Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

νεκτάρ-εος

См. также в других словарях:

  • οινάρεος — οἰνάρεος, έα, ον (Α) κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά τής αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴναρον + κατάλ. εος (πρβλ. νεκτάρ εος)] …   Dictionary of Greek

  • οστράκεος — ὀστράκεος, έα, ον και ὀστράκειος, εία, ον (Α) οστράκινος, πήλινος, κεράμινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. εος και ειος (πρβλ. νεκτάρ εος, τράγ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • στρογγύλεος — ον, Μ στρογγυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιθ. στρογγύλος με κατάλ. εος (πρβλ. νεκτάρ εος)] …   Dictionary of Greek

  • νεκτάρεος — νεκτάρεος, έα, ον, ιων. τ. θηλ. έη (Α) 1. (για ενδύματα) α) αυτός που ευωδιάζει σαν νέκταρ, ευώδης β) λαμπρός, έξοχος 2. αυτός που αποτελείται από νέκταρ, από οίνο («νεκταρέαις σπονδαῑσιν», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) νεκτάρεον γλυκά, με γλυκό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»