-
1 πίθηκοι
πίθηκοςape: masc nom /voc pl -
2 χαρ-οπός
χαρ-οπός, auch 2 Endgn, eigtl. froh, freudig blickend, mit frohem, muthigem Blicke, hellblickend, helläugig; λέοντες Od. 11, 611 h. Merc. 569 h. Ven. 70 Hes. Th. 321 Sc. 177; κύνες H. h. Merc. 194; vgl. Xen. Cyn. 3, 3; ϑῆρες Soph. Phil. 1131; travestirend χαροπ οὶ πίϑηκοι Ar. Pax 1030; auch von den Augen der Athene, dah. Theocr. 20, 25 sagt ὄμματα χαροπώτερα Ἀϑάνας (vgl. γλαυκῶπις); Luc. D. Mort. 1, 3; Plut. Mar. 11 von den Augen der Germanen, die bei Tacit. truces et caerulei oculi heißen; vgl. Mel. 69 (V, 156); βλέμματος ἀστεροπαί Asclpd. 15 (V, 153); Ganymedes, Theocr. 12, 33; χήν Antp. Sid. 88 (VII, 423); ὄφιες Bian. (X, 22); auch ἠώς, σελήνη, Ap. Rh. 1, 1280. – Weil aber jene hellen Augen einen lichtblauen od. grauen Schimmer haben, wurde es späterhin von solchen Farben gebraucht, bläulich, graublau, meerblau; χρόα κυανοειδής καὶ χαροπή Plut. fac. orb. lun. 21 M.; χαροπὴ ϑάλασσα Opp. Hal. 4, 312; Anacr. 54, 11; πέλαγος Antp. Sid. 53 (IX, 643), wie Mel. 80 (XI, 53); κύματα Secund. 3 (IX, 36); – Arist. H. A. 1, 10, vgl. gen. an. 5, 1, unterscheidet übrigens diese Farbe ausdrücklkch von γλαυκός, ohne daß wir den seinen Unterschied näher bestimmen können, vgl. Schneid. Orph. Arg. 459 u. Jac. A. P. p. 324. – Spätere Dichter nahmen das Wort übh. für »freudig«, »fröhlich«, χαροπὴ μερόπων τύχη Mesomed. 1.
-
3 ανθρωποειδης
-
4 λαλεω
1) (тж. λ. εἰς τὸν ἀέρα NT.) говорить зря, болтать, молоть языкомλαλεῖς ἀμελήσας ἀποκρίνεσθαι Plat. — ты болтаешь пустяки, вместо того, чтобы ( точнее не желая) отвечать;
ἕπου καὴ μέ λάλει Arph. — следуй (за мной) и не болтай, т.е. без лишних разговоров2) говорить, владеть речью(λαλεῖ οὐδὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλέν ἀνθρώπου Arst.; ἐλάλησεν ὅ κωφός NT.)
ζωγραφία λαλοῦσα Plut. — (поэзия есть) говорящая живопись3) говорить, рассказывать, беседовать(τί τινι, τινι περί τινος Arph., τι πρός τινα, τι μετά τινος, εἴς τινα περί τινος, τινι NT.)
πρᾶγμα κατ΄ ἀγορὰν λαλούμενον Arph. — вещь, ставшая предметом различных толков;στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι NT. — побеседовать лично4) издавать нечленораздельные звуки, т.е. мычать, щебетать, стрекотать и т.п. (λαλοῦσι μὲν οἱ πίθηκοι, φράζουσι δὲ οὔ Plut.)5) издавать музыкальные звуки, играть(ἐν αὐλῷ Theocr.; διὰ σάλπιγγος Arst.)
6) изрекать, произносить(ῥήματα, βλασφημίας NT.)
7) возвещать -
5 χαροπος
31) со сверкающими глазами(λέοντες Hom., HH., Hes.; κύνες HH.; θῆρες Soph.; πίθηκοι Arph.; ὄφιες Anth.)
2) светло-голубой(ὄμματα Ἀθάνας Theocr.; χρόα Plut.; πέλαγος Anth.)
-
6 ανθρωπόμορφος
ος, ον человекообразный, антропоморфный;ανθρωπόμορφον τέρας — чудовище;
ανθρωπόμορφοι πίθηκοι — человекообразные обезьяны
-
7 ἀναρριχάομαι
Aἀνερριχώμην Ar. Pax70
, Aristaenet.1.20: [tense] fut.- ήσομαι Poll.5.82
: [tense] aor.ἀνερριχησάμην D.C.43.21
:—in Suid. and EM the augm. tenses are written ἀνηρρ-, cf. ἀρριχάομαι:— clamber up with the hands and feet, scramble up,ἀ. ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic. 197
J.; ἀ. εἰς οὐρανόν Ar.l. c.; also in late Prose, Philostr.Im.2.28, Ael.NA7.24, 10.29, Aristaenet.1.3, Lib. Or.18.238, etc.: rarely c. acc.,τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀ. D.C.
l. c.;τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20
(s. v. l., < πρὸς> add. Pierson):—ridiculed as obsolete by Luc.Lex.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναρριχάομαι
-
8 ἀνθρωποειδής
ἀνθρωπο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωποειδής
-
9 ἀνθρωπόνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπόνοος
-
10 ὅσος
ὅσος, [dialect] Ep. [full] ὅσσος, η, ον, both forms in Hom. and Hes.; ὅσσος also in A.Pers. 864 (lyr.); and in many dialects, e. g. Lesb., Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 18 ([etym.] ὄσσος), Arg., IG4.748.5 (Troezen, iv B. C.), Thess., ib. 9(2).517.19, al.; Central Cret. [full] ὄζος GDI5090 ([place name] Lyttos), al., and [full] ὄττος ib.5000 ([place name] Gortyn): Relat. and indirect interrog. Adj.:—of Size,A as great as, how great; of Quantity, as much as, how much ; of Space, as far as, how far; of Time, as long as, how long; of Number, as many as, how many; of Sound, as loud as, how loud: correl. with τόσος ([etym.] τόσσος), τοσόσδε, τοσοῦτος, in sense as,τόσσον χρόνον ὅσσον ἄνωγας Il.24.670
, cf. Od.19.169;τόσονδ', ὅσον.. S.El. 286
; τοσοῦτονὄχλον καὶ παρασκευήν, ὅσην.. D.4.35
: sts. with πᾶς or ἅπας as antec.,χῶρον ἅπαντα ὅσσον.. Il.23.190
;ἐκ πασέων, ὅσσαι.. Od.4.723
;πάντα μάλ' ὅσσα.. Il.22.115
;τοὺς πάντας.., ὅσοι.. A.Pr. 976
, etc.; alsoὅσων.. ψαύοιμι, πάντων τῶνδ' ἀεὶ μετειχέτην S.OT 1464
: with ἴσος, just so much as,ἐμοὶ δ' ἴσον τῇς χώρας μέτα, ὅσονπερ ὑμῖν Ar.Ec. 174
, cf. D.21.44: freq. without antec., , cf. 10.113, etc.;ἀσπίδες ὅσσαι ἄρισται Il.14.371
, cf. 75,18.512 ; agreeing with an antec. implied in an Adj., γυναικείας ἀρετῆς, ὅσαι.. the virtue of all the women, who.., Th.2.45, cf.ὅς B. 1.1
: the Subst. freq. precedes, where we put it in the Relat. clause, οὐδέ τι οἶδε πένθεος (about the woe),ὅσσον ὄρωρε Il.11.658
; ὁρᾷς.. τὴν θεῶν ἰσχύν, ὅση [ ἐστί]; S.Aj. 118 ; ὦ Ζεῦ.., τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον! Ar.Ra. 1278; τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον· ἀπέραντον! Id.Nu.2: and sts. it is attracted to the case of the antec., εὐτραφέστατον πωμάτων ὅσων ἵησιν (for ὅσα) A.Th. 309 (lyr.); joined withοἷος, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.630
; soὅσσοι τε καὶ οἵτινες Od.16.236
: repeated in the same clause, τὸ δὲ ὅσον μέτρον ὅσοις [ μειγνύμενον] the quantities of the first ingredient and the others, Pl.Ti. 68b ;γαίης ὅσσης ὅσσον ἔχει μόριον AP7.740
(Leon.): perh. sts. folld. by a partic. for a finite Verb, ὅσοι συμπαρεπόμενοι (s. v. l.) X.Eq.11.12, cf. HG6.1.10.2 with a partit. gen. in the principal clause,Τρώων θάνον ὅσσοι ἄριστοι Il. 12.13
;ἄριστοι ἵππων, ὅσσοι ἔασιν 5.267
;Περσῶν ὅσοιπερ A.Pers. 441
; οὔ τις.. ὀνόσσεται, ὅσσοι Ἀχαιοί of all the Achaeans, Il.9.55; [ τῶν στρατειῶν] ὅσαι τε καὶ μὴ ἐπικίνδυνοι which are and which are not.., Pl.R. 467d; on τῶν ὅσοι, v. ὁ, ἡ, τό A. 111
.3 of Time, ὅσαι ἡμέραι, ὅσα ἔτη, etc., v. ὁσημέραι.4 with τις, in indirect questions,ἰδώμεθα.. ὅσσος τις χρυσὸς.. ἔνεστιν Od.10.45
;ὅσον τι δένδρον.. γίνεται Hdt.1.193
; ὅσον τι ἐστί ib. 185 ;ὅσοι τινὲς ἐόντες.. Id.7.102
, etc.5 with acc. of extent, λίμνη.. μέγαθος, ὅσηπερ ἡ ἐν Δήλῳ in size as large as that in Delos, Id.2.170, cf. 175, Pl.R. 423b.6 with Adjs. expressing Quantity, etc., both words being put in the same case, [ πίθηκοι] ἄφθονοι ὅσοι.. γίνονται, i. e. in amazing numbers, Hdt.4.194 ; ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος prodigiously large, Ar.Pl. 750 ;χρήματα θαυμαστὰ ὅσα Pl.Hp.Ma. 282c
, cf. Luc.Halc.5, etc. ; ἀπλάτων ὅσων, ἀμύθητα ὅσα, Phld.Rh.1.3,91 S., cf. Corn.ND9 ;ὀλίγους ὅσους τῶν κοφίνων Luc. Alex.1
; (Thrace, iii A. D.); ;διὰ μυρίων ὅσων Longin.1.1
: freq. in adverbial construction,θαυμαστὸν ὅσον ἐπιδιδόντες Pl.Tht. 150d
;θ. ὅσον διαφέρει Id.La. 184c
;ἀμηχάνῳ δὴ ὅσῳ πλείονι Id.R. 588a
;τυτθὸν ὅσσον ἄπωθεν Theoc.1.45
;βαιὸν ὅσον παραβάς AP12.227
(Strat.).7 with [comp] Sup., ὅσας ἂν πλείστας δύνωνται καταστρέφεσθαι τῶν πολίων the most they possibly could.., Hdt.6.44, cf. Th.7.21 ; also ὅσον τάχος as quickly as possible, Ar.Th. 727 (more freq. ὅσον τάχιστα, v. infr. IV. 4); ὅσον σθένος with all possible strength, Theoc.1.42, A.R.2.589.8 c. inf., so much as is enough for.., ὅσον ἀποζῆν enough to live off, Th.1.2 ;ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον.. διελθεῖν τὸ πεδίον X.An.4.1.5
; εὐδαιμονίας τοσοῦτον, ὅσον δοκεῖν so much as is enough for appearance, S.OT 1191 (lyr.), cf. Th.3.49, Pl.R. 416e, etc.II for ὅτι τοσοῦτος (v.οἷος 11.2
,3,ὅς B.
IV. 3), Od.4.75, E.Hel.74, etc.III folld. by Particles:2 ὅσος δή of such and such a size or number (but in Hom. merely strengthd. for ὅσος, Od.15.487, al.), κήρυγμα ἐποιήσατο.., ζημίην τοῦτον ὀφείλειν, ὅσην δὴ εἴπας naming such and such an amount, Hdt.3.52 ; ἐπέταξε τοῖσι.. ἔθνεσι γυναῖκας.. κατιστάναι, ὅσας δὴ ἐπιτάσσων ordering such and such a number, ib. 159 ; παρεσκευάζοντο ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή for payment of a certain amount, Id.1.160 ;σιτία παρακαταλιπόντες ὅσων δὴ μηνῶν Id.4.151
; soὅσος δή κοτε Id.1.157
; ὁσοσδηποτοῦν, in pl., any number whatsoever, Euc.9.9, al., Agatharch.34; however large,Jul.
Or.3.119a ;ὅσος δή τις D.H.2.45
, 4.60.3 ὁσοσοῦν, [dialect] Ion. -ῶν, ever so small, Hdt.1.199 : in pl., however many, Arist.Pol. 1265a41 ; v. infr. IV. 6.4 ὅσοσπερ, precisely as great as,τοῦ μὲν χειμῶνός ἐστι [ὁ Ἴστρος] ὅσοσπέρ ἐστι
of its normal size,Hdt.
4.50, cf. 2.170, etc.: in pl., as many as, Hes.Th. 475, A.Pers. 423, 441 ;ἔθνεα πάντα ὅσαπερ ἦγε Hdt.4.87
;ἅπαντα.., ὅσαπέρ γ' ἔφασκον, κἄτι πολλῷ πλείονα Ar.V. 806
: but ὅσοσπερ can freq. hardly be distd. from ὅσος, v. supr. 1.2, 5, infr. IV. 1, 3, and 7; and this is still more the case with [dialect] Ep. ὅσος τε (cf. ὅστε), Od.10.113, al.1 so far as, so much as,οὐ μέντοι ἐγὼ τόσον αἴτιός εἰμι, ὅσσον οἱ ἄλλοι Il.21.371
: c. inf., ὅσον αὔξειν ἢ καθαιρεῖν so far as to.., Arist.Rh. 1376a34 : in parenthesis, c. inf., ὅσον γέ μ' εἰδέναι as far as I know, Ar.Nu. 1252, Pl.Tht. 145a, cf. D.H.2.59 ; so μακραίων γ', ὅσ' ἀπεικάσαι cj. in S.OC 152 (lyr.);ὅσον ἐς Ἑλλάδα γλῶσσαν ἀπὸ Λατίνης μεταβαλεῖν App. BC4.11
: but more freq. c. ind.,ὅσσον ἔγωγε γιγνώσκω Il.13.222
, cf. 20.360 ; soὅσονπερ ἂν σθένω S.El. 946
;ὅσα γε.. ἦν εἰκάσαι Th.8.46
;ὅσον δυνατόν Pl.Smp. 196d
, etc.; ὅσον καθ' ἕν' ἄνδρα so far as was in one man's power, D.18.153 ;ὅσον τὸ σὸν μέρος S.OT 1509
: c. gen.,ὅσον γε δυνάμεως παρ' ἐμοί ἐστι Pl.Cra. 422c
, cf. S.OT 1239 ; alsoὅσα ἐγὼ μέμνημαι X.Mem.2.1.21
;οἱ πατέρες, ὅσα ἄνθρωποι, οὐκ ἀμαθεῖς ἔσονται Pl.R. 467c
; ὅσα γε τἀνθρώπεια humanly speaking, Id.Cri. 47a.b how far, how much, ;μαθήσεται ὅσον τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα A. Pr. 927
: with Adjs., how, ὅσον or ὅσσον.. μέγ' ὄνειαρ, Hes.Op.41, 346 ;ὅσ' ἤπειρος πολλὰ τρέφει Id.Th. 582
.2 only so far as, only just, ;ὅσον ἐκ Φοινίκης ἐς Κρήτην Hdt.4.45
;φιλοσοφίας, ὅσον παιδείας χάριν, μετέχειν Pl.Grg. 485a
, cf. R. 403d ;οὐδὲν ἡδέως ποιεῖ γὰρ οὗτος, ἀλλ' ὅσον νόμου χάριν Diph.43.14
, cf. Arist.Metaph. 1076a27, al. ; ὅσον καὶ ἀπὸ βοῆς ἕνεκα ὠργίζετο, opp. τῷ ἀληθεῖ ἐχαλέπαινον, Th.8.92 : so, more fully,ὅσον μοῦνον Hdt.2.20
, cf. Th.6.105, Pl.R. 607a, etc.; orμόνον ὅσον Id.Lg. 778c
; , cf. X.An.7.3.20;σιτάρια μικρὰ προσφέρων οἴνου θ' ὅσον ὀσμήν Philem.98.3
; τί οὐκ ἀπεκοιμήθημεν ὅ. ὅ. στίλην; Ar.V. 213 ;ἢ ὅσον ὅσσον στιγμή AP7.472
(Leon.), cf. 5.254 (Paul. Sil.);ἐπαναγαγεῖν ὅ. ὅ. Ev.Luc.5.3
(cod. D, v.l. ὀλίγον); ὅσον· ὀλίγον, ὅσον ὅσον δέ, ὀλίγον ὀλίγον, Hsch.; παρ' ὅσον ἧττον a little less, D.T.631.17 (= παρ' ὀλίγον ἧττον, Sch.) ; οὐδ' ὅσον not even,οὐδ' ὅ. ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες Call.Epigr.47.9
: abs., not the least mite, Id.Ap.37, A.R.2.181, 190 ;οὐδέ περ ὅσσον Id.3.519
;οὐδ' ὅσον ὅσσον Philet.7
; cf. IV. 5.3 of size or distance, ὅσον τε about, nearly, ὅσον τ' ὄργυιαν, ὅσον τε πυγούσιον, Od.9.325, 10.517 ;ὅσον τ' ἐπὶ ἥμισυ 13.114
, cf. Il.10.351 ;ὅσον τε δέκα στάδια Hdt.9.57
;ξύλα ὅσον τε διπήχεα Id.2.96
, cf.78 ; soὅσονπερ τρία στάδια Id.9.51
; in [dialect] Att. ὅσον alone,ὅσον δύο πλέθρα Th.7.38
;ὅσον δύ' ἢ τρία στάδια Pl.Phdr. 229c
;ὅσον παρασάγγην X.Cyr.3.3.28
; so of other measurements,ὅσον τριχοίνικον ἄρτον Id.An.7.3.23
.4 with Adjs. of Quality or Degree, mostly with [comp] Comp.,αἴθ', ὅσον ἥσσων εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην Il.16.722
, cf. 1.186 ; ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι so far as, inasmuch as I am a greater king, 9.160 : and with [comp] Sup.,γνώσετ'.., ὅσον εἰμὶ θεῶν κάρτιστος 8.17
, cf. 1.516, etc.: with Advs.,ὅσον τάχιστα A.Ch. 772
, S.Ant. 1103, El. 1433 ;ὅσον μάλιστα A.Pr. 524
;ὅσα ἐδύνατο μ. Hdt.1.185
.5 with negs., ὅσον οὐ or ὁσονού just not, all but (cf. IV. 2), Th.1.36,5.59, etc.; ὅσον οὐκ ἤδη almost immediately, E.Hec. 141 (anap.), Th.8.96 ; laterὅσον ἤδη Plb.2.4.4
, 8.34.8; , Th.4.125,6.34: ὅσον οὐδέπω with [tense] fut., presently, in a minute, Nicom.Ar.1.8, Hld.2.31, al.bοὐχ ὅσον οὐκ ἠμύναντο, ἀλλ' οὐδ' ἐσώθησαν
not only not.., but not even,Th.
4.62.c ὅσον μή so far as not, save or except so far as, καλός τε κἀγαθὸς τὴν φύσιν, ὅσον μὴ ὑβριστής (sic leg.) Pl.Euthd. 273a ; ὅσον γ' ἂν αὐτὸς μὴ ποτιψαύων so far as I can without touching.., S.Tr. 1214 ;ὅσον μὴ χερσὶ καίνων Id.OT 347
;ὅσα μή Th.1.111
,4.16: sts. with a finite Verb,πείθεσθαι.., ὅσον ἂν μὴ ἀνάγκη ᾖ X.Oec.21.4
, cf. Pl.Phd. 83a ; cf.ὅ τι 11
.6 ὁσονοῦν, [dialect] Ion. ὁσονῶν, ever so little,εἰ τοίνυν ἐχιόνιζε καὶ ὁσονῶν Hdt.2.22
; soἐφ' ὁσονοῦν Thphr.HP6.7.5
, Iamb.in Nic. p.14 P.V ὅσῳ, ὅσῳπερ, by how much, freq. with [comp] Comp.,ὅσῳ πλέον ἥμισυ παντός Hes.Op.40
;ὅσῳ κρείττω Ar.Fr.488.3
;ὅσῳ ἂν πλεονάκις εἰσίῃς X.Cyr.1.3.14
: with [comp] Sup.,διέδεξε, ὅσῳ ἐστὶ τοῦτο ἄριστον Hdt.3.82
, cf. S.Ant.59, 1050.2 ὅσῳ with [comp] Comp. when folld. by another [comp] Comp. with τοσούτῳ, the more.., so much the more.., X.Cyr.7.5.80 ;ὅ. μᾶλλον πιστεύω, τοσούτῳ μᾶλλον ἀπορῶ Pl.R. 368b
: with τοσούτῳ omitted, Ar.Nu. 1419, S.OC 792 : sts. a [comp] Sup. replaces the [comp] Comp.,ὅσῳ μάλιστα ἐλεύθεροι.., τοσούτῳ καὶ θρασύτατα Th.8.84
, cf. Lys.7.39 ; ὅσῳ alone, ἑωυτοὺς δὲ γενέσθαι τοσούτῳ.., ἀμείνονας, ὅσῳ .. Hdt.6.137, cf. 5.49, 8.13 ;νιν τῶνδε πλεῖστον ᾤκτισα.., ὅσῳπερ καὶ φρονεῖν οἶδεν μόνη S.Tr. 313
, cf. OC 743.VI ἐς ὅσον, ἐφ' ὅσον, καθ' ὅσον are freq. used much like ὅσον, εἰς ὅσον σθένω Id.Ph. 1403 (troch.);ἐφ' ὅσον ἐδύνατο Th.1.4
;εἰς ὅσον δύνανται Pl.R. 607a
;καθ' ὅσον δυνατόν Id.Ti. 51b
; ἐφ' ὅσον ἐστὶν δυνατός as far as he can, IG22.903.11 (ii B.C.); later of Time, as long as..POxy.
899.8 (ii/iii A.D.); ἐφ' ὅσον περιῆσαν as long as they lived, Mitteis Chr. 31i23 (ii B.C.).
См. также в других словарях:
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek
πίθηκοι — πίθηκος ape masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρωποειδή ή ανθρωποειδείς πίθηκοι — Ομάδα ανώτερων πρωτευόντων θηλαστικών, που μαζί με την οικογένεια των ανθρωπιδών, η οποία σήμερα αποτελείται μόνο από το γένος άνθρωπος, συγκροτούν την υπεροικογένεια των α. Περιλαμβάνει δύο οικογένειες, των υλοβατιδών (γίβωνες ή μικροί α.… … Dictionary of Greek
αλουάτα — Πίθηκοι που ανήκουν στο μοναδικό γένος α. της υποοικογένειας των αλουατινών και αποκαλούνται πίθηκοι βρυχώμενοι (παλαιότερα μυκητές), επειδή στριγκλίζουν, προπάντων πριν βγει ο ήλιος το πρωί, το βράδυ με τη δύση του ήλιου και όταν προμηνύεται… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
πρωτεύοντα — (primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι.… … Dictionary of Greek
κατάρρινοι — Υπόταξη των πρωτευόντων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι τα ρουθούνια τους είναι στραμμένα προς τα κάτω και χωρίζονται από ένα στενό ρινικό διάφραγμα. Οι κ. περιλαμβάνουν τα πρωτεύοντα του Παλαιού Κόσμου και διακρίνονται σε δύο… … Dictionary of Greek
ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… … Dictionary of Greek
μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και … Dictionary of Greek
ουιστιτί — Κοινή ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι πλατύρρινοι πίθηκοι του γένους καλλίθριξ (callithrix) της οικογένειας των καλλιτριχιδών ή απαλιδών. Τα μικρά αυτά πρωτεύοντα, που είναι τα περισσότερα δεντρόβια, ζουν σχεδόν όλα στα τροπικά δάση της… … Dictionary of Greek
PITHAULES — apud Flav. Vopiscum in Carino, c. 19. Centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam pithaulas centum, pantomimos et gymnicos mille etc. Ubi Palatinus liber scriptum habet, Pythaulas, atque ita passim ac… … Hofmann J. Lexicon universale