-
1 πάρ-εδρος
πάρ-εδρος, daneben, dabei sitzend oder seiend, bes. subst. Beisitzer, bei einem Gerichte oder einem andern Staatsamte; τῷ βασιλεῖ σημαίνει τις τῶν παρέδρων, Her. 8, 138; vgl. Harpocr., der aus Arist. anführt λαμβάνουσι δὲ παρέδρους ὅ τε ἄρχων καὶ ὁ πολέμαρχος, δύο ἑκάτερος, οὓς ἂν βούληται καὶ οὗτοι δοκιμάζονται ἐν τῷ δικαστηρίῳ πρὶν παρεδρεύειν. Uebh. Theilnehmer, Genosse, τινός, Pind. P. 4, 4; ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς ϑεσμῶν, Soph. Ant. 792; τᾷ σοφίᾳ παρέδρους ἔρωτας, Eur. Med. 843; γύναι πάρεδρος χαλκέοις ὅπλοις, Troad. 572; Tischgenosse, Her. 5, 18 u. Folgde.
-
2 εὐ-πάρ-εδρος
εὐ-πάρ-εδρος, wohl dabei sitzend, beharrlich, wie assiduus, N. T. u. K. S.
-
3 θυσιο-πάρ-εδρος
θυσιο-πάρ-εδρος, dem Opfer beiwohnend, K. S.
-
4 πάρεδρος
πάρ-εδρος, daneben, dabei sitzend oder seiend, bes. subst. Beisitzer, bei einem Gerichte oder einem anderen Staatsamte. Übh. Teilnehmer, Genosse; Tischgenosse -
5 ἕδρᾱ
ἕδρᾱGrammatical information: f.Meaning: `seat, abode (of the gods), tempel' (Il.).Compounds: Many comp.: καθέδρα `seat, sitting, chair' (Hp.); also ἐφέδρα, Ion. ἐπέδρη `siege' ( ἐφ-έζομαι), ἐνέδρα `ambush, postponement' ( ἐν-έζομαι, ἐν-ιζάνω), s. Risch IF 59, 45f.; but ἐξ-έδρα `seat outside the house' (E., hell.). - Bahuvrihi with adv. 1. member ἔφ-εδρος `who sits byside, reserve' (Pi.); thus πάρ-εδρος `assistance' ( παρ-έζομαι), ἔν-εδρος `inhabitant', σύν-εδρος `id.'; ἔξ-εδρος `far from his habitat' (S.); - πολύ-εδρος `with many seats' (Plu.).Derivatives: From ἕδρα: ἑδραῖος `with fixed habitat, fest, quiet' (Ion.-Att.) with ἑδραιότης and ἑδραιόω, ἑδραίωμα, - ωσις; ἑδρικός `belonging to the anus' (Medic.), ἑδρίτης `fugitive' (Suid., EM; πρωτοκαθεδρίτης `president' [Herm.]. Denomin. verbs. ἑδρ-ιάομαι `sit down' (Hom.), - ιάω `id.' (Theok.); s. Schwyzer 732, Chantr. Gramm. hom. 1, 359; ἑδράζω `set, fix' (hell. and late) with ἑδρασμός, ἑδραστικός, ἀν-έδραστος; ἕδρασμα = ἕδρα (E.), after στέγασμα (s. Chantr. Form. 177). - But ἐφ-, ἐν-, παρ-, συν-εδρεύω from ἔφ-εδρος. - In Hesychius: ἑδρήεσσα βεβαία (after τελήεσσα; s. Schwyzer 527), ἑδρίας ἀεὶ πνέων (after wind names in - ίας); ἕδρια συνέδρια, ἑδρίς ἑδραῖος.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After words in - ᾰνον arose ἕδρᾰνον = ἕδρα (Hes.); ἑδρανῶς = στερεῶς (Eust.). Place indication in -ρᾱ as in χώρα (Schwyzer 481) to ἕζομαι. No exact parallel. On OWNo. setr n. s. ἕδος.Page in Frisk: 1,443-444Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕδρᾱ
-
6 παρεδρος
I2сидящий рядом или вместе(γυναῖκες Her.)
π. τινι Eur. — сидящий рядом с кем-л.IIὅ и ἥ1) паредр, член судилища, заседатель(τῶν μεγάλων π. θεσμῶν Soph.)
2) советник, помощник Her.3) спутник, сотоварищ -
7 εὐπάρεδρος
εὐ-πάρ-εδρος, wohl dabei sitzend, beharrlich, wie assiduus -
8 θυσιοπάρεδρος
См. также в других словарях:
ευπρόσεδρος — εὐπρόσεδρος, ον (Α) 1. ευπάρεδρος* 2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek
συγκάθεδρος — ό, ΜΑ αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
ευπάρεδρος — εὐπάρεδρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που προσκολλάται, που αφοσιώνεται σε κάποιον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάρεδρον ο ένθερμος ζήλος 3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπάρεδρον καλῶς παραμένον καὶ διηνεκῶς». επίρρ... εὐπαρέδρως (ΑΜ) με ένθερμο ζήλο, με αφοσίωση.… … Dictionary of Greek
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek