Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οὔτασε

См. также в других словарях:

  • οὔτασε — οὐτάζω aor ind act 3rd sg οὐτάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔτασ' — οὔτασα , οὐτάζω aor ind act 1st sg οὔτασο , οὐτάζω plup ind mp 2nd sg οὔτασο , οὐτάζω perf imperat mp 2nd sg οὔτασε , οὐτάζω aor ind act 3rd sg οὔτασαι , οὐτάζω perf ind mp 2nd sg οὔτασαι , οὐτάζω aor imperat mid 2nd sg οὔτασα , οὐτάζω aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Crucifixion — For other uses, see Crucifixion (disambiguation). Crucifixion of Jesus of Nazareth, by Marco Palmezzano (Uffizi, Florence), painting ca. 1490 …   Wikipedia

  • Crucifixión — Saltar a navegación, búsqueda Crucifixión de San Pedro, por Caravaggio. La Crucifixión es un método antiguo de ejecución, donde el condenado es atado o clavado en una cruz de madera o entre árboles o en una pared; y dejado allí hasta su muerte.… …   Wikipedia Español

  • επορέγω — ἐπορέγω (Α) [ορέγω] 1. προτείνω, προσφέρω, απονέμω («εἴ περ ἂν οὔτε Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῡδος ὀρέξῃ», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ἐπορέγομαι εκτείνομαι, απλώνομαι προς τα εμπρός, φθάνω («ἔνθ’ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέως υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῑρα… …   Dictionary of Greek

  • κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …   Dictionary of Greek

  • μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …   Dictionary of Greek

  • μεθάλλομαι — (Α) 1. (για πολεμιστές) ορμώ κατεπάνω, εφορμώ, χυμάω («οὔτασε... μετάλμενος ὀζέϊ δουρί», Ομ. Ιλ.) 2. (για αθλητικό αγώνα) πηδώ ή τρέχω πίσω από κάποιον άλλο («οὐκ ἔσθ ὃς κὲ σ ἕλησι μετάλμενος οὐδὲ παρέλθῃ» Ομ. Ιλ.) 3. (ειδικά από πλοίο σε πλοίο)… …   Dictionary of Greek

  • ουτάω — οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α) 1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ. β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ», Ομ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»