Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οῦσσα

См. также в других словарях:

  • τεκνούς — οῦσσα, οῦν και τεκνόεις, εσσα, εν, Α αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. οῦς (< όεις με συναίρεση, βλ. και λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικιούς — –οῡσσα, οῡν, Α 1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος* (Ι) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῡν (στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων τής πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • ερεικόεις — ἐρεικόεις, εσσα, εν και ἐρεικοῡς, οῡσσα, οῡν (Α) [ερείκη] (για τόπο) ο γεμάτος με ρείκια, ο τόπος που φυτρώνουν πολλά ρείκια και τοπων. Ἐρεικοῡς λόφος …   Dictionary of Greek

  • παιδούς — παιδοῡς, οῡσσα και οῡσα, οῡν και παιδόεις, όεσσα, όεν (ΑΜ) 1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα η έγκυος γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + όεις* / οῦς] …   Dictionary of Greek

  • σέλινο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 2 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (υψόμ. 16 μ.). * * * το / σέλινον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σέλιννον Α κοινή, σήμερα, ονομασία δύο ποικιλιών τού φυτού Αpium graveolens τού γένους …   Dictionary of Greek

  • σχοινούς — Όνομα αρχαίων ελληνικών γεωγραφικών τοποθεσιών. 1. Λιμάνι της Κορίνθου, στο πιο στενό σημείο του Ισθμού. Κοντά στο λιμάνι αυτό βρισκόταν το περίφημο έργο του Περίανδρου, ο δίολκος, με τον οποίο τραβούσαν τα πλοία από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό… …   Dictionary of Greek

  • τευτλόεις — εσσα, εν και τευτλοῡς, οῡσσα, οῡν, Α γεμάτος τεύτλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • τιμούς — οῡσα και οῡσσα, οῡν και άχρ. ασυναίρετος τ. τιμόεις, εσσα, εν, Α αυτός που έχει μεγάλη τιμή, ακριβός («προδήλου δὲ ὄντος ἔσεσθαι τιμουστέρου [τοῡ σίτου]», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τῖμος + κατάλ. όεις / οῦς (βλ. λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»