Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὔρω

См. также в других словарях:

  • ουρώ — ουρώ, ούρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ουρώ — ούρησα, αποβάλλω ούρα, αλλ. κατουρώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐρῶ — οὐρέω make water pres subj act 1st sg (attic epic doric) οὐρέω make water pres ind act 1st sg (attic epic doric) οὐρός the watery masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐρῷ — οὐρός the watery masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρω — οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc dual οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut gen sg (doric aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔρῳ — οὔ̱ρῳ , ὅρος boundary masc dat sg (ionic) οὔ̱ρῳ , οὖρον 1 urine neut dat sg οὔ̱ρῳ , οὖρον 2 limit neut dat sg (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc dat sg οὖρος 2 watcher masc dat sg οὖρος 3 masc dat sg (ionic) οὖρος 4 urus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ομείχω — ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, έω (Α) ουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ,… …   Dictionary of Greek

  • οὔρωι — οὔ̱ρῳ , ὅρος boundary masc dat sg (ionic) οὔ̱ρῳ , οὖρον 1 urine neut dat sg οὔ̱ρῳ , οὖρον 2 limit neut dat sg (epic ionic) οὔρῳ , οὖρος 1 fair wind masc dat sg οὔρῳ , οὖρος 2 watcher masc dat sg οὔρῳ , οὖρος 3 masc dat sg (ionic) οὔρῳ , οὖρος 4… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»