-
1 τολύπη
τολύπηclew: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 τολύπη
-ης ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 2 Kgs 4,39gourd, pumpkin -
3 τολύπη
-
4 τολύπη
puffΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τολύπη
-
5 τολύπαι
τολύπηclew: fem nom /voc plτολύπᾱͅ, τολύπηclew: fem dat sg (doric aeolic) -
6 τολύπαις
τολύπηclew: fem dat pl -
7 τολύπην
τολύπηclew: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 τολύπης
τολύπηclew: fem gen sg (attic epic ionic) -
9 τολύπας
τολύπᾱς, τολύπηclew: fem acc plτολύπᾱς, τολύπηclew: fem gen sg (doric aeolic) -
10 βάρηκες
Grammatical information: m.\/f.?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Page in Frisk: 1,220Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάρηκες
-
11 βάρηκες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάρηκες
-
12 τολύπευμα
A = τολύπη, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολύπευμα
-
13 ἀγαθίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθίδιον
-
14 ἀγριοκολοκύντη
A = τολύπη 3, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριοκολοκύντη
-
15 ὄρδ[η]μα
ὄρδ[η]μα· ἡ τολύπη τῶν ἐρίων, Hsch. [full] ὄρδικον· τὸν χιτωνίσκον (Parian word), Id. [full] ὀρδῠλεύω,A = μοχθέω, Id. s.v. ὠρδυλευσάμην.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρδ[η]μα
-
16 ῥοδάνη
-
17 τολυπεύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τολυπεύω
-
18 ὄρδ\<η\>μα
ὄρδ\<η\>μαGrammatical information: n.Other forms: or (\<ι\> or \<ω\>?)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: In Greek isolated; as verbal noun to Lat. ordior `begin a web, start' etc.; s. WP. 1, 76, Pok. 60, W.-Hofmann s.v. w. lit. (after Fick a.o.). Here ὠρδυλεσά-μην ἐμόχθησα H.(?), from ὀρδυλεύω, *ὄρδυλος, - ύλη as in κόνδυλος, κορδύλη a.o.; cf. τολυπεύειν, also = μοχθεῖν. - The etymology seems to me quite uncertain.Page in Frisk: 2,412Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρδ\<η\>μα
См. также в других словарях:
τολύπη — clew fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπη — η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν 1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο 2. (κατ επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.) αρχ.… … Dictionary of Greek
τολύπαι — τολύπη clew fem nom/voc pl τολύπᾱͅ , τολύπη clew fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπαις — τολύπη clew fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπην — τολύπη clew fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολύπης — τολύπη clew fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… … Dictionary of Greek
τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
τολύπιον — το, Ν [τολύπη] (υποκορ. τού τολύπη) … Dictionary of Greek
τολύπας — τολύπᾱς , τολύπη clew fem acc pl τολύπᾱς , τολύπη clew fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Colus — • Colus, ηλακάτη, прялка для шерсти, т. е. валик, обыкновенно сделанный из тростника, вокруг которого укреплялась чесаная, назначенная для пряжи, шерсть (τολύπη, mollis lana, tractus). Пряха брала левой рукой прялку, а правой… … Реальный словарь классических древностей