-
1 κατά-ξηρος
κατά-ξηρος, sehr trocken, dürr, Arist. de anim. 2, 10 u. Sp., auch übertr., τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιϑυμίας Alciphr. 1, 22.
-
2 ξηρός
Grammatical information: adj.Compounds: Many compp., e.g. ξηρ-αλοιφέω `rub dry with oil' (Lex Solonis ap. Plu. Sol. 1), comp. of ξηρὸν ἀλείφειν (: *ξηρ-αλοιφός); cf. Schwyzer 726; ξηρό-βηξ, - χος m. `dry cough' (medic.; opposite ὑγρό-βηξ; Strömberg Wortstudien 100); κατά-, ἐπί-ξηρος a.o. (Hp., Arist.) beside κατα-, ἐπι-ξηραίνω; on the shades of meaning Strömherg Prefix Studies 153 f. a. 97 f.Derivatives: 1. ξηρότης, - ητος f. `dryness' (Att., Arist.); 2. ξηρίον n., ξηράφιον n. `desiccative powder' (medic., pap.); 3. ξηρώδης `dryish' (EM beside πυρώδης). 4. ξηραίνω, - ομαι, fut. - ανῶ, - ανοῦμαι (IA.), aor. ξηρᾶναι (- ῆναι), - ανθῆναι (Il.), perf. midd. ἐξήρασμαι (IA.), - αμμαι (hell.), often w. prefix as ἀνα-, ἀπο-, ἐπι-, κατα-, `become, make dry' with ( ἀνα-)ξήρανσις f. (Thphr., Gal.), ( ἀνα-, ἐπι-, ὑπερ-)ξηρασία, - ίη f. (Hp., Arist., Thphr.; on the formation Chantraine Form. 85), ( ἀνα-)ξηρασμός m. (medic.) `getting dry'; ( ἀνα-)ξηραντικός `getting dry' (Hp., Thphr.).Etymology: From ξηρός can hardly be separated ξερόν (s. v.); if this belongs with Lat. serēnus `bright, clear, hell, dry' (from * kseres-no-s), serescō `get dry', OHG serawēn `id.' etc. (WP. 1,503, Pok. 625 with Prellwitz BB 21, 92), ξηρός must contain a matching lengthened grade, an only theoretically convincing [if do] assumption. The question rises then, whether the more rare and formalized ποτὶ ( ἐπὶ) ξερόν goes back on a metrical shortening (Chantraine Gramm. hom. 1, 107). But the old equation with Skt. kṣārá- `burning, biting, sharp' (: kṣā́-yati `burn') is very suspect; s. Mayrhofer s. v. w. lit. -- Farther off remain (against Specht KZ 66, 201 ff. and Heubeck Würzb. Jb. 4, 201) σχερός and χέρσος (s. vv.). Maar e: ē ongewoon in IE. Mayrhofer KEWA 1, 288 doubts connection with the Sanskrit word.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ξηρός
-
3 κατα-κλείω
κατα-κλείω, att. - κλῄω (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς ἔρυμα Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς εἴσω τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; ὅταν εἰς ταύτας ἄνεμος ξηρὸς κατακλεισϑῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, δίφρον Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch πάλιν ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσϑησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
-
4 κατάξηρος
κατά-ξηρος, sehr trocken, dürr -
5 καταξηρος
21) высохший, пересохший(ἥ γλῶττα Arst.)
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.) -
6 ξύλον
ξύλον, ου, τό (Hom.+).① wood as a plant substance in unmanufactured form, wood (the wood for the offering of Isaac linked typologically with the cross of Christ: Iren. 4, 5, 4 [Harv. II 157, 2]; Orig., C. Cels. 6, 70, 12) Dg 2:2; Ox 1 recto, 8 (ASyn. 171, 5; cp. GTh 77; s. λίθος 1). πᾶν ξ. θύϊνον every kind of citron wood Rv 18:12a. ξ. τιμιώτατον very precious wood vs. 12b. Pl. wood as building material (Diod S 5, 21, 5 κάλαμοι and ξύλα; PFlor 16, 23; Just., D. 86, 6 εἰς οἰκοδομήν; Tat. 37, 1) 1 Cor 3:12; for making cult images ξύλα κ. λίθους (Sextus 568; Tat.4, 2) together w. other materials 2 Cl 1:6; PtK 2 p. 14, 13 (Ath. 15, 1). As fuel (POxy 1144, 15 ξύλα εἰς θυσίαν; Gen 22:3, 6; Lev 1:7) MPol 13:1; Hs 4:4.② object made of wood (of polytheists’ reverence for cult images: σέβονται λίθους καὶ ξύλα Theoph. Ant. 1, 10 [p. 80, 5])ⓐ of a piece of wood designed for a specific purposeα. a relatively long piece that can be set in the ground, pole (Diod S 5, 18, 4; Maximus Tyr. 2, 8b), as of the one on which Moses raised the brass serpent (Num 21:8f) B 12:7.β. club, cudgel (Hdt. 2, 63; 4, 180; Polyb. 6, 37, 3; Herodian 7, 7, 4; PHal 1, 187; PTebt 304, 10; Jos., Bell. 2, 176, Vi. 233) pl. (w. μάχαιραι) Mt 26:47, 55; Mk 14:43, 48; Lk 22:52.ⓑ a device for confining the extremeties of a prisoner, stocks (Hdt. 6, 75; 9, 37; Lysias 10, 16; Aristoph., Eq. 367; 394; 705; also Chariton 4, 2, 6; OGI 483, 181 [s. the note]; Job 33:11) τοὺς πόδας ἠσφαλίσατο αὐτῶν εἰς τὸ ξύλον he fastened their feet in the stocks Ac 16:24.ⓒ a wooden structure used for crucifixion, cross (Alexis Com. [IV B.C.] 220, 10 ἀναπήγνυμι ἐπὶ τοῦ ξύλου; Philo, Somn. 2, 213; Just., A II, 3, 1 ξύλῳ ἐμπαγῆναι, D. 138, 2 διʼ ὕδατος καὶ πίστεως καὶ ξύλου; Iren. 1, 14, 6 [Harv. I 140, 10]; διὰ ξύλου θάνατος καὶ διὰ ξ. ζωή, θ. μὲν κατὰ τὸν Ἀδάμ, ζ. δὲ κατὰ τὸν χριστόν Orig., C. Cels. 6, 36, 28.—Outside the NT also ‘gallows’: the scholiast on Aristoph., Ran. 736 cites a proverb ἀπὸ καλοῦ ξύλου κἂν ἀπάγξασθαι=if you must hang yourself choose a decent tree; Esth 5:14; 6:4, reproduced Jos., Ant. 11, 246: a ξ. sixty cubits high is to be cut down. Most often OT refers to hanging or impalement of a criminal’s corpse on a post ἐπὶ (τοῦ) ξύλου Gen 40:19; Dt 21:22f; Josh 10:26).—ἡ βασιλεία Ἰησοῦ ἐπὶ ξύλῳ the reign of Jesus is based on the wood (of the cross) B 8:5, cp. vs. 1; 12:1 (fr. an apocr. prophetic writing, perh. 4 Esdr 5:5. S. UHolzmeister, Verb Dom 21, ’41, 69–73). κρεμάσαι ἐπὶ ξύλου hang on the cross Ac 5:30; 10:39. ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου Gal 3:13 (Dt 21:23; cp, Mel., P. 70, 507; 104, 805 ἐπὶ ξύλου κρεμασθείς). καθελεῖν ἀπὸ τοῦ ξ. take down fr. the cross (cp. Josh 10:27) Ac 13:29. πάσχειν ἐπὶ ξύλου B 5:13. τὰς ἁμαρτίας ἀναφέρειν ἐπὶ τὸ ξ. bear the sins on (or to) the cross, to destroy them on the cross 1 Pt 2:24=Pol 8:1.—WSvLeeuwen, NThSt 24, ’41, 68–81.③ tree (this usage is perceptible in Eur., Hdt.; Ctesias [IV B.C.]: 688 Fgm. 45n p. 500 Jac., in Apollon. Paradox. 17 παρʼ Ἰνδοῖς ξύλον γίνεσθαι; Theophr., HP 5, 4, 7; Fgm. Iamb. Adesp. 17 Diehl; Plut., Lycurgus 47 [13, 7]; Harpocration s.v. ὀξυθυμία; PTebt 5, 205 [118 B.C.]; PFlor 152, 4; Gen 1:29; 2:9; 3:1ff; Is 14:8; Eccl 2:5; PsSol 11:5; GrBar 4:8, 16; ApcSed 8:3; Tat. 919, 3 ξύλῳ μαντικῷ) Dg 12:8. ὑγρόν, ξηρὸν ξ. a green, a dry tree Lk 23:31 (s. ξηρός 1 and cp. Polyaenus 3, 9, 7 ξύλα ξηρά [opp. χλωρά].—AHiggins, ET 57, ’45/46, 292–94). πάγκαρπον ξ. a tree bearing all kinds of fruit Dg 12:1. ξ. ἄκαρπον a tree without (edible) fruit (of the elm) Hs 2:3. ξύλῳ ἑαυτὸν συμβάλλειν compare oneself to a tree 1 Cl 23:4a; 2 Cl 11:3 (both script. quots. of unknown orig.). τὰ φύλλα τοῦ ξ. Rv 22:2b; καρπὸς τοῦ ξ. 1 Cl 23:4b. Of trees by watercourses B 11:6 (Ps 1:3). ξ. γνώσεως Dg 12:2a (cp. Gen 2:9, 17; ApcMos 7 al.; Did., Gen. 94, 16); ξ. (τῆς) ζωῆς (Gen 2:9; TestLevi 18:11; ApcEsdr 2:11 p. 26, 5 Tdf.; ApcSed 4:5; ApcMos 19, 22, 28; Did., Gen. 110, 26; τὰ δὲ δύο ξ. τὸ τῆς ζωῆς καὶ τὸ τῆς γνώσεως Theoph. Ant. 2, 24 [p. 156, 19]) Rv 2:7; 22:2a (RSchran, BZ 24, ’38/39, 191–98), 14, 19; Dg 12:2b (cp. vs. 3 and PsSol 14:3 ξύλα τῆς ζωῆς; s. ζωή 2bβ; LvSybel, Ξύλον ζωῆς: ZNW 19, 1920, 85–91; UHolmberg, D. Baum d. Lebens 1923; HBergema, De Boom des Levens in Scrift en Historie, diss. Hilversum ’38; CHemer, The Letters to the Seven Churches of Asia in Their Local Setting ’89 [’86] 41–47; RAC II 1–34; VIII 112–41).—B. 50; 1385. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.
См. также в других словарях:
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek