Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πέδας

См. также в других словарях:

  • πέδας — πέδᾱς , πέδη fetter fem acc pl πέδᾱς , πέδη fetter fem gen sg (doric aeolic) πέδᾱς , πεδάω bind with fetters imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NERVUS — Festo ferreum fuit vinculum, quô pedes impediebantur; aliis ex ligno fuit, unde Ξυλοπέδη Plauto: qui eô etiam cervices vinciri solitas esse, docet. Mentio eius in Legg. XII. Tabb. ubi de eo, qui solvendo non erat, Vincito aut Nervô, aut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιπόδιος — ἐπιπόδιος, ον (Α) [πους] αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [δεσμά]», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • περικρούω — Α 1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα 2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾱν περικρούωμεν», Πλάτ.) 3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαι …   Dictionary of Greek

  • συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… …   Dictionary of Greek

  • χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»