-
1 ἀνθρωπό-νοος
ἀνθρωπό-νοος, zsgz. - νους, mit menschlichem Verstande, Ael. H. A. 16, 10.
-
2 ἀνθρωπόνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρωπόνοος
-
3 ἀνθρωπόνοος
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek