Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μῦα

См. также в других словарях:

  • μύα — μύᾱ , μυάω compress the lips pres imperat act 2nd sg μύᾱ , μυάω compress the lips imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύα — (I) η ζωολ. γένος δίθυρων εδώδιμων μαλακίων τής οικογένειας myidae, μήκους από 7, 5 ώς 15 εκατοστόμετρα, και με υπόλευκο ωοειδές όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mya < λατ. mya < μύαξ «μύδι»]. (II) μῡα, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. μύγα …   Dictionary of Greek

  • μύαν — μύᾱν , μυάω compress the lips imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μύᾱν , μυάω compress the lips imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mücke, die — Die Mücke, plur. die n, ein Nahme verschiedener einander in der äußern Gestalt ähnlicher Insecten mit zwey Flügeln, welche dem Menschen durch ihr Stechen empfindlich fallen. 1) Der Erdschnake oder Schnake schlechthin, welche lange Beine hat,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • μυΐδες — Ονομασία θαλασσινών μαλακίων, εντόμων και θηλαστικών τρωκτικών. 1. Τα μαλάκια είναι ελασματοβράγχια με μακρουλό όστρακο που έχει δύο άνισες θυρίδες. Το μέγεθος των μ. είναι μέτριο και ζουν κυρίως στις ψυχρές θάλασσες. Τα διάφορα είδη του γένους… …   Dictionary of Greek

  • μυία — (Αστρον.). Διεθνώς Musca με σύμβολο Mus. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Χαμαιλέοντα, του Πτηνού, του Διαβήτη, του Κενταύρου, του Σταυρού του Νότου και της Τρόπιδας. Αποτελείται από 15 αστέρες… …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • μυᾶν — μυάω compress the lips pres part act masc voc sg (doric aeolic) μυάω compress the lips pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μυάω compress the lips pres part act masc nom sg (doric aeolic) μυᾶ̱ν , μυάω compress the lips pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύας — μῦς mouse masc acc pl μύᾱς , μυάω compress the lips imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»