Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔνιψα

См. также в других словарях:

  • ἔνιψα — ἐνίπτω reprove aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔνῑψα , νίφω aor ind act 1st sg νίζω wash the hands aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνιψ' — ἔνιψαι , ἐνίπτω reprove aor imperat mid 2nd sg ἔνιψα , ἐνίπτω reprove aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔνιψε , ἐνίπτω reprove aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔνῑψα , νίφω aor ind act 1st sg ἔνῑψε , νίφω aor ind act 3rd sg ἔνιψα , νίζω wash …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — νίβω, ένιψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νίβω — και νίφτω ένιψα, νίφτηκα, νιμμένος 1. μτβ., καθαρίζω το πρόσωπο και τα χέρια με νερό: Το να χέρι νίβει τ άλλο και τα δυο το πρόσωπο (παροιμ.). – Νίψου κι αποφάγαμε (παροιμ., για απροσδόκητη αποτυχία). 2. μτφ., καθαρίζω ηθική αμαρτία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • neigʷ- —     neigʷ     English meaning: to wash     Deutsche Übersetzung: “waschen”     Grammatical information: pass. participle nigʷ to     Material: O.Ind. nē nēkti “wascht, purifies, cleans”, Aor. anüikšīt, pass. nijyatē, participle niktá , ninikta… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»