Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πίστῑ

См. также в других словарях:

  • πίστι — πίστις trust fem voc sg πίστῑ , πίστις trust fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσθ' — πίστι , πίστις trust fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστ' — πίστι , πίστις trust fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίστις — πίστῑς , πίστις trust fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πίστις trust fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»