10.86; μ. φυᾷ strive with all one's natural powers, ib.1.25.—[dialect] Ep. and Lyr. Verb, used also by E.; cf. βάρναμαι. (Cf. Skt. mṛṇā´ti 'crush'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μάρναμαι
-
110 μίξις
A mixing, mingling,μ. τε διάλλαξίς τε μιγέντων Emp. 8.3
, cf. Pl.Phlb. 47d, al., Arist.GA 327a30, etc.;τινὶ πρός τι Pl.Sph. 260b
;πάσας μ. μείγνυσθαι Id.R. 620d
.II intercourse with others, esp. sexual intercourse or commerce, Hdt.1.203, al.; [γυναικῶν] ἐπίκοινον τὴν μ. ποιεῖσθαι Id.4.172
;ὄνων πρὸς ἵππους Anacr.35
;ἄρρενος πρὸς ἄρρεν, θήλεος πρὸς θῆλυ μ. Plu.2.990d
; ἡ τῶν παίδων μ. union for the sake of.., Pl.Lg. 773d. (In codd. sts. μῖξις, for which [full] μεῖξις shd. prob. be restd. in Prose:—with μεῖξις: μίξις, cf. φεῦξις: φύξις.) -
111 μνημεῖον
A memorial, remembrance, record of a person or thing,μνημήϊα καταλιπέσθαι Hdt.2.126
, 135;λόγων φερτάτων μ. Pi.P.5.49
, cf. A.Th.49, etc.; μνημεῖα ὅρκων a record of the oaths, E.Supp. 1204;μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀΐδια Th.2.41
; μνημεῖα τῆς δαπάνης visible memorials, Arist.Pol. 1321a40;ἐνομίζομεν τὰς συμφορὰς ἱκανὰ μ. τῇ πόλει καταλελεῖφθαι, ὥστε μηδ' ἄν.. ἐπιθυμεῖν Lys.34.1
; τὰ παίδων μαθήματα θαυμαστὸν ἔχει τι μ. the lessons of childhood cling strangely to the memory, Pl.Ti. 26b; μνημεῖα καταλειφθῆναι τῶν μελλόντων ἔσεσθαι to be left behind as reminders of things to come, Id.Phdr. 233a.2 of one dead, Simon.106 (pl.);μνημεῖ' Ὀρέστου.. προσθεῖναι S.El. 933
; of an urn containing the ashes of the dead, ib. 1126; ;τάφων τε καὶ τῶν ἄλλων μ. Pl.R. 414a
; tomb, LXX Jo.13.6, Ev.Jo.5.28, SIG1234, etc.: generally, monument, Th.1.138, Pl.Criti. 120c (pl.), X.HG2.4.17, IG14.1932 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνημεῖον
-
112 νέος
νέος, νέα, [dialect] Ion. νέη, νέον; [dialect] Ion. [full] νεῖος (q.v.): [fem. νέας as monosyll., A.Th. 327 (lyr.); [var] contr. fem.1 young, youthful (of children, youths, and of men at least as old as 30, v. X.Mem.1.2.35),ν. πάϊς Od.4.665
;κοῦροι ν. Il.13.95
;ν. ἀνήρ 23.589
: alone, youths,1.463
, Hes.Sc. 281, etc.: later mostly with Art., , etc.: prov., ὁ ν. ἔσται ν. 'boys will be boys', Lib.Ep.910.3; οἱ ν., corporately organized, SIG831.8 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἔφηβοι, παῖδες, ib.589.38 (Magn.Mae., ii B.C.): opp.γέρων, ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Il.2.789
, etc.;ἢ ν. ἠὲ παλαιός 14.108
, cf. Od.1.395, etc.; opp. γεραίτερος, 3.24; opp. προγενέστερος, 2.29; opp. γεραιός, X.Lac.1.7; εὐθὺς ἐκ νέου ἐθίζειν from youth upwards, Pl.Grg. 510d, etc.;ἐκ νέων παίδων Id.Lg. 887d
;ἐκ νέων ἐθίζεσθαι Arist.EN 1103b24
; ἐκ νέας (sc. ψυχῆς) Pl.R. 409a; τὸ ν., = νεότης, youth (in the abstract), S.OC 1229 (lyr.), E. Ion 545: also in concrete sense, τὸ ν. ἅπαν all young creatures, Pl.Lg. 653d;οὐ δύναται τὸ ν. ἡσυχάζειν Arist.Pol. 1340b29
;σκιρτητικὸν τὸ ν. Corn. ND20
; also, of minors,νέου ὄντος ἔτι Th.1.107
; cf. νεώτερος.b rarely of animals and plants, ὄρπηκες, ἔρνος, Il.21.38, Od.6.163;οἱ ν. τῶν νεβρῶν X.Cyn.9.8
.2 suited to a youth, youthful,ἄεθλοι Pi.O.2.43
;ν. θράσος A.Pers. 744
(troch.); ν. φροντίς youthful spirits, E.Med.48;νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένους Lys.24.16
; of persons,ἄφρων νέος τε E.IA 489
, cf. Pl.R. 378a;ν. τε καὶ ὀξύς Id.Grg. 463e
(butδιαφέρει οὐδὲν ν. τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ ἦθος νεαρός Arist.EN 1095a6
).II new, fresh,ν. θάλαμος Il.17.36
;ν. ἄλγος 6.462
;νέῳ.. κόλλοπι Od.21.407
(this sense elsewh. in Hom. only in Adv. νέον, v. infr.);λίνον Alc.15
(dub.);πόνοι.. νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς A.Th. 740
(lyr.), etc.; ;ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ ν. [μέλη] εὐδοκιμεῖ X.Cyr.1.6.38
; ἡ ν. (sc. σελήνη ) the new moon, esp. in phrase ἕνη καὶ νέα, v. ἕνος 2; but μηνὸς τῇ ν. (sc. ἡμέρᾳ) on the first day of the month, Pl.Lg. 849b;ν. ἦμαρ A.R.4.1479
: in this sense rarely of persons,ὁ ν. ταγὸς μακάρων A.Pr.96
(anap.), cf. Ar. Pl. 960;οἱ ν. θεοί A.Eu. 721
; cf. νεώτερος.2 of events, etc., new, with collat. notion of unexpected, strange, untoward, evil, τί ν.; Id.Ag.85 (anap.);προσδοκῶ τι γὰρ ν. E.Supp.99
; μῶν τι βουλεύῃ ν.; S.Ph. 1229, cf. 554, E.Hipp. 794, Ba. 362. Th.5.50. etc.:ἀπροσδοκήτους καὶ ν. λόγους A.Supp. 712
;καινὰ ν. τ' ἄχη Id.Pers. 665
(lyr.): this sense is more common in [comp] Comp., v. νεώτερος.III neut. νέον as Adv. of Time, lately, just now, opp. both to distant past and present,παῖδα ν. γεγαῶτα Od.19.400
, cf. Il.3.394;ν. κρατεῖν A.Pr. 35
, 955, etc.: also used Adverbially with the Art., καὶ τὸ πάλαι (v.l. παλαιόν)καὶ τὸ ν. Hdt.9.26
: in Prose νεωστί (q.v.): rarely [comp] Comp. Adv. νεωτέρως, Pl.Lg. 907c: [comp] Sup. most recently,Th.
1.7; also ἐκ νέας, [dialect] Ion. αὖτις ἐκ νέης, anew, afresh, Hdt.1.60, 5.116. -
113 ξυνήων
ξῡνήων, ονος, ὁ, [dialect] Dor. [full] ξυνάων [pron. full] [ᾱ], ξυνάν; [dialect] Ion.[full] ξυνέων ; [dialect] Att. [full] ξυνών:—A joint-owner, partner, c. gen.,κακῶν ἔργων Hes.Th. 595
; ἔργων ἀργαλέων ib. 601 ; ἑλκέων ξυνάονες, i.e. afflicted by sores, Pi.P.3.48 : abs., friend,Id.
N.5.27 ; ; παρθένου σέβας ἤμειψα, παίδων δ' ἐζύγην ξυνάονι prob. in A.Fr.99.6 ; δυσὶν ζευχθεῖσα φίλοις ξυνάοσι τέκνων, i.e. having married two husbands, Epigr.Gr. 241a3 ([place name] Smyrna).II as Adj., ἅλα ξυνέωνα the salt on the common table, Alex.Aet.3.15. -
114 οὐλόμενος
οὐλόμενος, η, ον, poet. (metri gr.) for ὀλόμενος, [tense] aor. part. of ὄλλυμαι, used as a term of abuse,A accursed, i.e. one of or to whom the word ὄλοιτο (or ὄλοιο) may be used (opp. ὀνήμενος), Il.14.84;ἄλοχος Od.4.92
;μῆνις Il.1.2
;Ἄτη 19.92
;φάρμακον Od.10.394
;γαστήρ 15.344
; , etc.;νοῦσος Pi.P.4.293
; ἔριδες, ὕβρις, Thgn.390, 1174;Νεῖκος Emp.17.19
: used by Trag. in lyr.,στένω σετᾶς οὐ. τύχας A.Pr. 399
; ; also in trim. in unlengthd. form,ὀλόμενε παίδων, ποῖον εἴρηκας λόγον
;Trag.Adesp.
2 (= S.Fr. 185).II ruined, lost: hence, unhappy, wretched, ; in lit. sense,ἃ πλείστους ἔκανεν Ἑλλάνων δορὶ παρὰ ποταμὸν ὀλομένους E.Or. 1307
; πύργων ὀλομένων (v.l. οὐλ.) Id.IT 1109;τίς ἄρα μ'.. πατρίδος οὐλομένας ἀπολωτιεῖ
;Id.
IA 792 (in the two last passages Erfurdt conjectured ὀλλυμένων, ὀλλυμένας); [dialect] Aeol. [full] ὠλόμενος dub. sens. in Alc.Oxy. 1788Fr.4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλόμενος
-
115 πάλη
A wrestling, Il.23.635;ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν Od. 8.206
:κρατέων πάλα Pi.O.8.20
;νικᾶν πυγμὴν καὶ π. E.Alc. 1031
. cf. Hp.Acut.(Sp.) 62, Th.1.6, Pl.Lg. 795b, Plu.2.638d, Antyll. ap. Orib. 6.28.3;τίνα π. ἐμάνθανες
;Ar.
Eq. 1238; παίδων, ἐφήβων νεωτέρων, μέσων, πρεσβυτέρων, ἀνδρῶν π., SIG 959 ([place name] Chios), cf. IG5(2).549.16,30 (Lycosura, iv B. C.), etc.2 generally, fight, battle,ἅπτειν πάλην τινί A.Ch. 866
(anap.);π. δορός E.Heracl. 159
.------------------------------------A the finest meal,π. ἀλφίτου Hp.Mul.1.64
, cf. Ruf.Ren.Ves.6.7, Arching. ap. Gal.12.791;π. πυρίνη Lycus
ap. Orib.9.51.1;νάρθηκος πάλαι Zopyr.
ap. eund.14.61.1.2 any fine dust,ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ Pherecr.60
, cf. Hsch. (Cf. Lat. pollen, pulvis.) -
116 παραγωγή
παραγωγ-ή, ἡ,2 production in court,παίδων καὶ γυναικῶν Hermog.Stat.3
;συμβολαιογράφου ἢ μαρτύρων Cod.Just.4.21.16.2
.3 in Tactics, deploying from column into line, X.Lac.11.6 (pl.), Plb.10.23.5.4 π. τῶν κωπῶν sliding motion of the oars, so that they made no splash in coming out of the water, X.HG5.1.8; drawing along of the hands in massage, Herod.Med. ap. Orib.6.20.9.5 in Surgery, coaptation in reducing a dislocation, Hp.Art.22 (pl.), Orib.49.27.5; in setting a fracture, Gal.10.430.6 supplying, furnishing,ἡ π. τοῦ ὑγροῦ τῷ ὕδρωπι Metrod. Fr.46
K., cf. PRyl. iipp.255,421, BGU 362 viii 9 (iii A. D.).II leading astray, misleading, τῆς ἀπάτης τῇ π. by the seduction of the fraud, deception practised, Hdt.6.62: freq. in Oratt., false argument, quibble, D.23.95,219 (pl.); λόγος ταῦτα καὶ π. τοῦ πράγματος attempt to mislead as to the facts, Id.30.26;οὐ περιπλοκαὶ οὐδὲ π. Plu.Fab.3
;ἐπὶ παραγωγῇ Eus.Mynd.63
.III Gramm., derivation, A.D.Synt.192.3, Adv.146.9 (pl.); π. Ἀττική ( ἀγειρέθω from ἄγω) EM8.23; formation,ἡ π. ἡ διὰ τοῦ φι A.D.Adv.194.22
; inflexion,ἡ ἐν τοῖς ὀνόμασι π. Id.Pron.18.14
.3 generally, derivation, production, creation, Iamb.Myst.3.22, Dam.Pr.39.IV ( παράγω B) coming to land, Plb.8.5.4.2 march in battle-order, Ascl. Tact.10.1, 11.1, etc.: concrete, body of troops on the march, Arr.Tact.29.2, Ael.Tact.37.2.4 evasion, delay,π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν Plu.Sull. 28
;εὐλάβεια καὶ π. Id.Luc.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγή
-
117 παρατρέφω
Aπαρέθρεψα Hdn.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor. 2παρετράφην Men.866
:— feed beside or with one,τὸν βουλόμενον Timocl. 9.2
; maintain in addition, Arist.Ath.62.2, PSI6.571.15 (iii B. C.); ἵππους, κύνας, Plu. 2.830c, cf. Ael.NA3.1 ([voice] Pass.):—[voice] Pass., of slaves, etc., to be brought up with the children, Posidon.36 J., Harp. s.v. μόθωνας ; οὐχ αὑτῷ παρετράφην ἀλλά σοι Men. l. c.; of concubines, live with the wives, Plu.Art.27; of men and animals, feed at another's expense, D.19.200, Men.244, Plu.2.13c.3 [voice] Pass., to be educated,ἐν φιλοσοφία Plu.2.37e
, 138c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρέφω
-
118 παρίημι
Aπαρήσω Hdt.7.161
, S. Ant. 1193 : [tense] aor. 1 : [ per.] 3pl. [tense] aor. 2 ; part. : [tense] pf. παρεῖκα (v. infr.) ;παρῆκα Thphr. HP5.3.6
:—[voice] Pass., [tense] aor. 1παρείθην Il.23.868
; inf.παρεθῆναι D.21.105
: [tense] aor. 2 : [tense] pf. :—let fall at the side, let fall,πὰρ δ' ἴεισι τὰ πτέρα Sapph.16
;τὴν χεῖρα παρεικώς Clearch.25
;παρεῖσ' ἐμαυτήν S. El. 819
;π. ἀπ' ὀμμάτων πέπλον E. HF 1203
(lyr.) ;τὸ μάργον τῆς γνάθου Id.Cyc. 310
:—[voice] Pass., ἡ δὲ παρείθη μήρινθος ποτὶ γαῖαν it hung down to earth, Il.23.868.II pass by, pass over, ;π. κλύδων' ἔφιππον S. El. 732
, cf. D.18.263 ;π. τι ἄρρητον Pl.Lg. 754a
:—[voice] Pass.,περὶ μὲν τούτου παρείσθω Plb.2.59.3
.2 pass unnoticed, disregard, τι Pi.P.1.86, Hdt.1.14, A. Ag. 291, Ch. 925, 1032, S. Ant. 1193, etc.;τὰ παθήματα.. παρεῖσ' ἐάσω Id.OC 363
:—[voice] Pass.,παίδων πόθος παρεῖτο Id.El. 545
;μηδαμῇ παρεθῆναι D.21.105
: c. inf., omit to do,παρέντα τοῦ μὲν τὸ φρόνιμον ἐγκωμιάζειν, τοῦ δὲ τὸ ἄφρον ψέγειν Pl. Phdr. 235e
, cf. PCair.Zen.369.2 (iii B.C.), Iamb. Comm.Math.1 : with a neg.repeated,μὴ παρῇς τὸ μὴ οὐ φράσαι S. OT 283
: c. part.,οὐ παρίει σείων ὁ θεός Paus.3.5.9
: abs.,αἰ δέ κα παρῇ Berl.Sitzb.1927.169
([place name] Cyrene):—[voice] Med., neglect, E. HF 778 (lyr.);τὸν δῆμον D.C.51.5
.3 of Time, let pass,τὸν χειμῶνα Hdt.1.77
;ἕνδεκα ἡμέρας Id.7.183
;νύκτα μέσην Id.8.9
;τὸν καιρόν Th.4.27
, etc.III relax,τοὺς τερθρίους παρίει Ar. Eq. 440
; οἶνος παρίησι weakens, D.L.9.86 ; remit, γόον, πόθον, χόλον, E. Supp. 111, Tr. 650, IA[ 1609] ; give up,μελέτας Th.1.85
; τὸν φελλόν give up the use of.., Thphr.l.c.:—[voice] Pass., to be relaxed, weakened,κόπου δ' ὕπο.. παρεῖται E. Ba. 635
;κόπῳ παρεῖμαι Id.Ph. 852
;παρειμένος νόσῳ Id.Or. 881
; ; ;σώμασι παρειμέναι E. Ba. 683
;παρειμένα μέρη τοῦ σώματος Dsc.3.73
, cf. Aret. SD1.7, etc.;καὶ δὴ παρεῖται σῶμα E. Supp. 1070
;τῷ λίαν παρειμένῳ Id.Or. 210
;τὰ σώματα παρειμένοι D.S.14.105
;ὥστε καὶ τοῦ σώ ματός τι παρεθῆναι D.C.68.33
.2 τοῦ ποδὸς παρίει slack away the sheet, Ar.Eq. 436 : so perh. metaph., τοῦ μετρίου παρείς letting go one's hold of moderation, i. e. giving it up, S.OC 1212 (lyr.).3 remit punishment,τιμωρίαν Lycurg. 9
([voice] Pass.) ; pardon,τὴν συμφοράν Ar.Ra. 699
:—[voice] Pass., ἐποίησεν παρεθῆμεν ([dialect] Dor. for παρεθῆναι ) secured our release from the obligation, IG42(1).66.47 (Epid., i B.C.): c. gen., (Ilium, iB.C.).IV yield, give up,νίκην τινί Hdt.6.103
, cf. A.Ag. 943 ;τυραννίδα τινί E. Ph. 523
;αὑτοὺς κυμάτων δρομήμασιν Id.Tr. 693
;π. τινὶ τὴν ἀρχήν Th.6.23
, cf. Arist. Pol. 1285b15; οὐδὲ δεῖν δυνάμενον ἄρχειν παριέναι τῷ πλησίον ib. 1325a37 ; leave a thing to another,σοὶ παρεὶς τάδε S. Ph. 132
;Ζεὺς τὰ μικρὰ.. ἄλλοις δαίμοσιν παρεὶς ἐᾷ Trag.Adesp.353
:—[voice] Med., give up, ; resign,στρατηγίαν D.C.39.23
, etc.:—[voice] Pass., [γῆ] παρειμένη left in private ownership, PHib.1.53.5 (iii B. C.).2 permit, allow, c. dat. pers. et inf.,ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν Hdt.7.161
, cf. S. El. 1482, Ar. Eq. 341, Arist. Pol. 1336b29 : c. subj., πάρες ὑπερβῶ suffer me to.., E.Fr. 308 (anap.): abs. (the inf. being understood), S. OC 591, Ar.Eq. 340, Pl.Smp. 199c, etc.; μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος do not allow them to have cause to reproach thee, S. Ph. 967 ; παρῆκεν, ὥστε βραχέα μοι δεῖσθαι φράσαι has allowed that there should be but little for me to say, Id.OC 570.V allow to pass, admit,οὐδεὶς ὅστις οὐ παρήσει [ἡμέας] Hdt.3.72
, cf. 4.146 ; π. ἐς τὴν Ἑλλάδα τοὺς βαρβάρους, τὸν Μαρδόνιον ἐπὶ τὴν Ἑ., Id.8.15, 9.1 ; Ἄδραστον εἰς γῆν π. E.Supp. 468 ;λόγον π. εἰς τὸ φρουρίον Pl.R. 561b
; μὴ παρίωμεν εἰς τὴν ψυχήν let us not admit [ the thought], Id.Phd. 90e :—[voice] Med., βαρβάρους εἰς τὰς ἀκροπόλεις παρεῖνται have admitted them into their very citadels, D.15.15 ; of innkeepers, admit,τοὺς καταλύτας ἡμιασσαρίου Plb.2.15.6
.VI [voice] Med., obtain the leave of a magistrate,παρέμενος τοὺς ἄρχοντας Pl. Lg. 742b
, cf. 951a.2 beg to be excused or let off something, οὐδέν σου παρίεμαι I ask no quarter, Id.R. 341b ; οὐκ ἂν παρείμην οἷσι μὴ δοκῶ φρονεῖν I ask no favour of them, S.OC 1666 ; so παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν I ask pardon.., E. Med. 892 ;τοῦτο ὑμῶν δέομαι καὶ παρίεμαι Pl. Ap. 17c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρίημι
-
119 παχύς
A- έα Hp.Superf.21
), ύ, thick, stout,χειρὶ παχείῃ Il. 5.309
, etc. ;παχέος παρὰ μηροῦ 16.473
;παχὺν αὐχένα Od.9.372
;π. πούς Hes.Op. 497
; of trees, ib. 509 ;ῥίζα Thphr.HP6.3.1
; later of persons, περὶ σφυρὸν παχεῖα, μισήτη γυνή thick-ankled, Archil.184 ; fat,οἱ παχύτατοι τῶν παίδων Hp.Aph.3.25
; π. γυνή Id.Superf. l.c.; χοῖρος π., ὗς π., Ar.Ach. 766, Men.21 : metaph., of soil, rich, fertile, X.Oec.17.8 ([comp] Comp.) ; π. τράπεζα a well-spread table, Philostr. VA3.26. Adv., παχέως διαιτᾶσθαι ibid.2 of inorganic things, thick, massive,π. λᾶας Il.12.446
;σκῆπτρον 18.416
;αὐλὸς αἵματος Od.22.18
;θρυαλλίδες Ar.Nu.59
; ; π. δραχμή a thick drachma, i. e. the Aeginetan, which weighed more than the Attic, Poll.9.76, or (Hsch.), = δίδραχμον ; thick, coarse, opp.λεπτός, ἱμάτιον Pl.Cra. 389b
, cf. Poll.7.57,61, etc.; χλαῖναν.. παχεῖαν ἐπιβαλῶ Λακωνικήν Theopomp. Com.10 ; of hair, Arist.HA 502a26 ; π. τὴν σάρκα, of the pig, Jul.Or.5.177c. Adv. coarsely, roughly, of stating or arguing, παχέως ὁρίζεσθαι, prob. for ταχέως, Arist.Pol. 1275b25 ; παχύτερον or - έρως, Pl.Plt. 294e, 295a.3 of liquids, thick, curdled, clotted,αἷμα Il.23.697
;ἀπορρέει.. παχὺ καὶ μέλαν Hdt.4.23
; of marshwater, Hp.Aër.7 ; of urine, Id.Prog.12 ;τὸ παχύτερον τῶν γαλάκτων Arist.HA 521b28
;τὸ παχὺ τῆς δυνάμεως [τῶν οἴνων] Ath.1.33b
.b τὰ παχέα καλούμενα νοσήματα, of certain diseases supposed to be due to thickened phlegm, Hp.Int.47,al.4 in Com., fat, great, π. πρᾶγμα, χάρις, Ar.Lys.23, Ec. 1048.5 of timbre, thick, opp. λεπτός, Arist.Aud. 803b29, cf. 804a10 ([comp] Comp.). Adv.,κορώνη παχέα κρώζουσα Arat.953
.6 of speech, coarse, heavy,διάλεκτος παχυτέρα D.H.Pomp.2
;παχύτερος τὴν λέξιν Id.Is.19
;παχύτερον ποιεῖν τὸν λόγον Hermog.Id.1.6
.7 of flame, dull, Thphr.HP5.9.3.II οἱ παχέες men of substance, the wealthy, Hdt.5.30,77,6.91 ; ; ὃς ἂν ᾖ π. Id.Eq. 1139 ; ἀνὴρ π. Id.V. 287 ; cf. πάχης.III Com. and Prose, thick-witted, gross, stupid, ἀμαθὴς καὶ π. Id.Nu. 842 ;τὸ τῶν παχυτέρων πλῆθος Phld.Rh.1.202
S.; π. καὶ ἠλίθιοι, π. καὶ ἀπαίδευτοι, Luc.Alex.9,17 ;ἐς τὰς τέχνας π. καὶ οὐ λεπτοὶ οὐδὲ ὀξέες Hp.
Aër.24 ;π. τὴν μνήμην Philostr.VS2.1.10
; π.λόγος Gal.8.606
. Adv.,παχύτερον ἔχειν τῆς ἀκοῆς Hld.5.18
.IV prov., πηλοῦ παχύτερος, of a dullard, Eun.Hist.p.265 D.V Adv. - έως, v. supr. -
120 περί
περί, Thess., Delph. περ IG9(2).517.17 (iii B.C.), al., Schwyzer 323 A4 (v/iv B.C.), also [dialect] Aeol., v. infr. A. V ; Elean παρ ib.413.4: Prep. with gen., dat., and acc.:—A round about, all round (prop. different from ἀμφί, on both sides). (Cogn. with Skt. pári 'round about'.)A WITH GENITIVE,I of Place, sts. in Poets, round about, around,τετάνυστο π. σπείους ἡμερίς Od.5.68
;τείχη π. Δαρδανίας E. Tr. 818
(lyr., s.v.l.);εἴλυμα π. χροός A.R.2.1129
: rarely, like ἀμφί, on both sides, v. περιβαίνω 1 fin.II to denote the object about or for which one does something:1 with Verbs of fighting or contending, π. τινός for an object—from the notion of the thing's lying in the middle to be fought about, π. τῶνδε for these prizes, Il.23.659 ;π. πτόλιος.. μαχήσεται 18.265
; π. Πατρόκλοιο θανόντος ib. 195, cf. 17.120;π. σεῖο 3.137
;π. νηὸς ἔχον πόνον 15.416
; ἀμύνεσθαι π. πάτρης, π. νηῶν, π. τέκνων, 12.243, 142, 170, etc.; δόλους καὶ μῆτιν ὕφαινον, ὥς τε π. ψυχῆς since it was for my life, Od.9.423 ;π. ψυχῆς θέον Ἕκτορος Il.22.161
;π. ψυχέων ἐμάχοντο Od.22.245
; in Prose, τρέχειν π. ἑωυτοῦ, π. τῆς ψυχῆς, Hdt.7.57,9.37;ἀγῶνας δραμέονται π. σφέων αὐτῶν Id.8.102
;νεναυμάχηκε τὴν π. τῶν κρεῶν Ar. Ra. 191
; <τὸν> π. τοῦ παντὸς δρόμον θέοντες Hdt.8.74
; κινδυνεύειν π. τινός ibid., etc.;οὐ π. τῶν ἴσων ὁ κίνδυνός ἐστι X.HG7.1.7
; and without a Verb,π. γῆς ὅρων διαφοραί Th.1.122
;π. πάντων ἀγαθῶν ὁ ἀγών X.Cyr. 3.3.44
, cf. S.Aj. 936(lyr.), etc.;μάχη π. τινός Pl.Tht. 179d
;ἐπειγόμενοι π. νίκης Il.23.437
, cf. 639, Hdt.8.26 ;πεῖραν θανάτου π. καὶ ζωᾶς ἀναβάλλεσθαι Pi.N.9.29
;π. θανάτου φεύγειν Antipho 5.95
; but ἐρίσσαι π. μύθων contend about speaking, i. e. who can speak best, Il.15.284 ;καὶ ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον π. τόξων Od.8.225
, cf. 24.515.2 with words which denote care or anxiety, about, on account of,π. Τρώων.. μερμηρίζειν Il.20.17
;ἄχος π. τινός Od.21.249
;φόνου π. βουλεύειν 16.234
;φροντίζειν π. τινός Hdt.8.36
, etc.;κήδεσθαι π. τ. S.Ph. 621
;δεδιέναι π. τ. Pl.Prt. 320a
, etc.;ἀπολογεῖσθαι π. τ. X.Cyr.2.2.13
; κρίνειν, διαγιγνώσκειν π. τ., Pi.N.5.40, Antipho 5.96; π. τ. ψηφίζεσθαι, διαψηφίζεσθαι, ψῆφον φέρειν, IG12.57.42, X.HG2.3.50, Lycurg.11 ;βουλεύεσθαι π. τῆς κοινῆς σωτηρίας Isoc.5.69
;π. Μεθωναίων IG12.57.49
; διανοεῖσθαι, σκοπεῖν π. τινός, Pl.Phdr. 270d, Phd. 65e;μαντεύεσθαι π. τ. Hdt.8.36
, cf. S.Tr.77 ; π. πότου γοῦν ἐστί σοι; so with you it is a question of drink? Ar.Eq.87, cf. Plu.2.43b.3 with Verbs of hearing, knowing, speaking, etc., about, concerning,π. νόστου ἄκουσα Od.19.270
;οἶδα γὰρ εὖ π. κείνου 17.563
;π. πομπῆς μνησόμεθα 7.191
;π. πατρὸς ἐρέσθαι 1.135
, 3.77 ; π. τινὸς ἐρέειν, λέγειν, λόγον ποιήσασθαι, etc., Hdt. 1.5, S.OT 707, X.Cyr.1.6.13, etc.;λέγειν καὶ ἀκούειν π. ἑκάστου Th.4.22
, etc.;λόγος π. τινός Pl.Prt. 347b
, etc.;ἡ π. τινὸς φήμη Aeschin.1.48
; π. τινὸς ἀγγεῖλαι, κηρῦξαι, S.El. 1111, Ant. 193 ; π. τινὸς διελθεῖν, διεξελθεῖν, διηγεῖσθαι, Isoc.9.2, Pl.Plt. 274b, Euthphr.6c, etc.;παίζειν π. τινός X.Mem.1.3.8
;ἐμπειροτέρως ἔχειν π. τινός Aeschin.1.82
;νόμον γράψαι π. τινός X.HG2.3.52
, etc.;νόμῳ χρῆσθαι π. τινός S.Ant. 214
.4 of impulse or motive rather than object, ἐμαρνάσθην ἔριδος πέρι fought for very enmity, Il.7.301, cf. 16.476, 20.253.5 about, in regard to,μεμηνυμένος π. τινός Th.6.53
;οὕτως ἔσχε π. τοῦ πρήγματος τούτου Hdt.1.117
;τὰ π. τῶν Πλαταιῶν γεγενημένα Th.2.6
;τὸ π. τούτου γεγονός Plb.1.54.5
: in Prose freq. without a Verb,ἡ π. τῶν Μαντινικῶν πρᾶξις Th.6.88
; τὰ π. τινός the circumstances of.., ib.32, 8.14,26, etc. (cf. infr. C. 1.5); οὕτω δὴ καὶ π. τῶν ἀρετῶν (sc. ἔχει) Pl.Men. 72c, cf. R. 534b, 551c, etc.; π. τοῦ καταλειφθῆναι τὸν σῖτον as for reserving the corn, PMich.Zen.28.5 (iii B.C.): without the Art., ἀριθμοῦ πέρι as to number, Hdt.7.102; χρηστηρίων δὲ πέρι .. Id.2.54.III before, above, beyond, of superiority, chiefly in [dialect] Ep.,π. πάντων ἔμμεναι ἄλλων Il.1.287
;π. δ' ἄλλων φασὶ γενέσθαι 4.375
;τετιμῆσθαι π. πάντων 9.38
;ὃν π. πάσης τῖεν ὁμηλικίης 5.325
;ὃν.. π. πάντων φίλατο παίδων 20.304
;π. πάντων ἴδριες ἀνδρῶν Od.7.108
;κρατερὸς π. πάντων Il.21.566
, cf. 1.417, Od.11.216: in this sense freq. divided from its gen., π. φρένας ἔμμεναι ἄλλων in understanding to be beyond them, Il.17.171, cf. 1.258, Od.1.66 ;π. μὲν εἶδος, π. δ' ἔργα τέτυκτο τῶν ἄλλων Δαναῶν Il.17.279
;π. μὲν κρατέεις, π. δ' αἴσυλα ῥέζεις ἀνδρῶν 21.214
;π. δ' ἔγχει Ἀχαιῶν φέρτατός ἐσσι 7.289
, cf. Pi.O.6.50, Theoc. 25.119.—In this sense π. is sts. adverbial, and the gen. is absent, v. infr. E. II.IV in Hdt. and [dialect] Att. Prose, to denote value, ἡμῖν π. πολλοῦ ἐστι it is of much consequence, worth much, to us, Hdt.1. 120, cf. Antipho 6.3 ; π. πολλοῦ ποιεῖσθαί τινας to reckon them for, i.e. worth, much, Hdt.1.73, X.Mem.2.3.10, etc.; π. πλείονος, π. πλείστου ποιεῖσθαι, Id.An.7.7.44, Cyr.7.5.60 ;π. πλείστου ἡγεῖσθαι Th.2.89
;π. παντὸς ποιεῖσθαι X.Cyr.1.4.1
; π. ἐλάττονος ἡγούμενοι, π. οὐδενὸς ἡγήσασθαι, Lys.2.71,31.31.V [dialect] Aeol. περί and περ = ὑπέρ, στροῦθοι περὶ γᾶς.. δίννεντες πτέρα Sapph.1.10; περ κεφάλας prob. in Alc.93, cf. 18 ;περρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι Theoc.29.25
; also Hellenistic, ὃ διέγραψε Προῖτος περί μου paid on my behalf, PCair. Zen.790.23 (iii B. C.), cf. UPZ57.12 (ii B. C.).B WITH DATIVE (in [dialect] Att. Prose mostly in signf. 11, esp. in Th.),I of Place, round about, around, of close-fitting dresses, armour, etc.,ἔνδυνε π. στήθεσσι χιτῶνα Il.10.21
;χιτῶνα π. χροῒ δῦνεν Od.15.60
;δύσετο τεύχεα καλὰ π. χροΐ Il.13.241
;ἕσσαντο π. χροῒ χαλκόν Od.24.467
;κνημῖδας.. π. κνήμῃσιν ἔθηκε Il.11.17
;βεβλήκει τελαμῶνα π. στήθεσσι 12.401
: in Prose,π. τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας Hdt.7.61
;θώρακα π. τοῖς στέρνοις ἔχειν X.Cyr.1.2.13
; οἱ στρεπτοὶ οἱ π. τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια π. ταῖς χερσί ib.1.3.2. ;π. τῇ χειρὶ δακτύλιον ὄντα Pl.R. 359e
, etc.;χαλκὸς ἔλαμπε π. στήθεσσι Il.13.245
;χιτῶνα π. στήθεσσι δαΐξαι 2.416
;πήληξ.. κονάβησε π. κροτάφοισι 15.648
; in other relations, π. δ' ἔγχεϊ χεῖρα καμεῖται will grow weary by grasping the spear, 2.389 ;δράκων ἑλισσόμενος π. χειῇ 22.95
;κνίση ἑλισσομένη π. καπνῷ 1.317
;π. σταχύεσσιν ἐέρση 23.598
;μάρναντο π. Σκαιῇσι πύλῃσιν 18.453
: rarely in Trag.,π. βρέτει πλεχθείς A.Eu. 259
(lyr.);κεῖται νεκρὸς π. νεκρῷ S.Ant. 1240
.2 in Poets, also, around a weapon, i. e. spitted upon it, transfixed by it,π. δουρὶ πεπαρμένη Il.21.577
;ἐρεικόμενος π. δουρί 13.441
;κυλινδόμενος π. χαλκῷ 8.86
;π. δουρὶ ἤσπαιρε 13.570
;πεπτῶτα π. ξίφει S.Aj. 828
;αἷμα ἐρωήσει π. δουρί Il.1.303
.3 of a warrior standing over a dead comrade so as to defend him,ἀμφὶ δ' ἄρ' αὐτῷ βαῖν', ὥς τις π. πόρτακι μήτηρ 17.4
; ἑστήκει, ὥς τίς τε λέων π. οἷσι τέκεσσι ib. 133 ; Αἴας π. Πατρόκλῳ.. βεβήκει ib. 137, cf. 355 ;π. σκύμνοισι βεβηκώς Ar.Eq. 1039
.II of an object for or about which one struggles (cf. supr. A. 11.1),π. οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι Od.17.471
;μαχήσασθαι π. δαιτί 2.245
;π. παιδὶ μάχης πόνος Il.16.568
;ἄνδρα π. ᾗ πατρίδι μαρνάμενον Tyrt.10.2
;π. τοῖς φιλτάτοις κυβεύειν Pl.Prt. 314a
;π. τῇ Σικελίᾳ ἔσται ὁ ἀγών Th.6.34
codd.;κινδυνεύειν π. αὑτῷ Antipho 5.6
.2 with Verbs denoting care, anxiety, or the opposite (cf. supr. A. 11.2),π. γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι Il.5.566
;ἔδεισεν δὲ π. ξανθῷ Μενελάῳ 10.240
, cf. 11.557;δεδιότες π. τῷ χωρίῳ Th.1.60
, cf. 74, 119, Ar.Eq.27;θαρρεῖν π. τῇ ἑαυτοῦ ψυχῇ Pl.Phd. 114d
, cf. Tht. 148c;π. πλέγματι γαθεῖ Theoc.1.54
.3 generally, of the cause or occasion, on account of, by reason of, ἀτύζεσθαι π. καπνῷ, v.l. for ὑπὸ καπνοῦ in Il.8.183;μὴ π. Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς Hdt.9.101
;π. σφίσιν αὐτοῖς πταῖσαι Th.6.33
;π. αὑτῷ σφαλῆναι Id.1.69
: in Poets, π. δείματι for fear, Pi.P.5.58 ; π. τιμᾷ in honour or praise, ib.2.59; π. τάρβει, π. φόβῳ, A.Pers. 696 (lyr.), Ch.35(lyr.);π. χάρματι h.Cer. 429
:—but π. θυμῷ is f.l. in Hdt.3.50.C WITH ACCUSATIVE,I of Place, prop. of the object round about which motion takes place, π. βόθρον ἐφοίτων came flocking round the pit, Od.11.42 ;π. νεκρὸν ἤλασαν ἵππους Il.23.13
;π. τέρματα ἵπποι τρωχῶσι 22.162
; ἄστυ πέρι.. διώκειν ib. 173, 230 ;ἐρύσας π. σῆμα 24.16
, cf. 51, etc.;π. φρένας ἤλυθ' ἰωή 10.139
;π. φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
: also of extension round, ἑστάμεναι π. τοῖχον, π. βωμόν, Il.18.374, Od.13.187, etc.;λέξασθαι π. ἄστυ Il.8.519
;μάρνασθαι π. ἄ. 6.256
, etc.;φυλάσσοντας π. μῆλα 12.303
; οἳ π. Πηνειὸν.. ναίεσκον, π. Δωδώνην.. οἰκί' ἔθεντο, 2.757, 750;σειρήν κεν π. ῥίον Οὐλύμποιο δησαίμην 8.25
, cf. Od.18.67: in Prose,ἰκριῶσαι π. τὼ ἀγάλματε IG12.371.22
;φυλακὰς δεῖ π. τὸ στρατόπεδον εἶναι X.An. 5.1.9
; π. τὴν κρήνην εὕδειν somewhere near it, Pl.Phdr. 259a, cf. X.Cyr. 1.2.9;εἶναι π. τὸν λαγώ Id.Cyn.4.4
; π. λίθον πεσών upon it, Ar.Ach. 1180; π. αὑτὰ καταρρεῖν collapse upon themselves, D.2.10;ταραχθεῖσαι [αἱ νῆες] π. ἀλλήλας Th.7.23
; πλεῦνες π. ἕνα many to one, Hdt.7.103 ; π. τὸν ἄρξαντα.. τὸ ἀδίκημά ἐστι is imputable to him who.., Antipho 4.4.2 : freq. with a Subst. only, ἡ π. Λέσβον ναυμαχία the sea-fight off Lesbos, X.HG2.3.32 ;οἱ π. τὴν Ἔφεσον Pl.Tht. 179e
;στρατηγοὶ π. Πελοπόννησον IG12.324.18
: strengthd.,π. τ' ἀμφί τε τάφρον Il.17.760
;π. τ' ἀμφί τε κύματα Hes.Th. 848
; cf. ἀμφί c. 1.2.2 of persons who are about one,ἔχειν τινὰ π. αὑτόν X.HG5.3.22
; esp. οἱ π. τινά a person's attendants, connexions, associates, or colleagues,οἱ π. τὸν Πείσανδρον πρέσβεις Th.8.63
; οἱ π. Ἡράκλειτον his school, Pl.Cra. 440c, cf. X.An.1.5.8, etc.; οἱ π. Ἀρχίαν πολέμαρχοι Archias and his colleagues, Id.HG5.4.2, cf. An.2.4.2, etc.; οἱ π. τινά so-and-so and his family, PGrenf.1.21.16 (ii B.C.), etc.; later οἱ π. τινά, periphr. for the person himself, οἱ π. Φαβρίκιον Fabricius, Plu.Pyrrh.20, cf. Tim.13, IGRom.3.883.14 (Tarsus, ii/iii A.D.); cf. ἀμφί C. 1.3.3 of the object about which one is occupied or concerned, π. δόρπα πονεῖσθαι, π. δεῖπνον πένεσθαι, Il.24.444, Od.4.624 (but π. τεύχε' ἕπουσι, tmesis for περιέπουσι, Il.15.555); later mostly εἶναι π. τι, Th.7.31, X.HG2.2.4;γενέσθαι Isoc.3.12
; π. γυναῖκας γενέσθαι Vett. Val.17.20;ὄντων ἡμῶν π. ταύτην τὴν πραγματείαν D.48.6
;διατρῖψαι π. τὴν θήραν X.Cyr.1.2.11
, etc.: less freq.ἔχειν π. τινάς Id.HG7.4.28
, Gal.15.442; in periphr. phrases, οἱ π. τὴν ποίησιν καὶ τοὺς λόγους ὄντες poets and orators, Isoc.12.35 ;οἱ π. τὴν φιλοσοφίαν ὄντες Id.9.8
; οἱ π. τὴν μουσικήν ib.4 ; οἱ π. τὰς τελετάς ministers of the mysteries, Pl.Phd. 69c ; ὁ π. τὸν ἵππον the groom, X. Eq.6.3; cf. ἀμφί C. 1.6.4 round or about a place, and so in,π. νῆσον ἀλώμενοι Od.4.368
, cf. 90;ἐμέμηκον π. σηκούς 9.439
; ἃν π. ψυχὰν γάθησεν in his heart, Pi.P.4.122 ;χρονίζειν π. Αἴγυπτον Hdt.3.61
, cf. 7.131;εὕροι ἄν τις [βασιλείας] π. τοὺς βαρβάρους Pl.R. 544d
, etc.; οἱπ. Φωκίδα τόποι Plb.5.24.12
, etc.5 about, in the case of, τὰ π. τὴν Αἴγυπτον γεγονότα, τὰ π. Μίλητον γενόμενα, Hdt.3.13, 6.26 ;εὐσεβεῖν π. θεούς Pl.Smp. 193a
;ἀσεβεῖν π. ξένους X.Cyr.5.2.10
;ἁμαρτάνειν π. τινάς Id.An.3.2.20
;ἀνήρ ἐστιν ἀγαθὸς π. τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.59.10
;ἄνδρ' ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι π. τὴν πόλιν Ar.Ach. 696
;τοιαύτην γνώμην ἔχειν π. τὸν πατέρα Lys.10.21
;οὐδεμία συμφορὴ.. ἔσται.. π. οἶκον τὸν σόν Hdt.8.102
; ποιέειν or πράττειν τι π. τινά, Id.1.158, Pl.Grg. 507a;τὰ π. Πρηξάσπεα πρηχθέντα Hdt.3.76
;καινοτομεῖν π. τὰ θεῖα Pl. Euthphr.3b
;π. θεοὺς μὴ σωφρονεῖν X.Mem.1.1.20
; σπουδάζειν π. τινά promote his cause, Isoc.1.10: without a Verb,αἱ π. τοὺς παῖδας συμφοραί X.Cyr.7.2.20
;ἡ π. αὑτὸν ἐπιμέλεια Isoc.9.2
;ἡ π. ἡμᾶς ἡνιόχησις Pl.Phdr. 246b
: generally, of all relations, about, concerning, in respect of,π. μὲν τοὺς ἰχθύας οὕτως ἔχει Hdt.2.93
, cf. 8.86;πονηρὸν π. τὸ σῶμα Pl.Prt. 313d
;ἀκόλαστος π. ταῦτα Aeschin.1.42
; γελοῖος π. τὰς διατριβάς ib.126 ;ξυνηνέχθη θόρυβος π. τὸν Ἀστύοχον Th.8.84
; as to (cf. A. 11.5),π. τὸ παρὸν πάθος Pl.Tht. 179c
, cf. Phd. 65a : freq. in place of an Adj., ὄργανα ὅσα π. γεωργίαν, i.e. γεωργικά, Id.R. 370d ;οἱ νόμοι οἱ π. τοὺς γάμους Id.Cri. 50d
;αἱ π. τὰ μαθήματα ἡδοναί Id.Phlb. 51e
; also in place of a gen., οἱ π. Αυσίαν λόγοι the speeches of L., Id.Phdr. 279a; ἡ π. Φίλιππον τυραννίς the despotism of P., X.HG5.4.2 ;ἀκρασίας τῆς π. τὸν θυμόν Arist.EN 1149b19
: in Prose, to denote circumstances connected with any person or thing, τὰ π. Κῦρον, τὰ π. Ἑλένην, τὰ π. Βάττον, Hdt.1.95, 2.113, 4.154 ; τὰ π. τὸν Ἄθων the works at Mount Athos, Id.7.37; τὰ π. τὰς ναῦς naval affairs, Th.1.13; τὰ π. τὴν ναυμαχίαν (v.l. for τῆς ναυμαχίας ) the events of.., Id.8.63;τὰ π. τὸν πόλεμον Pl.R. 468a
;τὰ π. τὸ σῶμα Id.Phdr. 246d
;τὰ π. τοὺς θεούς X.Cyr.8.1.23
, etc.; cf. ἀμφί c.1.4.II of Time, π. λύχνων ἁφάς about the time of lamp-lighting, Hdt.7.215; π. μέσας νύκτας about midnight, X.An.1.7.1; π. πλήθουσαν ἀγοράν ib.2.1.7; π. ἡλίου δυσμάς ib.6.5.32 ;π. τούτους τοὺς χρόνους Th.3.89
, etc.2 of round numbers, π. ἑβδομήκοντα about seventy, Id.1.54;π. ἑπτακοσίους X.HG2.4.5
, etc.D Position: π. may follow its Subst., when it suffers anastrophe,ἄστυ πέρι Il.22.173
;ἔριδος πέρι 16.476
: most freq. with gen.,τοῦδε πράγματος πέρι A.Eu. 630
;τῶνδε βουλεύειν πέρι Id.Th. 248
, etc. (S. only once uses it before its gen., Aj. 150 (anap.)): in Prose,σφέων αὐτῶν πέρι Hdt.8.36
;σοφίας πέρι Pl.Phlb. 49a
;δικαίων τε πέρι καὶ ἀδίκων Id.Grg. 455a
, etc.; , cf. Ap. 19c.E περί abs., as ADV., around, about, also, near, by, freq. in Hom.,γέλασσε δὲ πᾶσα π. χθών Il.19.362
, al.: strengthd., round about,h.Cer.
276, cf. Call.Hec.1.1.13.II before or above others (cf. A. 111), exceedingly, only [dialect] Ep., in which case it commonly suffers anastrophe,Τυδεΐδη, πέρι μέν σε τίον Δαναοί Il.8.161
, cf. 9.53; σε χρὴ πέρι μὲν φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι ib. 100; ;ἅ οἱ πέρι δῶκεν Ἀθήνη Od.2.116
, cf. 7.110; ;πέρι κέρδεα οἶδεν 2.88
; .2 π. does not suffer anastrophe in the [dialect] Ep. phrase π. κῆρι right heartily,π. κῆρι φίλησε Il.13.430
, etc. ( κῆρι φιλεῖν alone, 9.117);ἀπέχθωνται π. κῆρι 4.53
; π. κῆρι τιέσκετο ib.46, cf. Od.5.36, 7.69;π. κῆρι.. ἐχολώθη Il.13.206
; alsoπ. φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή 16.157
;π. φρεσὶν αἴσιμα ᾔδη Od.14.433
;ἀλύσσοντες π. θυμῷ Il.22.70
, cf. Od.14.146;π. σθένεϊ Il.17.22
.4 περὶ κάτω bottom upwards,δῖνος π. κάτω τετραμμένος Stratt.34
, cf. Phot.;τὴν κόγχην στρέψας π. τὰ κάτω Ael.NA9.34
.F IN COMPOS. all its chief senses recur, esp.I extension in all directions as from a centre, all round, as in περιβάλλω, περιβλέπω, περιέχω.II completion of an orbit and return to the same point, about, as in περιάγω, περιβαίνω, περίειμι ( εἶμι ibo), περιέρχομαι, περιστρέφω.III a going over or beyond, above, before, as in περιβαίνω III, περιβάλλω v, περιγίγνομαι, περιεργάζομαι, περιτοξεύω.IV generally, a strengthening of the simple notion, beyond measure, very, exceedingly, as in περικαλλής, περίκηλος, περιδείδω, like Lat. per-.V the notion of double-ness which belongs to ἀμφί is found in only one poetic compd., περιδέξιος (q.v.).G PROSODY: περί never suffers elision in Il. or Od. (περ' ἰγνύσι h.Merc. 152
); once in Hes., (cf. Q.S.3.601, 11.382), v. ἰάχω fin.;περ' ἰγνύῃσι Theoc.25.242
;περ' Ἠδάλιον Inscr.Cypr. 135.27
H.; also in Pi.,περάπτων P.3.52
;περόδοις N.11.40
; ;περ' αὐτᾶς P.4.265
;ταύτας περ' ἀτλάτου πάθας O.6.38
: not in Trag. (περεβάλοντο, περεσκήνωσεν are ff. ll. in A.Ag. 1147, Eu. 634); in Com. and codd. of Prose writers only in part. of περίειμι ( εἶμι ibo) (q. v.):—π. stands before a word beginning with a vowel in Com., περὶ Ἀθηνῶν, περὶ ἐμοῦ, Ar.Eq. 1005 sq.:—[dialect] Aeol. περρ metri gr., v. A. 5.
См. также в других словарях:
παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδων — παῖς child masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάπλασις των Παίδων — Παιδικό περιοδικό, ψυχαγωγικού και μορφωτικού περιεχομένου που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1879 από τον Νικόλαο Παπαδόπουλο. Το 1880 αρχισυντάκτης του ανέλαβε ο Αριστοτέλης Κουρτίδης, ο οποίος συνεργάστηκε με το περιοδικό έως το 1893. Τον διαδέχτηκε ο … Dictionary of Greek
SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem … Hofmann J. Lexicon universale
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… … Dictionary of Greek
NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… … Hofmann J. Lexicon universale
μελλείρην — και, κατά τον Ησύχ., μελλίρην, ενος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) αυτός που πρόκειται να γίνει έφηβος («εἴρενας δὲ καλοῡσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + εἴρην… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… … Dictionary of Greek
Κορωνιός, Αντώνιος — (Χίος 1771; – Βιέννη 1798). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν σύντροφος και συμμάρτυρας του Ρήγα. Δημοσίευσε σε μετάφραση το έργο Περί παίδων αγωγής του Πλούταρχου (Βενετία, 1796), την Παιδαγωγία του Κάμπε και τη Γαλάτεια του Φλοριάν. Έγραψε επίσης το… … Dictionary of Greek