-
1 ουράς
ὀρεύςmule: masc acc pl (ionic)οὐράtail: fem gen sg (attic doric aeolic)οὐρεύςmule: masc acc pl (epic ionic)——————ἐρᾷς, ἐράω 1love: pres subj act 2nd sgἐρᾷς, ἐράω 1love: pres ind act 2nd sg (epic)ἐρᾷς, ἐράω 2pour forth: pres subj act 2nd sgἐρᾷς, ἐράω 2pour forth: pres ind act 2nd sg (epic) -
2 ουράς
-
3 οὐράς
-
4 οὐρᾶς
Βλ. λ. ουράς -
5 οὑρᾷς
Βλ. λ. ουράς -
6 οὐρὰς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὐρὰς
-
7 ἀπ-ούρας
-
8 κουλ(λ)ουράς
ο продавец бубликов, баранок и т. п. -
9 κουλ(λ)ουράς
ο продавец бубликов, баранок и т. п. -
10 οὐρά
οὐρά, ἡ (verwandt mit ὄῤῥος), der Schwanz, Schweif; vom Löwen, οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωϑεν μαστίεται, Il. 20, 170; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες, Od. 10, 215, vgl. 17, 302; Eur. Rhes. 784; Soph. frg. 619 (der es nach Phot. auch für αἰδοῖον braucht); Her. 2, 47. 3, 113; Xen., Arist. u. Folgde. – Uebertr. a) das Hintertheil des Schiffes, wie πρύμνη. Und bes. – b) vom Heere, der Nachtrab, die Nachhut, Xen. An. 3, 4, 42 u. öfter; καλεῖ Ξενοφῶντα ἀπὸ τῆς οὐρᾶς, 3, 4, 38; προαγαγόντες καὶ τὴν οὐρὰν αὖϑις ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων, ἔϑαπτον, 6, 3, 6, nachdem sie mit dem Nachtrab bis zu den ersten Todten vorgerückt waren u. ihn dort hatten halten lassen; Pol. κατ' οὐρὰν προςπίπτοντες, 2, 67, 2; ἀπ' οὐρᾶς, 1, 77, 7. – Dah. κατ' οὐράν τινος ἕπεσϑαι im Rücken folgen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; vgl. Ath. VII, 281 e; u. εἰς οὐρὰν ἐπανάγειν τὴν βάδισιν, rückwärts, Ael. H. A. 16, 33; τοὺς ἡμίσεις μὲν ἔμπροσϑεν, τοὺς ἡμίσεις δ' ἐπ' οὐρᾷ ἔχων, Xen. Hell. 4, 3, 4; ὁ κατ' οὐράν, der Hintermann, Cyr. 5, 3, 45.
-
11 δίαῤ-ῥίπτω
δίαῤ-ῥίπτω, Nebenform διαρριπτέω u. viell. διαρριπτάω, vgl. ῥιπτέω, ῥίπτω: durchwerfen, hin und her werfen, aus ein ander werfen: Hom. Odyss, 19, 575 διαρρίπτασκεν ὀιστόν, schoß einen Pfeil hindurch; die Form wie von διαρριπτάω, vgl. ῥίπτασκον Iliad. 15, 23, ῥἰπτασκε Odyss. 8, 374, ῥιπτάζων Iliad. 14, 257, κρύπτασκε Iliad. 8, 272; Buttmann Ausf. Gr. 2. Ausg. Bd. 1. S. 384 §. 94 Anm. 4; – hin u. her werfen, ὄμμα πανταχῆ διάριψον Ar. Th. 665; ὄψιας, Hippocr.; βλέμμα διέῤῥιπται, er hat einen unstäten, scheuen Blick, Hel.; ταῖς οὐραῖς, od. τὰς οὐρὰς διαῤῥιπτοῦσαι κύνες, mit dem Schwanz hin- u. herschlagend, Xen. Oyn. 6, 23; – aus einander werfen, zerstreuen, τὰ σκεύη διέῤῥιψας Xen. An. 5, 8, 6; διεῤῥίπτουν εἰς τὴν ὁδόν Aesch. 1, 59; διεῤῥιμμένα, Plat. Lgg. IX, 860 c; auch = getrennt, Plut. Philop. 8; zerstreut, ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ διεῤῥιμμένοι, Luc. Icarom. 4; κόμαι διεῤῥιμμέναι, Pol. 2, 56, 7; διεῤῥιμμένην ποιήσασϑαι τὴν μνήμην, zerstreut, 3, 57, 8; hin-, zuwerfen, δούλω κάρυα διαῤῥιπτοῦντε τοῖς ϑεωμένοις, Ar. Fesp. 59; διεῤῥίπτειοἷς αὐτῷ ἐδόκει Xen. An. 7, 3, 22; Plut. Aemil. 23; – verwerfen, καὶ ἐλέγχειν, Plat. Ep. VII, 343 d; – τὰ μέλη διαῤῥιπτεῖν, die Glieder (zum Sprunge) ausspreizen, Arr. ven. 15, 2; dah. intr., springen, ἐν τῇ ϑαλάττῃ διαῤῥιπτῶν ἐπὶ τὸ δυνατόν Xen. Cyn. 5, 8.
-
12 ἐφ-έλκω
ἐφ-έλκω (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Uebertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσϑησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν ϑύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῠσαν ὀϑνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καϑυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.
-
13 ἐν-δάκνω
-
14 διαρριπτεω
(только praes. и impf.)1) разбрасывать, бросать(κάρυ΄ ἐκ φορμίδος τοῖς θεωμένοις Arph.; τι εἰς τέν ὁδόν Aeschin.)
2) размахивать, вилять(ταῖς οὐραῖς и τὰς οὐράς Xen.)
3) бросаться(ἐν τῇ θαλάττῃ Xen.)
-
15 εφελκω
и (только в aor.) ἐφελκύω, ион. ἐπέλκω (fut. ἐφέλξω, aor. ἐφείλκυσα)1) тянуть, тащить, волочить(τὰς οὐράς Her.; καλωδίῳ τι Thuc.)
ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. Her. — вести коня в поводу2) med. притягивать, подтягиватьτέν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. — затворить дверь3) med. увлекать за собой, похищать(γυναῖκα ἄκουσαν Plut.)
4) притаскивать, приносить(ποτῆρ΄ ἀσκοῦ μέτα Eur.)
5) med. вытягивать, извлекать(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τέν στρατιὰν ἐκ τῶν στενῶν Plut.)
τέν κλεῖν ἐ. Lys. — вынуть (и унести) ключ6) med. натягивать(κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plut.)
7) стягивать, т.е. хмурить(ὀφρῦς Anth.)
8) med. (sc. τὸν πόδα) волочить ногу(χωλαίνειν καὴ ἐ. Plat.)
9) (тж. ἐ. ξὺν αὑτῷ Eur.) влечь за собой, приводить с собой, порождать(πολλὰς ξυμφοράς, med. πολλὰ κακά Eur.)
10) med. волочиться (по земле)(ἐφελκομένοισι πόδεσσιν Hom.)
11) med.-pass. медлить, задерживаться(ἐφελκομένη ἐπικουρία Polyb.)
οἱ ἐφελκόμενοι Her. — отставшие (в пути)12) med. приобретать, усваивать(τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen.; δόξας κενάς Plut.)
13) med. присваивать себе(ὄνομά τι Plut.)
14) тж. med. привлекать, манить(ῥείθροισιν ἐφελκόμενος - v. l. ἐφεξόμενος - μαλακοῖσιν HH.)
αὐτὸς ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος Hom. — оружие само просится в руки человека;μέ τούτῳ ἐφέλκεσθε Thuc. — не давайте увлечь себя этим, т.е. не поддавайтесь этому соблазну -
16 συνεξαγω
1) одновременно выводитьσ. εἰς φῶς τὸ δόγμα τινός Plat. — выявлять (досл. выводить на свет) чьё-л. мнение2) выводить одновременно наружу, выделять(τὸ κολλῶδες Arst.)
3) вытаскивать (из капкана), освобождать(τὰς οὐράς Plut.)
-
17 βρύτιχοι
βρύτιχοι· βάτραχοι μικροὶ ἔχοντες οὐράς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύτιχοι
-
18 μύουρος
A tapering (lit. mousetailed), of a non-carnivorous fish's στόμα (snout), Arist.PA 662a32, 697a1; of theαἱμόρροος 11
, , cf. 225;ἐξ εὐρείας τῆς κεφαλῆς μείουρος κάτεισιν ἔστε ἐπὶ τὴν οὐράν Ael.NA15.13
· εἰς (ἐπὶ) μείουρον ἄγεσθαι taper towards the tail, Philum.Ven.21.1, 27.1; ἐν τῷ μειούρῳ τῆς οὐρᾶς the tapering part of a horse's tail, Hippiatr.55; τὸ μείουρον (sc. τοῦ σπέρματος)πρὸς τὴν γῆν ἄγοντας Gp.10.57.8
, cf. 10.63.4;κάμαξ μύουρος Apollod.Poliorc.172.9
(v.l. μεί-), 182.6, cf. Ph.Bel.51.8 (μύ-), 83.20 ([etym.] μεί-); πύργον.. ἐς μύουρον ἀνιόντα Paus.10.16.1
;αἱ πρὸς ὄμμα τε καὶ ὀρθογώνιοι στοαὶ πόρρωθεν μείουροι φαίνονται Hero
*Deff.135.9 (v.l. μύ-) ; μετρεῖ τὰ μείουρα ὡς κώνους κολούρους, i.e. roughly, ib.8; σφὴν μείουρος Id.*Stereom.1.28; λίθος μείουρος ib.2.17 (v.l. μύ-), 59; ξύλον μύουρον Id.*Mens.8 (as Subst. μείουρος, ὁ, tapering prism, Id.*Deff.133.2, *Geom.3.24);ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἄκρον μείουροι Diocl.Fr.27
; μείουρος σχηματισμὸς [τῶν δακτύλων], i.e. with the tips pressed together, Sor.2.60;μύουρον σχῆμα Str.2.5.6
, Apollod.Poliorc.181.3; μερίς, τμῆμα, γραμμή, Str.11.11.7. Adv.,συνηγμένων μειούρως τῶν δακτύλων Paul.Aeg.6.74
.2 στίχοι μείουροι 'tapering' hexameters, in which the first syllable of one of the last two feet is short instead of long, Ath. 14.632e, cf. Sch.Heph.p.290 C., Eust.900.7.3 of the pulse, dying away gradually, Gal.8.480,524, 9.314. Adv. - ρως ibid.4 of an epic poem with only a single μῦθος, ὥστε.. βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι it seems too short, Arist.Po. 1462b6; of periods, Id.Rh. 1409b18. (In this group of words codd. freq. vary between μυ- and μει-; both μυουρία and μειουρία are recognized by Eust. l. c.: μυ- prob. became μει- by phonetic change, cf. ἐρρηγεῖα, κώδεια, etc.: μῠ- Nic. Th. 225, D.P.l.c., but μῡ- Nic. Th. 287.)------------------------------------μύουρος (B), ἡ, a plant,II = σάμψυχον, Ps.-Dsc.3.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύουρος
-
19 σεισμός
A shaking, shock, γῆς ς. earthquake, E.HF 862, Th.3.87; : abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec. 791, Th.1.23, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεισμός
-
20 σμίνθουροι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμίνθουροι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐρᾶς — ὀρεύς mule masc acc pl (ionic) οὐρά tail fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρεύς mule masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐράς — οὐρά̱ς , οὐρά tail fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑρᾷς — ἐρᾷς , ἐράω 1 love pres subj act 2nd sg ἐρᾷς , ἐράω 1 love pres ind act 2nd sg (epic) ἐρᾷς , ἐράω 2 pour forth pres subj act 2nd sg ἐρᾷς , ἐράω 2 pour forth pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουλ(λ)ουράς — ο [κουλ(λ)ούρι] αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει κουλούρια … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
ουραίος — (I) α, ο (ΑΜ οὐραῑος, α, και η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών») 2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ουραίο στρ. εξάρτημα τού όπλου, σταθερό… … Dictionary of Greek
παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… … Dictionary of Greek