-
21 πολύ-ξηρος
πολύ-ξηρος, sehr trocken, VLL.
-
22 κατά-ξηρος
κατά-ξηρος, sehr trocken, dürr, Arist. de anim. 2, 10 u. Sp., auch übertr., τὸ κατάξηρον τῆς ἐπιϑυμίας Alciphr. 1, 22.
-
23 διά-ξηρος
-
24 λῑμό-ξηρος
λῑμό-ξηρος, hungertrocken, hungerig, Sp.
-
25 ὁλό-ξηρος
ὁλό-ξηρος, ganz trocken, Sp.
-
26 ἐπί-ξηρος
-
27 ὑπό-ξηρος
ὑπό-ξηρος, etwas trocken, dürre; Medic.; Plut.
-
28 ὑπέρ-ξηρος
ὑπέρ-ξηρος, übermäßig trocken, dürr, Arist. H. A. 10, 3.
-
29 ἡμί-ξηρος
ἡμί-ξηρος, halb trocken, B. A. 1173; VLL.
-
30 ξηροτάτω
ξηρόςdry: masc /neut nom /voc /acc superl dualξηρόςdry: masc /neut gen superl sg (doric aeolic)——————ξηρόςdry: masc /neut dat superl sg -
31 ξηρότερον
ξηρόςdry: adverbial compξηρόςdry: masc acc comp sgξηρόςdry: neut nom /voc /acc comp sg -
32 ξηροτάτη
ξηρόςdry: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ξηρόςdry: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
33 ξηροτάτων
ξηρόςdry: fem gen superl plξηρόςdry: masc /neut gen superl pl -
34 ξηροτέραις
ξηρόςdry: fem dat comp plξηροτέρᾱͅς, ξηρόςdry: fem dat comp pl (attic) -
35 ξηροτέρων
ξηρόςdry: fem gen comp plξηρόςdry: masc /neut gen comp pl -
36 ξηρόν
ξηρόςdry: masc acc sgξηρόςdry: neut nom /voc /acc sg -
37 ξηρότατα
ξηρόςdry: adverbial superlξηρόςdry: neut nom /voc /acc superl pl -
38 ξηρότατον
ξηρόςdry: masc acc superl sgξηρόςdry: neut nom /voc /acc superl sg -
39 ξηροτάτην
ξηρόςdry: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
40 ξηροτάτης
ξηρόςdry: fem gen superl sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
ξηρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξηρός — ή, ό βλ. ξερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια … Dictionary of Greek
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)