Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὔλα

См. также в других словарях:

  • ούλα — (Ανατ.). Τα τμήματα του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας που καλύπτουν τις φατνιακές αποφύσεις της επάνω και κάτω γνάθου. Κοντά στα δόντια, με τα οποία βρίσκονται σε στενή επαφή, τα ο. κολλούν στο υποκείμενο περιόστεο και είναι ιδιαίτερα… …   Dictionary of Greek

  • οὔλα — οὔ̱λᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱λᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) οὔ̱λᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc/acc dual οὔ̱λᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc sg (doric aeolic) οὔ̱λᾱ , οὖλος 2 woolly fem nom/voc/acc dual οὔ̱λᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὖλα — ὅλοξ neut nom/voc/acc pl (ionic) οὖλον the gums neut nom/voc/acc pl οὖλος 1 whole neut nom/voc/acc pl οὖλος 2 woolly neut nom/voc/acc pl οὖλος 3 destructive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθούλης — ούλα, ούλικο [αγαθός] αυτός που κουτοφέρνει, αφελής, αγαθιάρης …   Dictionary of Greek

  • γλυκούλης — ούλα, ούλικο [γλυκός] 1. υπόγλυκος 2. συμπαθητικός …   Dictionary of Greek

  • καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… …   Dictionary of Greek

  • ούλο — το (ΑΜ οὖλον) συν. στον πληθ. τα ούλα ροδόχρους και παχύς βλεννογόνος με ινώδη στοιχεία στερεά προσκολλημένος στις φατνιακές αποφύσεις τών γνάθων και στην οστέϊνη ουσία τών δοντιών αρχ. στον πληθ. πρήξιμο στα ούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

  • ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… …   Dictionary of Greek

  • ραχούλα — Oνομασία 4 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 1060 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μικρού Περιστερίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του… …   Dictionary of Greek

  • σακούλα — η, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων 3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει 4. σακίδιο… …   Dictionary of Greek

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»