-
1 ἀπ-ούρας
-
2 οὐρά
οὐρά, ἡ (verwandt mit ὄῤῥος), der Schwanz, Schweif; vom Löwen, οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωϑεν μαστίεται, Il. 20, 170; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες, Od. 10, 215, vgl. 17, 302; Eur. Rhes. 784; Soph. frg. 619 (der es nach Phot. auch für αἰδοῖον braucht); Her. 2, 47. 3, 113; Xen., Arist. u. Folgde. – Uebertr. a) das Hintertheil des Schiffes, wie πρύμνη. Und bes. – b) vom Heere, der Nachtrab, die Nachhut, Xen. An. 3, 4, 42 u. öfter; καλεῖ Ξενοφῶντα ἀπὸ τῆς οὐρᾶς, 3, 4, 38; προαγαγόντες καὶ τὴν οὐρὰν αὖϑις ποιησάμενοι κατὰ τοὺς πρώτους τῶν ἀτάφων, ἔϑαπτον, 6, 3, 6, nachdem sie mit dem Nachtrab bis zu den ersten Todten vorgerückt waren u. ihn dort hatten halten lassen; Pol. κατ' οὐρὰν προςπίπτοντες, 2, 67, 2; ἀπ' οὐρᾶς, 1, 77, 7. – Dah. κατ' οὐράν τινος ἕπεσϑαι im Rücken folgen, Xen. Cyr. 2, 3, 21; vgl. Ath. VII, 281 e; u. εἰς οὐρὰν ἐπανάγειν τὴν βάδισιν, rückwärts, Ael. H. A. 16, 33; τοὺς ἡμίσεις μὲν ἔμπροσϑεν, τοὺς ἡμίσεις δ' ἐπ' οὐρᾷ ἔχων, Xen. Hell. 4, 3, 4; ὁ κατ' οὐράν, der Hintermann, Cyr. 5, 3, 45.
-
3 δίαῤ-ῥίπτω
δίαῤ-ῥίπτω, Nebenform διαρριπτέω u. viell. διαρριπτάω, vgl. ῥιπτέω, ῥίπτω: durchwerfen, hin und her werfen, aus ein ander werfen: Hom. Odyss, 19, 575 διαρρίπτασκεν ὀιστόν, schoß einen Pfeil hindurch; die Form wie von διαρριπτάω, vgl. ῥίπτασκον Iliad. 15, 23, ῥἰπτασκε Odyss. 8, 374, ῥιπτάζων Iliad. 14, 257, κρύπτασκε Iliad. 8, 272; Buttmann Ausf. Gr. 2. Ausg. Bd. 1. S. 384 §. 94 Anm. 4; – hin u. her werfen, ὄμμα πανταχῆ διάριψον Ar. Th. 665; ὄψιας, Hippocr.; βλέμμα διέῤῥιπται, er hat einen unstäten, scheuen Blick, Hel.; ταῖς οὐραῖς, od. τὰς οὐρὰς διαῤῥιπτοῦσαι κύνες, mit dem Schwanz hin- u. herschlagend, Xen. Oyn. 6, 23; – aus einander werfen, zerstreuen, τὰ σκεύη διέῤῥιψας Xen. An. 5, 8, 6; διεῤῥίπτουν εἰς τὴν ὁδόν Aesch. 1, 59; διεῤῥιμμένα, Plat. Lgg. IX, 860 c; auch = getrennt, Plut. Philop. 8; zerstreut, ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ διεῤῥιμμένοι, Luc. Icarom. 4; κόμαι διεῤῥιμμέναι, Pol. 2, 56, 7; διεῤῥιμμένην ποιήσασϑαι τὴν μνήμην, zerstreut, 3, 57, 8; hin-, zuwerfen, δούλω κάρυα διαῤῥιπτοῦντε τοῖς ϑεωμένοις, Ar. Fesp. 59; διεῤῥίπτειοἷς αὐτῷ ἐδόκει Xen. An. 7, 3, 22; Plut. Aemil. 23; – verwerfen, καὶ ἐλέγχειν, Plat. Ep. VII, 343 d; – τὰ μέλη διαῤῥιπτεῖν, die Glieder (zum Sprunge) ausspreizen, Arr. ven. 15, 2; dah. intr., springen, ἐν τῇ ϑαλάττῃ διαῤῥιπτῶν ἐπὶ τὸ δυνατόν Xen. Cyn. 5, 8.
-
4 ἐφ-έλκω
ἐφ-έλκω (s. ἕλκω), ion. ἐπέλκω, heran-, herbeiziehen, schleppen; ναῦς δ' ἃς ἐφέλξω Eur. Cycl. 151; ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου φάος Ion 1149, hinterherziehen, wie ἐκ τοῦ βραχίονος τὸν ἵππον Her. 5, 12; οὐράς, nachschleppen, 3, 113; καλωδίῳ ἐν ἀσκοῖς ἐφέλκοντες μήκωνα Thuc. 4, 26; κατὰ τὰς πρύμνας τῶν λέμβων ἐφέλκειν διενοοῦντο τοὺς ἵππους νέοντας Pol. 3, 43, 4; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran, Arist. H. A. 8, 24. Uebertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend, Eur. Herc. F. 777; ξυμφοράς Med. 552; αἴσϑησιν Plat. Phil. 95 e; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken, Thuc. 1, 42. – Häufiger im med. an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen, Il. 13, 597, a. D., wie Ap. Rh. 1, 1162; ἡμᾶς ἐφελκόμενοι Plat. Crat. 439 c; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen, Lys. 1, 13; τὴν ϑύραν, die Thür hinter sich anziehen, Luc. am. 16 u. a. Sp.; – übh. anziehen, eigentlich u. übertr., ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich, Od. 16, 294. 19, 13; ἐφέλκεται τὸ ὑργόν Tim. Locr. 102 a; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich, Eur. Med. 462; sich aneignen, τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen. Cyr. 8, 4, 32; Μοῠσαν ὀϑνείην Theocr. ep. 22, 4; – πόδες ἐφελκόμενοι, Il. 23, 696, sind nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; so vrbdt Plat. Legg. VII, 795 b χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται. Bei Her. sind οἱ ἐφελκόμενοι die Nachzügler, 3, 105. 4, 203; Pol. 5, 80, 2, der auch ἐφελκομένη καὶ καϑυστεροῦσα ἐπικουρία vrbdí, 9, 40, 2.
-
5 ἐν-δάκνω
-
6 δίαῤῥίπτω
δίαῤ-ῥίπτω, durchwerfen; διαρρίπτασκεν ὀιστόν, schoss einen Pfeil hindurch; hin- u. herwerfen; βλέμμα διέῤῥιπται, er hat einen unsteten, scheuen Blick; ταῖς οὐραῖς, od. τὰς οὐρὰς διαῤῥιπτοῦσαι κύνες, mit dem Schwanz hin- u. herschlagend; auseinanderwerfen, zerstreuen; auch = getrennt; zerstreut; hin-, zuwerfen; verwerfen; τὰ μέλη διαῤῥιπτεῖν, die Glieder (zum Sprunge) ausspreizen; dah. intr., springen -
7 ἐφέλκω,
ἐφ-έλκω, u. ἐφ-ελκύω, heran-, herbeiziehen, schleppen; οὐράς, nachschleppen; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran. Übertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken; an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen; τὴν ϑύραν, die Tür hinter sich anziehen; übh. anziehen; ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich; sich aneignen; πόδες ἐφελκόμενοι, nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; οἱ ἐφελκόμενοι, die Nachzügler -
8 ἐφελκύω
ἐφ-έλκω, u. ἐφ-ελκύω, heran-, herbeiziehen, schleppen; οὐράς, nachschleppen; τὰ ὀπίσϑια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ πρόσϑια, sie ziehen sie an die Vorderfüße heran. Übertr., ὁ χρυσὸς φρονεῖν βροτοὺς ἐξάγεται δύνασιν ἄδικον ἐφέλκων, herbeiführend; μηδὲ τούτῳ ἐφέλκεσϑε, laßt euch dadurch nicht verlocken; an sich heranziehen, mit sich fortschleppen, ἔγχος, die in der Wunde steckende Lanze mit sich schleppen; τὴν κλεῖν, den Schlüssel abziehen u. mit sich nehmen; τὴν ϑύραν, die Tür hinter sich anziehen; übh. anziehen; ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος, das Eisen zieht den Mann an sich; πόλλ' ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ, bringt mit sich; sich aneignen; πόδες ἐφελκόμενοι, nachschleppende, gelähmt nachschleifende Füße; οἱ ἐφελκόμενοι, die Nachzügler
См. также в других словарях:
οὐρᾶς — ὀρεύς mule masc acc pl (ionic) οὐρά tail fem gen sg (attic doric aeolic) οὐρεύς mule masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐράς — οὐρά̱ς , οὐρά tail fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑρᾷς — ἐρᾷς , ἐράω 1 love pres subj act 2nd sg ἐρᾷς , ἐράω 1 love pres ind act 2nd sg (epic) ἐρᾷς , ἐράω 2 pour forth pres subj act 2nd sg ἐρᾷς , ἐράω 2 pour forth pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουλ(λ)ουράς — ο [κουλ(λ)ούρι] αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει κουλούρια … Dictionary of Greek
κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
κροταλίας — Κοινή ονομασία διαφόρων ιοβόλων φιδιών που υπάγονται στα γένη Crotalus και Sistrurus της οικογένειας viperidae της τάξης των λεπιδωτών. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι τα φίδια αυτά κροταλίζουν (κάνουν κρότο) με 5 6 κερατοειδείς δακτυλίους… … Dictionary of Greek
ουραίος — (I) α, ο (ΑΜ οὐραῑος, α, και η, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή αυτός που βρίσκεται στην ουρά («το ουραίο πτερύγιο τών ψαριών») 2. οπίσθιος, ακραίος, τελευταίος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ουραίο στρ. εξάρτημα τού όπλου, σταθερό… … Dictionary of Greek
παγόνι — (ταώς ο λοφιοφόρος pavo cristatus). Ορνιθοειδές της οικογένειας των φασιανιδών. Το αρσενικό μπορεί να φτάσει σε μήκος 1,25 μ. εκτός από τα φτερά της ουράς, που έχουν περίπου άλλο τόσο μήκος· το θηλυκό έχει κατά κανόνα μήκος ένα μέτρο. Ενώ τα… … Dictionary of Greek