-
1 κενός
κενός, ή, όν, [dialect] Ion. and poet. [full] κεινός Il.3.376, 4.181, 11.160, 15.453, Pi.O.2.65, 3.45, Hdt.1.73, al.; [dialect] Ep. also [full] κενεός, as always in Hom. (exc. in Il.ll.cc., andAκενός Od.22.249
(s.v.l., fort. κενέ' εὔγματα or κείν' εὔγματα)), also Hp.Aph.7.24, Meliss.7, Timo 20.2 ([comp] Comp.), and in [dialect] Dor., IG42(1).121.73 (Epid., iv B.C.); [dialect] Aeol. [full] κέννος, acc. to Greg. Cor.p.610 S.: [comp] Sup. κεννότατος Sch.Tz.in An.Ox.3.356.18; but οἱ Αἰολεῖς.. οὐ λέγουσι κέννος Choerob.in An.Ox.2.242, cf. Hdn.Gr.2.302, and the true [dialect] Aeol. is prob. κένος or κένεος, from κενϝος, kenevos, cf. Cypr. [full] κενευϝός Schwyzer683.4.I mostly of things, empty, opp. πλέως, Ar.Eq. 280; opp. πλήρης, Id.Nu. 1054; opp. μεστός, Diph.12;κενεὰς σὺν χεῖρας ἔχοντες Od.10.42
;νοστήσαντας κεινῇσι χερσί Hdt.1.73
;κεναῖς χερσίν Pl.Lg. 796b
(v. infr. 11.2); τὸ κ. (sc. τάλαντον ) the empty one, Ar.Fr.488.5;κ. οἴκησις S.Ph.31
;γῆ Id.OT55
; ; χώματα κεινά, = κενοτάφια, Hdt.9.85;κ. τάφος E.Hel. 1057
; κατέθισαν ἐπὶ κενευϝῶν (sc. τάφων gen. sg.) Schwyzer l.c. (Cypr.); κ. χρόνος a pause in music, Anon.Bellerm.83;σφυγμὸς κ. Agathin.
ap. Gal.8.936; of wool and wine, dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.945; τὸ κ. the void of space, Democr.9, Meliss.l.c., Emp.13,al., Epicur.Ep.1p.6U., etc.; τὸ κ., = τόπος ἐστερημένος σώματος, Arist.Ph. 208b26, cf. 213a13 sqq., Cael. 279a13;κ. χώρα Pl.Ti. 58a
; ἢν κενεὸν λάβῃ [ἡ διακοπή] if it penetrates the (brain-) cavity, Hp.Aph. l.c.; esp.Astrol., not occupied by a planet,κ. δρόμος Man.2.452
, cf.Vett. Val.94.27; cf. κενοδρομέω.2 empty, fruitless, void,κενὰ εὔγματα εἰπών Od.22.249
(v. supr.); ἐλπίς, ἐλπίδες, Simon.5.16, A.Pers. 804;γνώμα Pi.N.4.40
, cf. S.Ant. 753; ; ; τέρψις ib. 577; , cf.X.An.2.2.21; , etc.;κ. πρόφασις καὶ ψευδής D.18.150
;λοιδορία κ. Id.2.5
; μάταιον καὶ κ. ib.12; κενὸν ἆρα καὶ τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κ. prob. in Men.530.19; ἀπόντων κενὴν κατηγορεῖν bring an idle charge, Arist.Resp. 470b12; ineffectual,λύγξ Th.2.49
; πουλυμαθημοσύνης, τῆς οὐ κενεώτερον ἄλλο Timo l.c.;πολλὰ κ. τοῦ πολέμου Arist.EN 1116b7
;κ. δόξαι Epicur. Sent.15
; ἐπιθυμίαι, opp. φυσικαί, Id.Ep.3p.62U., Diog.Oen.59;κ. ὀρέξεις Metrod.Herc.831.16
; freq.in adverbial usages, neut.pl.,κενεὰ πνεύσαις Pi.O.10(11).93
; ἡ διὰ κενῆς ἐπανάσεισις τῶν ὅπλων empty flourishing of arms, Th.4.126; διὰ κενῆς ῥίπτειν throw without a projectile, Arist.Pr. 881a39; κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως to no purpose, Ar. V. 929;μάτην διὰ κ. Pl.Com.174.21
;οὐ μαχοῦμαί σοι διὰ κ. Men.Sam. 260
; ;κατὰ κενῆς Procl.in Ti.2.167
D.;εἰς κενόν D.S. 19.9
, Hld.10.30;εἰς κ. ἡ δαπάνη IG14.1746
;εἰς κ. μοχθεῖν Men.Mon. 51
; κατὰ κενοῦ χανεῖν Suid.s.v. λύκος ἔχανεν; κατὰ κενοῦ φέρειν τὰς χεῖρας Ph.1.153; κατὰ κ. βαίνειν, = κενεμβατεῖν, Plu.2.463c: regul. Adv.κενῶς, διαλεκτικῶς καὶ κ. Arist.de An. 403a2
;λογικῶς καὶ κ. Id.EE 1217b21
;μὴ κ. πόνει Men.1101
, cf. Epicur.Ep.3p.61U., Polystr. p.7 W., Arr.Epict.2.17.6, Plu.2.35e.II of persons and things,1 c.gen., destitute, bereft, ; ; ;συμμάχων κ. δόρυ Id.Or. 688
;πεδίον κ. δένδρων Pl.R. 621a
; κ. φρονήσεως, ἐπιστήμης, Id.Ti. 75a, R. 486c; κ. πόνου without the fruits of toil, A.Fr. 241.2 abs., empty-handed, , cf. Od.15.214; ἀπίκατο, οἱ μὲν κεινοί, οἱ δὲ φέροντες κτλ. Hdt.7.131;κενὸς κενὸν καλεῖ A.Th. 353
(lyr.);ἥκεις οὐ κενή S.OC 359
, cf.Tr. 495;οὐθ' ὑπεργέμων.. οὔτε κ. Alex.216
; of camels, without burdens, unloaded, opp. ἔγγομοι, OGI629.166 (Pal- myra, ii A.D.);κ. ἂν ἴῃ.., κ. ἄπεισιν Pl.R. 370e
;κ. τινὰ ἐξαποστεῖλαι LXX Ge.31.42
; bereft of her mate, ; orphan, ; ὑπ' ἄσθματος κενοί exhausted.., A.Pers. 484; of places, without garrison,χῶραι Aeschin.3.146
, cf. Hdt.5.15; of the body, without flesh, Plu.2.831c.b devoid of wit, vain, pretentious,κεινὸς εἴην Pi.O.3.45
;διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant. 709
;ἀνόητον καὶ κ. Ar.Ra. 530
, cf.Ep.Jac.2.20.III [comp] Comp. and [comp] Sup.,κενότερος Stratt.10
D.; - ότατος D.27.25, Phld.Rh.1.67 S., al., cf. Choerob.in Theod.2.76, EM275.50; κενώτερος, -ώτατος, Pl.Smp. 175d, v.l. in Arist.EN 1107a30 ([comp] Comp.); κενεώτερος Timo (v. supr.); κενεώτατος v.l. in Hp.Acut.62. -
2 ἐξίστημι
A causal in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., [tense] aor. 1:— displace: hence, change, alter utterly,τὰν φύσιν Ti.Locr.100c
, Arist.EN 1119a23, cf. Plot.6.2.7;τὴν πολιτείαν Plu.Cic.10
;ἐ. τῆς ποιότητος τὸν οἶνον Id.2.702a
.2 metaph., ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν drive one out of his senses, E.Ba. 850;νοῦ οἶνος ἐξέστησέ με E.Fr. 265
;τοῦ φρονεῖν X.Mem.1.3.12
;ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνθρώπους αὑτῶν D. 21.72
; simply ἐ. τινά drive one out of his senses, confound, amaze, Hp.Coac. 429;ἐξιστάντα καὶ φοβοῦντα τοὺς ἀνθρώπους Muson.Fr.8p.35H.
; diverts the attention,Arist.
Rh. 1408b23; excite, ib. 36, Ev.Luc.24.22; τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, Plu.Sol.21, Crass.23; alsoἐ. τινὰ τῶν λογισμῶν Id.Fab.5
;εἰς ἀπάθειαν ἐ. τὴν ψυχήν Id.Publ. 6
.3 get rid of, dispose of the claims of a person, Sammelb.5246.14(i B.C.), etc.4 ἐξεστᾰκότα ( ἐξεστηκότα cod.): εἰς δίκην κεκληκότα, Hsch.B intr. in [voice] Pass. and [voice] Med., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:1 of Place, arise out of, become separated,ἐξ.. ἵστατο Νεῖκος Emp.36
, cf. 35.10; stand aside from, ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ out of the way, Hdt.3.76;ἐκ τοῦ μέσου X.An.1.5.14
; θάκων καὶ ὁδῶν ἐ. [τινί] stand out of the way forhim, make way for him, Id.Smp.4.31;ἐκστῆναί τινι S.Ph. 1053
, Aj. 672, Ar.Ra. 354, etc.: abs., in same sense, E.IT 1229 (troch.), Ar. Ach. 617, etc.: metaph., is displaced, disordered,E.
Ba. 928;οὐδὲ μένει νοῦς.. ἀλλ' ἐξίσταται S.Ant. 564
.2 c. acc., shrink from, shun,νιν οὐκ ἂν ἐξέστην ὄκνῳ Id.Aj.82
;οὐδέν' ἐξίσταμαι D.18.319
;οὐδένα πώποτε κίνδυνον ἐξέστησαν Id.20.10
.3 go out of joint,ἐ. ἰσχίον Hp.Aph.6.59
, cf. Fract.14,6.II c. gen. rei, retire from, give up possession of,τῆς ἀρχῆς Th.2.63
, 4.28; ἐκστῆναι τῆς οὐσίας, ἁπάντων τῶν ὄντων, become bankrupt, Antipho 2.2.9, D.36.50;τῶν ὑπαρχόντων BGU473.11
(ii A. D.).2 cease from, abandon, τῆς φιλίας, τῶν μαθημάτων, Lys.8.18, X.Cyr.3.3.54; τῶνσπουδασμάτων Pl.Phdr. 249c
, etc.;οἱ τῶν πολιτικῶν ἐξεστηκότες Isoc. 4.171
;τῆς ὑποθέσεως D.10.46
; τῶν πεπραγμένων, i.e. disown them, Id.19.72;ἐ. τινὸς εἴς τι Pl.Lg. 907d
; also ἐ. ἄθλου τινί, στρατηγίας τινί, abandon it in his favour, Nic.Dam.73J., Plu.Nic.7;τῆς Σικελίας τινι Id.Pomp.10
.3 ἐκστῆναι πατρός lose one's father, give him up, Ar.V. 477; καρδίας ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν I depart from my heart's purpose, S.Ant. 1105; esp. φρενῶν ἐκστῆναι lose one's senses. E.Or. 1021, etc.;διὰ τὸ γῆρας τοῦ φρονεῖν Isoc.5.18
;ἐμαυτοῦ Aeschin.2.4
, Men.Sam. 276;ψυχὴ ἐξεστηκυῖα τῶν λογισμῶν Plb.32.15.8
: abs., to be out of one's wits, be distraught,ἐ. μελαγχολικῶς Hp.Prorrh.1.18
, cf. Men.Sam.64, etc.;ἐξέστην ἰδών Philippid.27
;ἐ. ὑπὸ γήρως Com.Adesp.860
; ταῖς διανοίαις Vett. Val.70.25; ; of anger,εὐθέως ἐξστησόμενος Phld. Ir.p.78
W.; to be astonished, amazed, Ev.Matt.12.23, Ev.Marc.2.12, etc.; lose consciousness, of Sisera, LXXJd.4.21.4 ἐξίστασθαι τῆς αὑτοῦ ἰδέας depart from, degenerate from one's own nature, Pl.R. 380d;ἐκ τῆς αὑτοῦ φύσεως Arist.HA 488b19
; [δημοκρατία] ἐξεστηκυῖα τῆς βελτίστης τάξεως Id.Pol. 1309b32
; αἱ δημοκρατίαι ἐ. εἰς τὰς ἐναντίας πολιτείας degenerate into.., ib. 1306b18, cf. Rh. 1390b28: abs.,ἐ. μὴ μεταφυτευόμενον Thphr.HP6.7.6
, etc., cf. Plu.2.649e; changing its properties, turning,Hp.
VM24; οἶνος ἐξεστηκώς or ἐξιστάμενος changed, sour wine, D.35.32, Thphr.CP6.7.5; πρόσωπα ἐξεστηκότα disfigured faces, X.Cyr.5.2.34.5 abs., change one's position, one's opinion, : opp. ἐμμένειν τῇ δόξῃ, Arist.EN 1151b4.6 of language, to be removed from common usage, Id.Rh. 1404b13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξίστημι
См. также в других словарях:
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek
παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… … Dictionary of Greek
παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek