Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξηράφιον

См. также в других словарях:

  • ξηράφιον — ξηράφιον, τὸ (ΑΜ) αποξηραντική σκόνη η οποία επιπασσόταν πάνω σε πληγές ή τραύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κατάλ. άφιον (πρβλ. μνημ άφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ξηράφιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»