Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σχεδ-όν

См. также в других словарях:

  • διαστημόμετρο — το 1. μετρολ. μικρός σιδερένιος κανόνας για τη μέτρηση μικρών μηκών 2. ναυτ. όργανο που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μέτρηση τής απόστασης τού στόχου 3. (σχέδ.) όργανο σε σχήμα διαβήτη για τη μέτρηση αποστάσεων κατά τη σχεδίαση ή… …   Dictionary of Greek

  • ιακχιαστής — ἰακχιαστής, ὁ (Α) λάτρης τού Ιάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίακχος, κατά τα μεταρρηματικά σε ιαστής (< ιάζω), πρβλ. εκβ ιαστής < εκβ ιάζω, σχεδ ιαστής < σχεδιάζω] …   Dictionary of Greek

  • λοχιάς — λοχιάς, άδος, ἡ (Α) (για την Εκάτη) η προστάτιδα τής λοχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + κατάλ. ιάς (πρβλ. σχεδ ιάς, τυμβ ιάς)] …   Dictionary of Greek

  • τηλία — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σηλία και σαλία, Α νεοελλ. πάγκος, τεζάκι υπαίθριου μικροπωλητή αρχ. 1. τραπεζάκι ή σανίδα με περιφέρεια που προεξέχει ώστε να μην πέφτουν το αλεύρι ή τα ζυμαρικά 2. τραπέζι για να παίζουν κύβους, ζάρια 3. τραπέζι ή μικρή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»