-
81 ψηρός
-
82 κατα-κλείω
κατα-κλείω, att. - κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισϑῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσϑησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
-
83 κάγκανος
-
84 γῆρας
γῆρας, τό, das Greisenalter; aus γέρας gedehnt; γέρας »die Ehrengabe« und γῆρας sind ursprünglich ein und dasselbe Wort, vgl. γέρων, γέρας, γεραρός, γεραιός. Als das Wort γέρων neben der Bedeutung »der Vornehme« die Bedeutung »der Greis« angenommen hatte, setzte sich für den zugehörigen Begriff »Greisenalter« die gedehnte Form γῆρας fest, während die ältere Form γέρας für die ursprüngliche Bedeutung der »Ehre« blieb. Aehnlich verhält sich γηραιός zu γεραιός. Vgl. z. B. ξερός ξηρός, ἔϑος ἦϑος. Von γῆρας ist gen. γήραος, Att. γήρως, dat. γήραϊ, Att. γήρᾳ, vgl. γῆρος; Hom. γῆρας, γήραος, γήραϊ und γήραι oder γήρᾳ oder γήρα' Odyss. 11, 136. 23, 283, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 11, 385. Das Wort kommt von Hom. an überall vor; es wird von Dichtern auch auf leblose Dinge übertragen, so Aesch. Sept. 682 οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῠ μιάσματος, solchen Frevel tilgt oder mindert die Zeit nicht, er bleibt frisch. In der Redensart γήραος οὐδός, »die Schwelle des Alters«, Odyss. 15, 246. 348. 23, 212 Iliad. 22, 60. 24, 487, ist γήραος genit. definitivus, das Alter ist eben der οὐδός, die Schwelle, nämlich des Lebens; vgl. Scholl. Odyss. 15, 348 ἐπὶ γήραος οὐδῷ: περιφραστικῶς τῷ γήρει. – Auch die alte Haut heißt γῆρας, welche die Schlangen abstreifen, Aristot. H. A. 5, 17. 8, 19; vgl. γῆρας ἀποξύ σας Hom. Iliad. 9, 446, τὸ γῆρας ἐκδύεσϑαι, ἀποδύεσϑαι, das Alter abstreifen, Ar. Pax 336 u. Sp.
-
85 ξερός
ξερός, ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχϑει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλϑέ.
-
86 δια-καής
δια-καής, ές, durchglüht, sehr heiß; ἀὴρ ξηρὸς καὶ δ. Luc. Gymn. 16; Medic.; auch übertr., ζήλῳ δ., von Eifersucht, Luc. dom. 31. – Adv., διακαῶς ἐρᾶν, Alciphr. 3, 8.
-
87 ξηράφιον
-
88 νοτερός
νοτερός, naß, seu cht, auch nässend, feucht machend; νοτερὰν πέπλων πτύχα, Eur. Suppl. 978; νοτερῷ βλεφάρῳ, Alc. 601; ὕδωρ, Ion 149; sp. D., ὄμμα, Maec. 3 (V, 130), ἀνεμώνη, Rufin. 15 (V, 74), ϑάλαττα, Add. 6; u. in Prosa; χειμών, Thuc. 3, 21; τὸ νοτερὸν καὶ ὁμιχλῶδες, Tim. Locr. 99 c; Ggstz von ξηρός, Plat. Tim. 82 a; τὰ νοτερὰ τῆς σαρκὸς καὶ ἁπαλά, 65 d; Sp., wie Plut.
-
89 αὐξηρός
-
90 ἄν-ικμος
-
91 αβρεκτος
-
92 ημιξηρος
-
93 καταξηρος
21) высохший, пересохший(ἥ γλῶττα Arst.)
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.) -
94 υπερξηρος
-
95 υποξηρος
2суховатый -
96 χιλος
ὅ зеленый корм, фураж Her., Plut.προέρχεσθαι ἐπὴ χιλόν Xen. — отправляться на заготовку фуража;
χ. ξηρός Xen. — сено -
97 ξηρά
-
98 ξηρᾷ
-
99 ξηράν
-
100 ξηρᾶν
См. также в других словарях:
ξηρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξηρός — ή, ό βλ. ξερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια … Dictionary of Greek
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)