-
1 αὐξηρός
-
2 αὐξηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐξηρός
-
3 αυξηρών
-
4 αὐξηρῶν
-
5 αυξηρά
-
6 αὐξηρά
См. также в других словарях:
αὐξηρά — αὐξηρός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐξηρῶν — αὐξηρός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek