-
1 ούλα
οὔ̱λᾱ, ὅλοξfem nom /voc /acc dual (ionic)οὔ̱λᾱ, ὅλοξfem nom /voc sg (doric ionic aeolic)οὔ̱λᾱ, οὖλος 1whole: fem nom /voc /acc dualοὔ̱λᾱ, οὖλος 1whole: fem nom /voc sg (doric aeolic)οὔ̱λᾱ, οὖλος 2woolly: fem nom /voc /acc dualοὔ̱λᾱ, οὖλος 2woolly: fem nom /voc sg (doric aeolic)οὔ̱λᾱ, οὖλος 3destructive: fem nom /voc /acc dualοὔ̱λᾱ, οὖλος 3destructive: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————ὅλοξneut nom /voc /acc pl (ionic)οὖλονthe gums: neut nom /voc /acc plοὖλος 1whole: neut nom /voc /acc plοὖλος 2woolly: neut nom /voc /acc plοὖλος 3destructive: neut nom /voc /acc pl -
2 οὔλα
Βλ. λ. ούλα -
3 οὖλα
Βλ. λ. ούλα -
4 οὖλος
------------------------------------A woolly, of thick, fleecy wool,τάπητες Il.16.224
;χλαῖναι Od.4.50
, 299, etc.;χλανίδες Hermipp.47.1
(anap.);οὔλη λάχνη Il.10.134
;χιτὼν οὔλων ἐρίων Ar.Ra. 1067
;εἱμάτιον IG5(1).1390.21
(Andania, i B. C.); οὖλαι κόμαι crisp, close-curling hair, Od.6.231, 23.158, cf. Luc.Im.5;βόστρυχος οὖλος AP6.201
(Marc. Arg.); οὐλότατον τρίχωμα, of the crisp, woolly hair of the negro, Hdt.7.70; also of persons,οὖλος ἐθείραις Ἕσπερος Call.Del. 302
; σελίνων οὐλοτέρη, of a girl, AP5.120 (Phld.);τοῖς τριχώμασιν οὖλοι D.S.3.8
; of sheep, ;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖν Com.Adesp. 208
.2 of plants, twisted, twined, curly, crinkled,ἴων κορωνίδες οὖλαι Stesich.29
; οὔλης.. σκολιὸν πλέγμα.,. ἕλικος, of the vine, Simon.183. 2;σέλινον Hp.Mul.2.181
;φύλλον Thphr.HP9.4.3
;θρίδακες AP9.412
(Phld.): neut. pl. as Adv., of smoke, curling,οὖλα κυλινδόμενον Call. Fr.1.41P.
3 of wood, compact, tough, close-grained, Thphr.HP3.11.1,4.2.7, 5.3.7, Ph.Bel.66.51;ξύλα οὔλας ἔχοντα συστροφάς Thphr. HP5.5.1
; δένδρον -ότερον τῇ ὄψει ib.3.9.6; οὖ. ὄστρακον tough, Babr. 115.10: hence metaph., like πυκνός, of speech, compact, concise, ; of dancing, rapid, in quick tempo,πόδεσσι οὖλα κατεκροτάλιζον Call.Dian. 247
, cf. Jou.52; of rowing, Id.Epigr.6.5; and so perh. οὖλον κεκλήγοντες uttering quick (frequent) cries, Il.17.756, 759, cf. Sch. T and Eust.ad loc.; v. οὖλος (C). (Perh. cogn. with εἴλλω 'pack tightly together'.)------------------------------------A = ὀλοός, destructive, baneful, cruel, epith. of Ares, Il.5.461, 717; of Achilles, 21.536; ; ;οὖλος Ὄνειρος Il.2.6
,8; cruel,Ἔρως A.R.3.297
, 1078.2 οὖλον κεκλήγοντες, of the death-cry of birds flying from the hawk, Il. 17.756, 759 (but v. οὖλος (B) 3 fin.); so laterοὖλον γεράνων νέφος AP 7.543
; οὖλον ἀείδειν ib.27 (Antip. Sid.);κνυζηθμὸν κυνὸς οὖλον Nic. Th. 671
.------------------------------------οὖλος (D), ὁ,A corn-sheaf, = ἴουλος 11 (q.v.), Hsch.: hence, a cry or song in honour of Demeter, who was herself from this word named [full] Οὐλώ, Semus 19, Did. ap. Sch.A.R.1.972. -
5 ουλάς
-
6 οὐλάς
-
7 διασήπω
A cause to putrefy,χρῶτα Str.15.1.37
, cf. Dsc.2.173, Gal. 18(2).455;τοῦ κακοῦ-σήψαντος τὰ οὖλα Ael.NA9.62
:—freq.in [voice] Pass., with [tense] pf. διασέσηπα, putrefy, Thphr.HP5.7.5, Luc.Luct.18;διασαπεὶς τὸν πόδα Id.Alex.59
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασήπω
-
8 κερουχίς
Aαἶγες Theoc.5.145
([full] κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, [full] κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερουχίς
-
9 κνῆσις
A scratching,τρῖψις καὶ κ. Pl.Phlb. 46d
;κ. κροτάφων καὶ ὤτων Aret.CA1.1
: pl., Pl.Phlb. 51d: metaph., tickling,ἕνεκα.. κνήσεως ὤτων Plu.2.167b
. -
10 οὖλον
-
11 πλαδαρός
A moist, damp,ἱδρῶτι πλαδαρὴ κόμη AP9.653
(Agath.);καρήατα A.R.3.1398
; πλαδαραὶ σάρκες flabby, flaccid, Hp.Int.40, etc.;οὖλα Dsc.5.5
; διαχωρήματα -ώτερα loose, watery, Hp.Acut.52; ὕλη Sch. Iamb.Comm.Math.4; weak,δόρυ Plb.Fr.69
(nisi leg. κλαδ-); of taste, insipid, opp. στρυφνός, Hp.VM14,15, cf. Aristid.Quint.2.15 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαδαρός
-
12 πλαδάω
A to be flaccid, of the flesh, Hp.Aër.10; πῆξις πλαδῶσα, as of milk without rennet, Arist.HA 516a3 ;οὖλα πλαδῶντα Dsc. 1.110
; φλύκταιναι π. Nic.Th. 241 ; of corn, Ph.1.179.3 metaph. of the mind, to be or become flaccid, Ph.1.441, 459, 2.411 :— Hsch. cites [tense] pf. part. πεπλαδηκώς· σεσηπώς, ὑγρανθείς, and [tense] impf. ἐπλάδα in causal sense = κατέδευεν. -
13 φόρβυτα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόρβυτα
-
14 φορέω
Aφορέῃσι Od.5.328
, 9.10; [dialect] Ep. inf. φορῆναι (as if from Φόρημι) Il.2.107, 7.149, Od.17.224;φορήμεναι Il.15.310
: [tense] impf. ἐφόρεον(-εο- syniz.) Od.22.456, [ per.] 3sg.ἐφόρει Il.4.137
; [dialect] Ion.φορέεσκον 2.770
, 13.372: [tense] fut.φορήσω Scol.9
(cf. Ar.Lys. 632), X.Vect.4.32; later : [tense] aor.ἐφόρησα IG42(1).121.95
(Epid., iv B. C.), Call.Dian. 213, [dialect] Ep.φόρησα Il.19.11
, ([etym.] δια-, ἐκ-) Is.6.43,42; later , f.l. in Is.4.7, Aristid.Or.48(24).80, Sammelb.7247.33 (iii/iv A. D.):—[voice] Med., [tense] fut.φορήσομαι Hsch.
; in pass. sense, Plu.2.398d: [tense] aor. ἐφορησάμην ([etym.] ἐξ-) Is.6.39:—[voice] Pass., [dialect] Aeol. [tense] pres.φορήμεθα Alc.18.4
: [tense] aor. ἐφορήθην ([etym.] ἐν-) Plu.2.703b: [tense] pf. ; [tense] plpf. :—Frequentat. of φέρω, implying repeated or habitual action,ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλεΐωνα Il.2.770
, cf. 10.323;τά τε νῆες φορέουσι Od.2.390
; of a slave,ὕδωρ ἐφόρει 10.358
, cf. Il.6.457;μέθυ οἰνοχόος φ. Od.9.10
;θαλλὸν ἐρίφοισι φ. 17.224
; of the wind, bear to and fro, bear along,ἄνεμος ἄχνας φορέει Il.5.499
, cf. 21.337, Od.5.328;σώματα.. κύμαθ' ἁλὸς.. φορέουσι 12.68
;τόφρα δέ μ' αἰεὶ κῦμα φ. 6.171
; so ἀγγελίας ἐφόρεε conveyed messages habitually, served as a messenger. Hdt.3.34 (nisi leg. ἐσεφόρεε) ; φ. θρεπτήρια, of Oedipus carrying about food in a wallet, like a beggar, S.OC 1262;λόγχαν ἔτη ἐφόρησε ἓξ ἐν τᾷ γνάθῳ IG42(1).121.95
(Epid.. iv B. C.): abs., ἐγ γαστρὶ ἐφόρει τρία ἔτη was pregnant, ib. 14:—[voice] Pass., v. infr.11.2 most commonly of clothes, armour, and the like , bear constantly, wear, [σκῆπτρον] ἐν παλάμῃς φ. δικασπόλοι Il. 1.238
;μίτρης ἣν ἐφόρει 4.137
;θώρηξ χάλκεος, ὃν φορέεσκε 13.372
, cf. Od.15.127, Hdt.1.71, etc.;φ. ἐσθήματα S.El. 269
; ;ζεῦγος ἐμβάδων Ar.Eq. 872
; , Pl.Tht. 197b; .3 of features, qualities, etc., of mind or body, possess, hold, bear, ἀγλαΐας φ. to be pompous or splendid, Od.17.245;φ. ὄνομα S.Fr. 658
; ;δόξαν Arch.Pap. 1.220
(ii B. C.);ἕνα γομφίον μόνον φ. Ar.Pl. 1059
;γλῶτταν Pl.Com. 51
; ἀπόνοιαν φορεῖς you are mad, PGrenf.1.53.15 (iv A. D.); with gen. or adj. added,σκέλεα φ. γεράνου Hdt.2.76
;ἰσχυρὰς φ. τὰς κεφαλάς Id.3.12
, cf. 101;ποδώκη τὸν τρόπον φ. Trag.Adesp.519
;γένειον διηλιφὲς φ. S.Fr. 564
;ὑπόπτερον δέμας φ. E.Hel. 619
;λῆμα θούριον φ. Ar.Eq. 757
;ῥύγχος φ. ὕειον Anaxil.11
;καλάμινα σκέλη φ. Pl.
Com.184;ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φ. Com.Adesp.208
;τὸ στόμ' ὡς κομψὸν φ. Alex.98.21
(troch.).4 bear, suffer, Phld.Lib.pp.59,62O. (dub. l. in both), Plu.2.692d, Opp.C.1.298.5 of Time, extend, last, ἃ φορεῖ ἐπὶ ἡμέρας δεκαπέντε dub. sens. in PFlor.384.54 (v A. D.).II [voice] Pass., to be borne along,ἐν ῥοθίοις A.Th. 362
(lyr.);φορούμενος πρὸς οὖδας S.El. 752
; κόνις δ' ἄνω φορεῖθ' ib. 715;ἄνω τε καὶ κάτω φ. E.Supp. 689
;πολλοῖς διαύλοις κυμάτων φ. Id.Hec.29
, cf. Plu.2.398d; πεφορημένον ἀεί always in motion, Pl.Ti. 52a: hence, to be storm-tossed,νᾶϊ φορήμεθα σὺν μελαίνᾳ Alc.18.4
, cf. Ar. Pax 144;ποσσὶ φ. Theoc.1.83
, cf. Bion 1.23: metaph.,δόξαις φορεῖται τοπαζόμενα Pl.Epin. 976a
.III [voice] Med., fetch for oneself, fetch regularly, E.El. 309; λευκανίηνδε φορεύμενος putting food into one's mouth, A.R.2.192. -
15 ἀγανάκτησις
A physical pain and irritation, ἀ. περὶ τὰ οὖλα, of the irritation caused by teething, Pl.Phdr. 251c.II vexation,ἀγανάκτησιν ἔχει Th.2.41
, cf. 2 Ep.Cor.7.11, Plot.4.4.19:—of God, wrath, Porph. Marc.7, Jul.Gal. 171e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανάκτησις
-
16 ἔριον
ἔριον, τό, [dialect] Ion. [full] εἴριον GDIiv p.876 (Chios, iv B. C., also written ἔρια ibid.), Hdt., Hp., and always in Hom. (indicating ἐρϝ-) exc. gen. ἐρίοιο in Od.4.124:—A wool, Il.12.434, Od.l.c., Pl.Smp. 175d ; ἐρίῳ στέψαντες, i.e. with woollen fillets, Id.R. 398a, etc.: freq. in pl., Il. 3.388, Od.18.316 ; εἴρια ῥυπαρά, ἔρια οἰσυπηρά, greasy wool, Hp. Fract.21, Dsc.2.74 ;ἔρια καθαρά PCair.Zen.12.62
(iii B. C.); τἄρια, crasis for τὰ ἔ., Ar.Ra. 1387 ; οὖλα ἔρια ib. 1067 ; ἔ. πεπταμένα outspread flocks of wool, Id.Nu. 343 ;ἐρίων τάλαντον Id.V. 1147
;τὰ Μιλήσια ἔ. Eub.90.3
, cf. Amphis 27.1 ; cotton,Hdt.
3. 47, cf. 106 ; τὸ ἔ. [τῆς ἀράχνης] a spider's web, Philostr.Im.2.28 ; τὰ ἐκ τῆς θαλάττης ἔ., of the byssus of the pinna, Alciphr.1.2. ( ([place name] Crete ) without initial ϝ-; Lat. vervex perh. not cogn.) -
17 ὑποστύφω
A to be somewhat astringent, Dsc.1.118;ὑποστῦφον ἥδυσμα Plu.Ant.24
; of astringent tastes, screw up the mouth,οὖλα Nic.Al.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστύφω
-
18 βάβρηξ
Grammatical information: m.\/f.?Meaning: βάβρῆκες τὰ οὖλα (gums) τῶν ὀδόντων, οἱ δε σιαγόνας οἱ δε ἐν τοῖς ὀδοῦσιν ἀπὸ τῆς τροφῆς κατεχόμενα (var. βέβρηκες τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος).Other forms: βάρηκες, s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Kalléris, Macédoniens 114f. derives the word from a root βρ- in βίβρωσκω, but this has a root in laryngeal (hardly lost in composition). He and DELG connect βαβρήν, for which I see no reason. Is βάρηκες just a mistake? The meaning of βέβρηκες is not clear to me (hardly μέρος = `piece of food'). The word is prob. Pre-Greek, cf. the variation α\/ε. Cf. βαβρήν.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάβρηξ
-
19 βάρηκες
Grammatical information: m.\/f.?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Page in Frisk: 1,220Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάρηκες
См. также в других словарях:
ούλα — (Ανατ.). Τα τμήματα του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας που καλύπτουν τις φατνιακές αποφύσεις της επάνω και κάτω γνάθου. Κοντά στα δόντια, με τα οποία βρίσκονται σε στενή επαφή, τα ο. κολλούν στο υποκείμενο περιόστεο και είναι ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
οὔλα — οὔ̱λᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱λᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) οὔ̱λᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc/acc dual οὔ̱λᾱ , οὖλος 1 whole fem nom/voc sg (doric aeolic) οὔ̱λᾱ , οὖλος 2 woolly fem nom/voc/acc dual οὔ̱λᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖλα — ὅλοξ neut nom/voc/acc pl (ionic) οὖλον the gums neut nom/voc/acc pl οὖλος 1 whole neut nom/voc/acc pl οὖλος 2 woolly neut nom/voc/acc pl οὖλος 3 destructive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθούλης — ούλα, ούλικο [αγαθός] αυτός που κουτοφέρνει, αφελής, αγαθιάρης … Dictionary of Greek
γλυκούλης — ούλα, ούλικο [γλυκός] 1. υπόγλυκος 2. συμπαθητικός … Dictionary of Greek
καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… … Dictionary of Greek
ούλο — το (ΑΜ οὖλον) συν. στον πληθ. τα ούλα ροδόχρους και παχύς βλεννογόνος με ινώδη στοιχεία στερεά προσκολλημένος στις φατνιακές αποφύσεις τών γνάθων και στην οστέϊνη ουσία τών δοντιών αρχ. στον πληθ. πρήξιμο στα ούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek
ραχούλα — Oνομασία 4 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 1060 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μικρού Περιστερίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Καρδίτσας του… … Dictionary of Greek
σακούλα — η, Ν 1. (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος 2. σάκος με μικρή χωρητικότητα από χαρτί, πανί ή πλαστικό, χρήσιμος για την μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων 3. σάκος από λεπτό πανί μέσα στο οποίο τοποθετείται το γιαούρτι για να στραγγίσει 4. σακίδιο… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia