-
1 σχεδάριον
σχεδ-άριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχεδάριον
-
2 σχεδεκδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχεδεκδότης
-
3 σχέδη
σχέδ-η, ἡ, -
4 σχεδόθεν
σχεδ-όθεν, Adv., prop.A from nigh at hand; but used much like sq., nigh at hand, near,ὤμων μεσσηγὺς σ. βάλε Il.16.807
, cf. A.R.4.662;σ. δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη Od.2.267
, 13.221, etc.; στῆ ῥ' αὐτῶν ς. 19.447.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχεδόθεν
-
5 σχεδόν
I of Place, near, hard by, [dialect] Ep. and Lyr.,δυσμενέες δ' ἄνδρες σ. εἵαται Il.10.100
;σ. εἴσιδε γαῖαν Od.5.392
, cf. 24.493; σ. οὔτασε at close quarters, Il.5.458;μή πώς σ' ἠὲ βάλῃ ἠὲ σ. ἄορι τύψῃ 20.378
, cf. 13.576, 16.828: sts. c. dat.,οὐ γάρ σφιν παῖδες σ. εἵαται 10.422
;νῆσοι ναιετάουσι σ. ἀλλήλῃσι Od.9.23
;οἳ δή σφι σ. εἰσι Hes.Sc. 113
; so στάθεν τύμβῳ ς. Pi.N.10.66 (also πὰρ ποδὶ ς. Id.O.1.74; ἀμφ' ἀνδριάντι ς. Id.P.5.40): more freq. c. gen., Φαιήκων γαίης ς. Od.5.288, cf. 475, 6.125, 9.117, 10.156, etc.;σ. αἵματος 11.142
.2 with Verbs of motion,σ. ἐλθεῖν τινι Il.9.304
, cf. Hes.Sc. 435; τινος Od.4.439;Ἀχαιίδος 11.481
;ὅστις σ. ἔγχεος ἔλθῃ Il.20.363
.II metaph. ofrelationship, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα ς. Od.10.441.III of Time, [θάνατος] δή τοις. εἶσι Il.17.202
, cf. Od.2.284;σοὶ δὲ γάμος σ. ἐστιν 6.27
; σοὶ.. φημὶ σ. ἔμμεναι, ὁππότε.. [the time] is near, when.., Il.13.817.IV after Hom., about, approximately, more or less, roughly speaking,σ. κατὰ ταὐτά Hdt.6.42
;σ. τι ταὐτά Pl.Prm. 128b
;σ. τι τοιαῦτα Id.Smp. 201e
;σ. τι ταῦτα Id.Grg. 472c
;σ. πάντες Hdt.1.65
, 2.48, X.HG6.5.33, cf. Act.Ap.13.44, PRyl.81.7 (ii A.D.); πάντα ς. Arist.Mete. 350b21;σ. ἅπαντας Ar.Ec. 1157
;πάντες σ. ἢ οἵ γε πλεῖστοι Arr.Epict.1.11.7
;σ. ἐκ κρηνῶν οἱ πλεῖστοι ῥέουσιν Arist.Mete. 350b34
; σ. περὶ τριακόσια στάδια ib. 351a14; σ. τι πρόσθεν ἢ.. not long before, S.OT 736;σ. ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν Hdt.5.20
; σὺν τοῖς θεοῖς σ. ἔσται ὁ διάλογος (audit)ἕως τῆς λ τοῦ Παχών PTeb.58.58
(ii B.C.);σ... τὸν αὐτὸν.. καιρόν Inscr.Prien.105.13
(i B.C.); alsoσ. ἴσως Pl.Sph. 253c
, Arist.Top. 118a13;σ. που D.S.36.10
;σ. ὡς εἰπεῖν Arist.APo. 79a20
, Rh. 1382b28, Gem.16.28; σ. εἰπεῖν one might almost say, Pl.Sph. 237c, Ath.Mech.3.4, POxy.1033.11 (iv A.D.), PLips.34.16 (iv A.D.).2 with Verbs (freq. in [tense] pf.), esp. of saying or knowing,σ. εἴρηχ' ἂ νομίζω συμφέρειν D.3.36
;εἴρηται σ. ἱκανῶς Arist.APr. 32a16
; διώρισται ς. Id.Pol. 1328a19;τὸν ἐμὸν.. σ. ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.33
;σ. ἐπίσταμαι S.Tr.43
;σ. οἶδα E.Tr. 898
;ἐγὼ σ. τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ Ar.Pl. 860
; freq. used to soften a positive assertion with a sense of modesty, sts. of irony,σ. γὰρ.. συνίημι Hdt.5.19
; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν I dare say I do not.., S.El. 609; σ. τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω I dare say it is a fool who thinks me foolish, Id.Ant. 470; σ. δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν generally speaking in every respect, Th.3.68; σ. οὐδ' ὁπωστιοῦν σοι πείσεται probably not at all, Pl.Phd. 61c; σ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε I think I have an argument, Id.Phdr. 236d.VI = σχέδην, ἠκολούθει σ. J.BJ1.17.2 (unless = followed at no long distance). -
6 θαυμασείω
-
7 Σχερία
-
8 ἀσχέλιον
Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Latte notes "non coharens ideoque asperum", and corrects to ἀσχέδιον. DELG connects the corrected form with σχεδ-όν, ἔχω (which may be what Latte meant), which is quite uncertain. Latte's correction should not have been printed in the text; it is quite uncertain. - No etym.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀσχέλιον
-
9 σχεδόν
Grammatical information: adv.Meaning: `near', of place and time (ep. lyr. Il.), `nearly, almost, about' (posthom. IA.);Other forms: Also - όθεν `from nearby' (Hom., A. R.; Schwyzer 628).Compounds: Comp. αὑτο-σχεδόν (- δά P 319) `right in the vicinity, very near' (Hom., Arat.), `at once' (A. R.) with αὑτοσχεδ-ίη, only in obl. cas.: dat. - ίῃ ( μάχῃ, ὑσμίνῃ?; cf. Trümpy Fachausdrücke 113), acc. - ίην `in close combat, man to man' (Hom.), ἐς σχεδόν `in close combat' (Tyrt.), ἐξ -ίης `inconsiderate, offhand' (h. Merc.); adj. - ιος `unprepared, improvised' (Arist., hell. a. late).Derivatives: σχέδ-ιος `nearby, belonging to close combat' (A. in lyr. a.o.), `adjacent, concerning the closest present, instantly, unprepared, improvised' (hell. a. late); adv. - ίην `in close combat' (Ε 830), `soon' (Nic.). -- From this the verbs: 1. σχεδι-άζω, also w. ἀπο- a.o., `to improvise, to do, make offhand, to act thoughtlessly' (hell. a. late) with - ασμα, - ασμός, - αστικῶς (hell. a. late.; on the meaning Koller Glotta 40, 183ff.). 2. αὑτοσχεδι-άζω `id.' (Att.) with - αστής (X.), - ασμα, - ασμός, - αστός, - αστικός (Pl. Com., Arist. a.o.).Etymology: From σχεῖν, σχέσθαι (s. ἔχω) with suffix - δον (Schwyzer 626; cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 144f.); prop. `holding (himself) to, connecting'. Lat. LW [loanword] schedius, - ium. Cf. σχέδην.Page in Frisk: 2,837Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχεδόν
См. также в других словарях:
διαστημόμετρο — το 1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση τής απόστασης τού στόχου 3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή… … Dictionary of Greek
ιακχιαστής — ἰακχιαστής, ὁ (Α) λάτρης τού Ιάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίακχος, κατά τα μεταρρηματικά σε ιαστής (< ιάζω), πρβλ. εκβ ιαστής < εκβ ιάζω, σχεδ ιαστής < σχεδιάζω] … Dictionary of Greek
λοχιάς — λοχιάς, άδος, ἡ (Α) (για την Εκάτη) η προστάτιδα τής λοχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + κατάλ. ιάς (πρβλ. σχεδ ιάς, τυμβ ιάς)] … Dictionary of Greek
τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… … Dictionary of Greek