Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀμβροσία

См. также в других словарях:

  • ἀμβροσία — ἀμβροσίᾱ , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc/acc dual ἀμβροσίᾱ , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱ , ἀμβροσία immortality fem nom/voc/acc dual ἀμβροσίᾱ , ἀμβροσία immortality fem nom/voc sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμβροσία — Ἀμβροσίᾱ , Ἀμβροσία immortality fem nom/voc/acc dual Ἀμβροσίᾱ , Ἀμβροσία immortality fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβροσίᾳ — ἀμβροσίᾱͅ , ἀμβρόσιος immortal fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱͅ , ἀμβροσία immortality fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίαι , ἀμβροσίη fem nom/voc pl ἀμβροσίᾱͅ , ἀμβροσίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμβροσίᾳ — Ἀμβροσίᾱͅ , Ἀμβροσία immortality fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβροσία — η 1. η τροφή των θεών κατά τη μυθολογία: Οι αρχαίοι θεοί έτρωγαν αμβροσία και έπιναν νέκταρ. 2. κάθε εύγευστο φαγητό: Το φαγητό που μας προσφέρατε ήταν αμβροσία. 3. καθαρτικό μύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… …   Dictionary of Greek

  • ἀμβρόσια — ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβροσίας — ἀμβροσίᾱς , ἀμβρόσιος immortal fem acc pl ἀμβροσίᾱς , ἀμβρόσιος immortal fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱς , ἀμβροσία immortality fem acc pl ἀμβροσίᾱς , ἀμβροσία immortality fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱς , ἀμβροσίη fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβροσίαν — ἀμβροσίᾱν , ἀμβρόσιος immortal fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱν , ἀμβροσία immortality fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμβροσίᾱν , ἀμβροσίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμβροσίας — Ἀμβροσίᾱς , Ἀμβροσία immortality fem acc pl Ἀμβροσίᾱς , Ἀμβροσία immortality fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβρόσι' — ἀμβρόσια , ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσια , ἀμβρόσιος immortal neut nom/voc/acc pl ἀμβρόσιε , ἀμβρόσιος immortal masc voc sg ἀμβρόσιε , ἀμβρόσιος immortal masc/fem voc sg ἀμβρόσιαι , ἀμβρόσιος immortal fem nom/voc pl ἀμβρόσιαι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»