-
41 слегка
-
42 услыхать
услыхать, услышать см. слышать· я только что об этом услышал μόλις τώρα το έμαθα (или τ' άκουσα)* * *см. слышать = услышатья то́лько что об э́том услы́шал — μόλις τώρα το έμαθα ( или τ'άκουσα)'
-
43 чуть
чуть παραλίγο; μόλις (едва); \чуть больше λίγο περισσότερο; он \чуть не упал παραλίγο να πέσει* * *παραλίγο; μόλις ( едва); πέσειчуть бо́льше — λίγο περισσότερο
он чуть не упа́л — παραλίγο να πέσει
-
44 ночь
ноч||ьж ἡ νύκτα, ἡ νύχτα, ἡ νύξ:темная (летняя) \ночь ἡ σκοτεινή (ή καλοκαιριάτικη) νύχτα· звездная \ночь ἡ ἀστροφεγγιά· бессонная \ночь ἡ ἄγρυπνη νύχτα· \ночь на дворе ἐξω εἶναι σκοτάδι, ἐνύχτωσε· с наступлением \ночьи μόλις νυχτώσει, μόλις νύχτωσε, περί λύχνων ἀφάς· по \ночьам χ(ς νύχτες, νυχτιάτικα· за \ночь σέ μιά νύχτα· всю \ночь напролет ὅλη τήν νύχτα· спокойной \ночьи καληνύχτα. -
45 свежеиспеченный
свежеиспеченныйприл1. φρέσκος, ζεστός, πού μόλις βγήκε ἀπό τό φοῦρνο·2. перен разг νεοσσός, αὐτός πού μόλις βγήκε ἀπό τ' αὐγό του. -
46 дотащить
-ащу, -ащишьρ.σ.μ.κουβαλώ, σύρω, σέρνω, σβαρίζω ως•дотащить лодку до воды τραβώ τή βάρκα ως το νερό.
εκφρ.еле ή едва дотащить ноги – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια.σέρνομαι, με δυσκολία φτάνω•больной еле -лся до кровати ο άρρωστος μόλις μπόρεσε να φτάσει ως το κρεβάτι.
-
47 дышать
дышу, дышишь, μτχ. ενστ. дышащий ρ.δ.1. αναπνέω, ανασαίνω•дышать носом αναπνέω με τη μύτη•
тяжело -у με δυσκολία αναπνέω•
легко -у αναπνέω ελεύθερα•
ле -у μόλις μπορώ και αναπνέω•
он уже не -ит αυτός πια πέθανε•
свежим воздухом αναπνέω φρέσκον αέρα.
|| εισπνέω. || εκπνέω. || μτφ. φυσώ, πνέω•не -ши на меня μη φυσάς σε μένα (στο πρόσωπο μου)•
здесь всё -ит радостью εδω είναι, χαρά θεού.
2. αφοσιώνομαι, κατέχομαι από το πνεύμα που επικρατεί. || εμφανίζομαι, προβάλλω.εκφρ.он -ит на ладан – μυρίζει χωματίλα, πλησιάζει το τέλος του η είναι του θανατά•еле ή чуть -ит – α) είνοαετοιμοθάνατος... β) είναι ερείπιο•дом еле -ит – το σπίτι μόλις κρατιέται•не дышать – δεν παίρνω ανάσα, κρατώ την αναπνοή.αναπνέω•дышать легко αναπνέω ελεύθερα.
-
48 еле
επίρ. ποσοτ.1. λίγο, λιγάκι• ελαφρά• μόλις.2. βλ. едва (2, 3 σημ.)еле живой μισοπεθαμένος.
εκφρ.еле-еле: – (επιτακτικό) μόλις• παρά λίγο. -
49 насилу
επίρ.με μεγάλη δυσκολία, μόλις και μετά βίας•он так слаб, что насилу ходит αυτός είναι τόσο αδύνατος, που μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια του ή να βαδίζει.
|| επιτέλους. -
50 новоиспечённый
επ. (με κυρλξ. δε χρησιμο-ποείται).1. φρέσκος, μόλις βγήκε•-ая книга βιβλίο που μόλις εκδόθηκε.
2. νεοδιορισμένος• νεοονομασμένος. -
51 сейчас
επιρ. αυτή την ώρα ή τη στιγμή• τώρα (αμέσως)•сейчас приду τώρα θα ρθώ•
вы говорили, что... εσείς τώρα λέγατε ότι...
αμέσως πάραυτα, παρευθύς•я сейчас возвращусь εγώ θα επιστρέψω αμέσως•
сейчас после того, как он приехал αμέσως μετά την άφιξη του.
|| απ εδώ, τώρα•сейчас начинаются поля απ εδώ αρχίζουν τα χωράφια.
|| τώρα μόλις, πριν λίγο, προ λίγου•его сейчас арестовали τώρα μόλις τον έπιασαν.
-
52 только
1. επίρ, μόνο, μονάχα• όλο-όλο•у меня только два рубля έχω μόνο δυο ρούβλια•
он может это делать μόνο αυτός μπορεί να το φτιάξει.
2. σύνδ. όμως, αλλά•я согласен, только не сейчас είμαι σύμφωνος, όμως όχι τώρα.
|| μόλις, πριν λίγο, τώρα δα•только раздался звонок τώρα δα (μόλις) χτύπησε το κουδούνι.
3. μόριο• λίγο, λιγάκι•подумайте -! σκεφτήτε λίγο!•
попробуй это сделать! δοκίμασε λίγο να το κάνεις! || μόριο επιτακτικό• και•
каких только книг он не читал και τι βιβλία αυτός δε διάβασε•
где только он не бывал! και πουαυτός δεν πήγε!•
от куда только это бертся? Και από που αυτό εδώ;
εκφρ.только и – μόνο, μονάχα (και τίποτε άλλο)•только и всего; и только – αυτό όλο-κι όλο, αυτό και μόνο•только что – τώραμόλις, τώρα δα•только что не... – α) σχεδόν όχι, μόνο που δεν... β) παρ ολίγο να μη, μόνο που. -
53 μάλα
A very, exceedingly, prefixed or subjoined to Adjectives, Verbs, and Adverbs:1 strengthening the word with which it stands,a with Adjs., in Hom. most freq., μάλα πολλά very many, Od.1.1; μ. πᾶσα, μ. πάντα, every one, all together, Il.13.741, Od.2.306, etc.; μάλ' ἀσκηθής all unhurt, 5.26; ἀβληχρὸς μ. τοῖος quite gentle, 11.135; σαρδάνιον μ. τοῖον a quite sardonic smile, 20.302;μάλα μυρίοι 15.556
, 16.121, etc.; ἐμέο πρότερος μ. actually before me, Il.10.124; later, μ. φιλόσοφοι, πλάτανος μάλ' ἀμφιλαφής, etc., Pl.Prm. 126b, Phdr. 230b, etc.: strengthd., μ. δὴ πρεσβύτης very old, X.Cyr.8.7.1;μ. γέ τινες ὀλίγοι Pl.R. 531e
.b with Advs., πάγχυ μ., μ. πάγχυ, quite utterly, Il.12.165, 14.143;πάνυ μ. Pl.Phd. 80c
; εὖ μ. right well, Od.22.190, Pl.Phd. 92d, etc.;μάλα.. εὖ Od.23.175
, cf. Pl.Tht. 156a; μάλ' αὐτίκα (v. αὐτίκα) ; μάλ' αἰεί for ever and aye, Il.13.557, 23.717; ἄχρι μ. κνέφαος until quite dark, Od.18.370; μάλ' ὧδε just in this way, 6.258; μ. διαμπερές right through, Il.20.362; μ. μόλις (v. μόλις); to express repeated action,μάλ' αὖθις A.Ag. 1345
, Ch. 654; , etc.; μ. alone,ἔα, ἔα μ. A.Ch. 870
;οἲ μ. καὶ τόδ' ἀλγῶ Id.Pers. 1045
(lyr.); q. (soἄλλος πύργος.., καὶ ἕτερος μ. ἐπὶ τούτῳ Hdt. 1.181
, cf. 7.186): freq. afterκαί, αὗταί σ' ὁδηγήσουσι καὶ μάλ' ἀσμένως A.Pr. 728
, cf. Ch. 879: with neg., μάλ' οὐ, μάλ' οὔ πως, Il.2.241, Od. 5.103;οὐ μ. Hdt.1.93
, 2.37, S.Ph. 676 (lyr.).c with Verbs,μήτ' ἄρ με μάλ' αἴνεε Il.10.249
;μ. τ' ἔκλυον αὐτοῦ 1.218
; ἡ δὲ μάλ' ἡνιόχευεν drove carefully, Od.6.319; μ... προπέμπει in earnest, A.Th. 915 (lyr.), cf. Eu. 368 (lyr.);καὶ μ. δοκοῦντας φρονίμους εἶναι X.Cyr.6.1.36
;μ. πολιορκούμενοι Id.HG7.1.25
.2 strengthening an assertion, νῦν σε μ. χρὴ αἰχμητὴν ἔμεναι, i.e. now or never, Il.16.492; τῷ κε μάλ' ἤ κεν μεῖνε .. then doubtless he would have stayed, Od.4.733; σοὶ δὲ μάλ' ἕψομ' ἐγώ yes indeed.., Il.10.108; ἀλλὰ μάλ' ὤφελλες why plainly.., Od.4.472: freq. with another word, as ἦ μ. δή .. now in very truth, Il.5.422, etc.;ἦ δή που μ. 21.583
; freq. ἦ μ. (without δή) 3.204, etc.3 in Hom. sts. after εἰ, as εἰ μ. μιν χόλος ἵκοι if wrath come on him ever so much, Il.17.399, cf. Od.5.485, al.;καὶ εἰ μ. τις πολεμίζοι Il.9.318
; also μ. περ c. part., μ. περ μεμαώς though desiring never so much, 13.317, cf. 14.58, 17.710, al.;καὶ μ. περ 1.217
, cf. 17.571;καὶ εὐρέα περ μάλ' ἐόντα Od.18.385
.4 in [dialect] Att. freq. in answers, yes, certainly,μ. γε Pl.R. 555d
, 564e, etc.;μ. τοι X.Mem.1.2.46
;καὶ μ. Pl.Phdr. 258c
;καὶ μ. γε Id.Tht. 148c
, etc.; καὶ μ. δή ib. 177a; καὶ μ. ἐπαύσατο certainly it stopped, Id.Smp. 189a, etc.II [comp] Comp. [full] μᾶλλον [[pron. full] ᾱ by nature, Hdn.Gr.2.932], [dialect] Ion. [full] μάλιον [pron. full] [ᾰ] only in Tyrt.12.6, cf. Choerob.in An.Ox.2.240; late [dialect] Dor. [full] μαλλότερον Pempel. ap. Stob.4.25.52:—more, rather, Il.5.231, Od.1.351, al.: mostly folld. by ἤ, but in Prose also by a gen., μ. τοῦ ξυμφέροντος more than is expedient, Antipho 5.1;μ. τοῦ δέοντος Pl.Grg. 487b
, X.Mem.4.3.8 (sts. expressed by μᾶλλον alone, Pl. Phd. 63d);οὐπώποτ' ἔργου μ. εἱλόμην λόγους E.Fr. 394
; παντὸς μ. most assuredly, Pl.Lg. 715d (v. infr. 8); in Id.Ap. 36d, οὐκ ἔσθ' ὅτι μ. πρέπει οὕτως, ὡς.., ὡς is prob. = ἤ (v. ὡς): denoting a constant increase, more and more, sts. doubled,μ. μ. E.IT 1406
, Ar.Ra. 1001 (lyr.), Alex.29: in positive sense, exceedingly,κηρόθι μ. Il.9.300
, Od.15.370, al.:—Usage:1 freq. strengthened by other words,πολὺ μ. Il.9.700
, etc.;ἔτι μ. 14.97
, al.;μ. ἔτ' ἢ τὸ πάροιθεν Od.1.322
;καὶ μ. Il.8.470
;καὶ μ. ἔτι Od.18.22
;ἔτι καὶ μ. Pi.P.10.57
;ἔτι καὶ πολὺ μ. Il.23.386
, 429, Hes.Th. 428;ἐπὶ μ. Hdt.3.104
;ἔτι ἐπὶ μ. Id.1.94
;πολλῷ μ. Pl.Phd. 80e
, 1 Ep.Cor.12.22: also modified, μᾶλλόν τι somewhat more,μ. τι περιημέκτεε Hdt.1.114
, cf.50, etc.;μ. ἤδη προσδεχομένου Th.8.71
.2 sts. with a second [comp] Comp.,ῥηΐτεροι μ. Il.24.243
, cf. Hdt.1.32, A.Th. 673, Supp. 279, S.Ant. 1210, E.El. 222, Pl. Phd. 79e, Is.4.14 (s.v.l.), Arist.Top. 116b24.3 μᾶλλον δέ much more.., or rather.., to correct a statement already made,ὁ δεσπότης πέπραγεν εὐτυχέστατα, μ. δ' ὁ Πλοῦτος αὐτός Ar.Pl. 634
;πολλοί, μ. δὲ πάντες D.18.65
, cf. Pl.Smp. 173e; soἢ μ. Corn.ND20
, Simp.in Ph.25.16; οὐχὶ μ. ἤ .. not so, but rather so.., Th.2.87.6 μ. ἤ .. folld. by οὐ in comparisons, where preference implies rejection or denial, : preceded by another neg., Hdt.4.118, 5.94, 7.16. γ, etc.: by an interrog. which conveys a neg. force, τίδεῖ.. μᾶλλον, ἤ οὐ .. ; X.HG6.3.15.7 τὸ μ. καὶ ἧττον, a form of argument, a fortiori, Arist.Rh. 1397b12.8 παντὸς μ., v. πᾶς 111.4.III [comp] Sup. [full] μάλιστα most of all, above all, Hom., etc.;πᾶσι, μάλιστα δ' ἐμοί Od.21.353
; μ. μὲν.., ἔπειτα or ἔπειτα δέ .., first and above all.., next.., S.OT 647, cf. Ph. 1285; μ. μὲν.., δεύτερον δὲ .. Is.2.20; μ. μὲν.., εἰ δὲ μὴ .. Hdt.8.22, Th.1.40, Pl.R. 590d, D.20.25, etc.;τοῦτο δ' ἐστὶ μ. μὲν θάνατος, εἰ δὲ μή, πάντα τὰ ὄντα ἀφελέσθαι Id.21.152
; μάλιστα μὲν.., μᾶλλον μέντοι .. Pl.Smp. 180b; μάλιστα.., εἰ μὴ δ' .. S.Ph. 617; δοκέων μιν μ. ταύτης ἂν πείθεσθαι certainly, Hdt.3.53; τί μ.; what precisely? Pl.Grg. 448d, cf. Men. 80b, Smp. 218c: c. gen. partit.,μ. πάντων Hdt.2.37
, Pl.Prt. 327a, cf. Th. 4.86; τὸ μ. πάντων the supreme reality, Plot.5.5.11; τὸ μ. εἶναι the highest degree of being, Id.6.2.7.1 strengthd., ὡς μ. certainly, A.Supp. 294, Pl.R. 460a, etc.;ὅσον μ. A.Pr. 524
;ὅσα ἐδύνατο μ. Hdt.1.185
;ὡς δύναμαι μ. Pl.R. 367b
;ὡς οἷόν τε μ. Id.Grg. 510b
;εἰς ὅσον ἀνθρώπῳ δυνατὸν μ. Id.Phdr. 277a
;ὅτι μ. δύνασαι Id.Sph. 239b
;μακρῷ μ. Hdt.1.171
;πολλῷ μ. Paus.1.42.3
;παντὸς μ. D.H.3.35
, etc.2 with the Art., ἐς τὰ μ. in the highest degree, Hdt.1.20, 2.76, Th.6.104, 8.6, D.21.212: withoutἐς, φίλοι τὰ μ. Hdt.2.147
, cf.Th. 1.92, D.21.62;τά γε μ. Pl.Lg. 794d
; εἰ τὰ μ. ἦσαν ἀληθεῖς if they were ever so true, D.18.95; εἰ τὰ μ. μὴ τινές, ἀλλὰ πάντες .. if ( to put an extreme case) not some, but all.., Id.20.2;εἰ.. δοκοίη τὰ μ. Id.18.21
; ἀνὴρ δόκιμος ὁμοῖα τῷ μ. as famous as he that is most [famous], Hdt.7.118, cf. 3.8;τοῖς μάλισθ' ὁμοίως D.Ep.2.24
.b ἐν τοῖς μ. especially, as much as any, Th.8.90, Pl.Smp. 173b, etc.: with a [comp] Sup.,ἐν τοῖς μ. ὠμότατος Ael.VH14.40
;φιλτάτη καὶ ἀναγκαιοτάτη ἐν τοῖς μ. Procop.Arc.4
.3 added to a [comp] Sup. (v.μάλα 11.2
, πλεῖστον) , ἔχθιστος μ., μ. φίλτατος, Il.2.220, 24.334;μ. κῃ ἐμφερέστατα Hdt.2.76
;μ. φίλτατος E.Hipp. 1421
: to a [comp] Comp. (?),μ. δὴ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο Th.4.55
.5 with numerals, in round numbers, about, Th.3.29, 92, X.HG5.2.31, etc.; πεντήκοντα μάλιστα is 49 in Th.1.118;ἑκατοστὸς μ. 99t
h, Id.8.68; ἐς μέσον μάλιστά κῃ about the middle, Hdt. 1.191, cf. 76;ἥμισυ μ. Th.1.93
; μ. σφᾶς μεσοῦν δειπνοῦντας that they were about the middle of supper, Pl.Smp. 175c;κου μ. Hdt.7.22
;μ. πως Plb.2.41.13
. -
54 πάνυ
1 with Verbs, A.Ch. 861 (anap.), Pl. Cra. 386c, Euthd. 272d, etc.; π. μανθάνω perfectly, Ar.Ra.65, 195;ὡς π. εἰδῆτε X.An.6.1.31
: with Adjs., very, exceedingly, π. πολλοί, ὀλίγοι, μικρός, etc., very many or few, very small, A.Ag. 1456 (anap.), Pl. Ap. 25b, Arist.HA 542a5;π. ταρφύς A.Pers. 926
(anap.);π. πλούσιοι Lys.19.15
. etc.: freq. in opposed clauses,οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ π. χρηστός D.21.83
; οὐκ ὀρθῶς, οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ π. αἰσχρῶς ibid.: after the Adj., ὀλίγοι π., σπάνιος π., X.An.4.7.14 (v.l.), 1.9.27, cf. Pl.Cra. 402a; separated from it,ἐκτὸς π. τινῶν ὀλίγων Id.R. 605c
, cf. Euthd. 287b: with Nouns in adj. sense,π. εἶναι ὑβριστής Id.Ap. 26e
: in late writers with [comp] Sup., π. φαυλότατος Sch.Ar.Ra. 1363, cf. Ath.1.22d (π. γάρ ἐστιν ὡρικωτάτη is dub. in Crates Com.40): with Advbs.,π. ταχύ Eup.311
;ταχὺ π. Ar.Pl.57
; π. σφόδρα ib.25, 745, Pl.Ap. 25a;σφόδρα π. Aeschin.2.36
; π. πολύ very much, Pl.Chrm. 157d, X.Cyr.6.1.41, etc.;μόγις π. Pl.Ap. 21b
; π. μόλις or μόλις π., Philem.88, Eub.30; εὖ π. Theopomp. Com.14, etc.: with adverbial phrases, π. σπουδῇ in very great haste, D.20.105;σπουδῇ π. Th.8.89
; π. ἐν τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ ib.50;π. ἐξ εἰκότος λόγου Pl.Euthd. 305e
;ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ π. Id.Hp.Ma. 282e
;π. παρὰ πολλοῖς Id.Euthd. 305c
;π. ἐπὶ σμικροῖς Id.Ap. 40a
;ἀπὸ σμικροῦ π. Ar.Pl. 377
: with part., π. ἀδικῶν if ever so criminal, Th.3.44.2 strengthd.,καὶ πάνυ Id.2.11
, X.Mem.1.3.13, Pl.Ap. 17c, Euthd. 276d, Cra. 400c; δοκεῖ μοι.. καὶ π. οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις αὕτη I believe this name actually did not exist, Th.1.3.3 οὐ πάνυ not quite,οὐ π. τι μανθάνω Pl.Euthd. 286e
, cf. Phd. 63a, Prt. 331e, X.An.6.1.26, etc.; ἡ οὐσία οὐδὲ τριῶν ταλάντων π. τι ἦν not quite so much.., D.59.7;οὐ π. εὐδαιμονικὸς.., ἔτι δ' ἴσως ἧττον Arist.EN 1099b3
: sts. with litotes, not quite, implying 'not at all',ταῦτα νεκρῷ μὲν οἷόν τε ποιεῖν, ζῶντι δὲ οὐ π. Hp.Art. 46
; εὐφόρως δὲ οὐ π. ἔχει it is not very (or not at all) easy, ib.77; οὐ π. μοίρας εὐδαιμονίσαι πρώτης hardly to be congratulated.., S.OC 144 (anap.);οὐ π. προσίεμαι X.Mem.2.8.5
.4 in affirmative answers, by all means, no doubt, Ar.Pl. 393: mostly with a Particle added,πάνυ γε Pl.Alc.1.107e
, etc.;καὶ πάνυ γε Id.Chrm. 154e
; π. γε, a)lla/ .. very well, but.., D.21.89;πάνυ μὲν οὖν Ar.Pl.97
, Pl.Euthphr. 13d, al.; πάνυ καλῶς no I thank you, Ar.Ra. 512. -
55 σῴζω
σῴζω, with ι wherever ζ follows ω, as σῴζω, EM741.27, and so (written σωιζ-) in Inscrr. and Papyri down to iii B.C., e.g. IG12.625.4, 22.687.35, 1611.378, Isyll.75 (lapis), PCair.Zen.482.17, 532.23 (iii B.C.), Test.Epict. 1.6 (iii/ii B.C.), ([etym.] ἀνα-) IG22.492.13, also in cod. Laur. of S.El. 993, al., but otherwise without it, e.g.Aἔσωσε IG9(2).257.11
(Thess., v B.C.); but Didym. (and many Hellenistic and later Inscrr. and Papyri) rejected the ι everywhere, v. EMl.c., and on the other hand Inscrr. show σῳς- (always written σωις- ) from v B.C.,ἔσῳσεν IG12.1085.5
, 22.1236.6,συνδιασῴσαντες GDI1612.9
(Dyme, iii B.C.), σῴσαι ([ per.] 3sg. opt.) IG5(2).357.152 (Stymphalus, iii B.C.), (Canopus, iii B.C.), cf. PPetr.3p.72 (iii B.C.); σοζ[, i.e. σωζ[, occurs in IG12.590: [tense] fut. , Th.1.137, etc.; early [dialect] Att.σωῶ IG12.188.30
: [tense] pf. σέσωκα, also σέσῳκα, v. ἀνασῴζω:— [voice] Med., [tense] fut. , ([etym.] ἐκ-) A.Pers. 360, ([etym.] δια-) X.Cyr.4.2.28: [tense] aor. :—[voice] Pass., [tense] fut.σωθήσομαι Th.5.111
, Ar.Nu.77, Hp.Prog.1, etc.: [tense] aor.ἐσώθην Th.1.110
, al., SIG167.37 (Mylasa, iv B.C. ) ( ἐσώσθην only in Hsch.): [tense] pf.σέσωσμαι A.Th.
[ 821 ( 820) ], , D.56.33,σεσώσμεθα S.Tr.83
, etc.; but , cf. 110a,σεσωμένος PCair.Zen.331.8
(iii B.C.); said to be [dialect] Att. by Phot.; διασεσῳμένους is found in IG22.435.11 (after 336 B.C.) and διασεσῳμένοι in PCair.Zen.240.11 (iii B.C.); laterσέσῳσται IG12(7).386.25
(Amorgos, iii B.C.).--The foll. forms are found in Hom. and dialects,1 [tense] pres. part.σώζων Od.5.490
; [ per.] 3sg. ind. or opt. σώζει ([etym.] - οι) Hes.Op. 376 (v.l. for εἴη): [tense] pres. part. [voice] Pass. σωζόμενοι ([etym.] - ομένοισι) Thgn.68, 235 (s.v.l.).2 from [full] σᾰόω, [ per.] 3sg.σαοῖ Thgn. 868
, Call.Del.22, etc.; [ per.] 3pl.σαοῦσι Tyrt.11.13
; [ per.] 2sg. imper.σάου h.Hom.13.3
, Call.Epigr.35 (as v.l.), etc.: [tense] fut.σαώσω Il.10.44
: [tense] aor.ἐσάωσα 21.611
, Pi.Fr. 231: [tense] aor. inf. [voice] Pass.σαωθῆναι Il.15.503
, Od.10.473; imper.σαωθήτω Il.17.228
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐσάωθεν Od.3.185
: [tense] fut. [voice] Med.σαώσομαι 21.309
.3 from [full] σάωμι, [dialect] Aeol. [ per.] 2sg.σάως Alc.73
(fort. σάῳς); [ per.] 2sg. imper.σάω Od.13.230
, 17.595, Call. l.c., etc.: σάω as [ per.] 3sg.[tense] impf., Il.16.363, 21.238.4 from [full] σώω, part.σώοντες Od.9.430
; [dialect] Ion. [tense] impf.σώεσκον Il.8.363
; σώετε, σώεσθαι, A.R.4.197, 2.610.5 from [full] σόω, subj. σόῃς, -ῃ, -ωσι, Il.9.681, 424, 393 vulg., where Tyrannio ap.Hdn.Gr.2.66 reads σοῷς, σοῷ, σοῶσι; in 9.681 Aristarch. read both σαῷς and σοῷς; the forms σοῷς, σοῷ perh. arise from σαόω, by contraction and 'distraction': but σόωσι from σώωσι acc. to Hdn.Gr.l.c.; Hsch. cites also σόεις, σοῦται as = σώζεις, σώζεται.6 [dialect] Lacon. [full] σωάδδει· παρατηρεῖ, Hsch.: but also [suff] σχολι-σοΐδδω, [tense] aor. ἀπέσοιξεν· ἀπέσωσεν, Λάκωνες, Id.7 σωννύω, Dinol.5:—save, keep,1 of persons, save from death, keep alive,σώοντες ἑταίρους Od.9.430
;ζωοὺς σάω Il.21.238
;ὄτ' ἄσφ' ἀπολλυμένοις σάως Alc.73
, cf. Th.1.91, X.An.3.1.38;πόδες καὶ γοῦνα σ. τινά Il.21.611
; νὺξ στρατὸν ς. 9.78; spare, Od.22.357:—[voice] Pass., to be saved, kept alive, preserved, opp. ἀπολέσθαι, Il.15.503, Od.3.185, etc.;ἀγαπητῶς σεσωσμένους Lys.16.16
; keep a whole skin, escape destruction,οἱ σωθησόμενοι Pl.Tht. 176d
; so in [tense] pres. σωζόμενος, Thgn.68, 235 (s.v.l.); to be healed, recover from sickness, Hp.Coac. 136, Is.1.10 (dub. l.);ὑγιαίνοντες καὶ σωζόμενοι IG22.1028.89
(i B.C.); σώζεο, as a wish, God bless you, farewell, Call.Del. 150, AP5.240 (Paul. Sil.), 9.372; σώζοισθε ib.171 (Pall.); also, save oneself, escape, ; μόγις or μόλις σῴζεσθαι escape with difficulty, Id.Ep. 332c, D.S.2.48, etc.; χαλεπῶς ς. Thgn.675.b esp. in NT, of God or Christ, 1 Ep.Cor.1.21, etc.;σ. τὸ ἀπολωλός Ev.Luc.19.10
;σ. τὸν κόσμον Ev.Jo.12.47
:—freq. in [voice] Pass., to be saved or in a state of salvation, Ev.Matt.19.25, etc.;οἱ σῳζόμενοι Ev.Luc.13.23
, Act.Ap.2.47.2 of things, keep safe, preserve, rare in Hom.,σάω μὲν ταῦτα, σάω δ' ἐμέ Od.13.230
;σπέρμα πυρὸς σώζων 5.490
; πόλιν καὶ ἄστυ ς. Il.17.144;σαώσει Ἀργείους καὶ νῆας 10.44
, cf. 9.230: freq. in Trag. and [dialect] Att.,σ. φάρμακον S.Tr. 686
; ; τὰ σκεύη, παῖδας οἶκον χρήματα, καρπούς, Ar. Pax 730 (anap.), Av. 380 (troch.), 1062 (lyr.); τὰ πατρῷα, τὰ ὑπάρχοντα, Id.Th. 820 (lyr.), Th.1.70; σ. πόλιν preserve the city or the state, Hdt.8.34, A. Th. 749 (lyr.), S.Ant. 1058, Pl.R. 417a, cf. Grg. 512b, etc.;τὰ πράγματα Th.1.74
;τὴν Ἑλλάδα Ar.Lys. 525
(lyr.); τὰς πολιτείας, τὴν δημοκρατίαν, etc., Arist.Pol. 1309b15,36; τόνδε γὰρ [λόγον] σῴζων keeping it secret, A.Pr. 524, cf. S.OC 1530; σ. καιρόν save or recover an opportunity, D.19.6, cf. 23.4:—[voice] Med., keep or preserve for oneself,τὴν εὐλάβειαν S.El. 993
, cf. E.Alc. 146, etc.;αὐτὸς αὑτῷ σ. τι Ar.Ec. 402
, cf.Eq. 1017 (hex.):—[voice] Pass., τὸ ἄπραγμον οὐ σῴζεται is not secure, Th.2.63; ἡ.. πόλις οὐκ ἂν ἐσῴζετο; Ar.Ec. 219; to be preserved or extant, of books, Longin. ap. Porph.Plot.20, Gal.15.705, D.C.70.2.3 keep, observe, maintain laws, etc.,σ. ἐφετμάς A.Eu. 241
;τὸν παρόντα νοῦν Id.Pr. 394
;τοὺς καθεστῶτας νόμους S.Ant. 1114
, cf. Arist.VV 1250b17;τοὺς σοὺς λόγους E.Hel. 1552
; τὸ μόρσιμον ib. 613; (ii A.D.); confirm,τὸ τοῦ ποιήσαντος Arist.Mu. 400b24
, cf. Antig.Mir.45 ([voice] Pass.); πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν to retain the observed facts, Procl.Hyp.5.10; κατὰ ποσὸν σῴζει τὴν πρὸς τὸ μῶλυ ἐμφέρειαν retains, i.e. does not lack, a certain resemblance to.., Dsc.3.46, cf. 98, Sor.Fasc.8:—[voice] Pass., to be maintained,τοῦ μήκους σῳζομένου Arist.Mete. 386a2
;ἐφ' ᾧ τοῖς θεοῖς τὰ ἱερὰ σωθήσεσθαι PHib.1.77.7
(iii B.C.).4 keep in mind, remember, E.Hel. 266, Pl. R. 486c: more freq. in [voice] Med.,παρῆκα θεσμῶν οὐδέν, ἀλλ' ἐσῳζόμην.. ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν S.Tr. 682
, cf. El. 1257;μηδ' ἂ ἔμαθε σῴζοιτο Pl.R. 455b
; in full, (lyr.), cf. Pl.Grg. 501a, Tht. 163d.II Constr.:1 simply c. acc., v. supr.2 with a sense of motion to a place, bring one safe to,τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.5.452
;ἐς ὅμιλον Il.19.401
;πόλινδε 5.224
, etc.; ;εἰς τὴν βασιλείαν τὴν ἐπουράνιον 2 Ep.Ti.4.18
:—[voice] Pass., come safe to a place,σωθέντος ἐμεῦ ὀπίσω ἐς οἶκον Hdt.4.97
, cf. 9.104;πρὸς ἤπειρον σεσῶσθαι A.Pers. 737
; ;οἴκαδε X.HG1.6.7
; σῴζεσθαι ἐπὶ τὴν ὑμετέρην [χώρην] Hdt.5.98;ἐς δόμους σωθέντ' S.Tr. 611
;σωθῶμεν ἐπὶ θάλατταν X.An. 6.5.20
: c. dat. pers.,μόλις ὔμμιν ἐσώθην Theoc.15.4
.3 σ. τινὰ ἐκ φλοίσβοιο, ἐκ πολέμου, carry off safe, rescue from.., Il.5.469, 11.752;ἐκ ποταμοῖο 21.274
;ἐκ θανάτοιο Od.4.753
;ἐκ πολλῶν πόνων S.El. 1356
;ἀπὸ στρατείας A.Ag. 603
;διὰ δεινῶν πραγμάτων σεσωσμένοι X. An.5.5.8
: c. gen., σώσας ἐχθρῶν χθόνα having rescued it from them, S.Ant. 1162;σῶσαί τινα κακοῦ Id.Ph. 919
;σεαυτὸν νούσου Ath.Mitt. 56.124
([place name] Smyrna);σωθῆναι κακῶν E.Or. 779
.--Both constructions may be combined,σ. τινὰ ἐκ πολέμοιο νῆας ἔπι Il.17.452
;ἐκ π. μετὰ νῆας 12.123
;ἐξ Αἰγίνης δεῦρο Pl.Grg. 511d
.4 c. acc. et dat. pers., save for another,υἷά τινι Od.4.765
;ἡμῖν τὸν βίον Pl.Prt. 356e
, etc.:— [voice] Pass.,σῴζεταί τί τινι Ar. Pax 1022
, X.An.7.7.56.6 c. part., σῴζεσθαι φεύγοντες by flight, X.Cyr.3.3.51.7 abs., τὰ σώσοντα what is likely to save, D.6.5; ἡ σῴζουσα [ψῆφος] Luc.Harm.3.b σώζων, ὁ, Saviour, of a god, JRS14.28 ([place name] Iconium); epith. of Apollo, CR19.368 ([place name] Sizma).c σῴζουσα, ἡ, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113. -
56 ἐλευθερία
A freedom, liberty, Pi.P.1.61, Hdt.1.62,95;ἐλευθερίας φῶς A.Ch. 809
(lyr.), cf. 863 (anap.); δι' ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες, i.e. μόλις ἠλευθερώθης, S.El. 1509(anap.);ὑπῆρξαν ἐλευθερίας τῆ Ἑλλάδι And.1.142
; freedom from a thing,ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν Pl.Lg. 698a
; , cf. AP6.228 ([place name] Adaeus).3 later, = ἐλευθεριότης, UPZ62.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθερία
-
57 πάλλω
πάλλω (verwandt mit βάλλ), aor. ἔπηλα, ep. auch aor. II. πεπαλών (s. ἀναπάλλω), u. in syncopirter Form πάλτο, Il. 15, 645 (vgl. die compp. u. ἐπᾶλτο unter ἐφάλλομαι); – 1) schwingen; Hom. bes. von Waffen, δοῦρε Il. 3, 19, ἔγχος, αἰχμήν u. ä.; σάκος Hes. Sc. 321; λίϑον, schleudern, Il. 5, 304; ἄκοντα, Pind. N. 3, 43; δόρυ, λόγχην, Eur. Rhes. 374 I. T. 824 u. oft; übh. leicht und schnell mit den Händen bewegen, so von Hektor, der seinen Sohn emporhebt, πῆλε χερσίν, Il. 6, 474; νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν, Eur. Ion 1151; κεραυνόν, Ar. Av. 1714; Plat. Crat. 407 a erkl. τὸ αὑτὸν ἤ τι ἄλλο μετεωρίζειν πάλλειν τε καὶ πάλλεσϑαι καλοῦμεν. – Med. sich schwingen, sich lebhaft, schnell bewegen; ἐν ἄντυγι πάλτο, Il. 15, 645, er prallte heftig an den Rand an; στήϑεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα, das Herz schlägt oder springt vor Furcht, 22, 452; παλλομένη κραδίην, ib. 461; bes. vor Furcht, δείματι πάλλεσϑαι, H. h. Cer. 294, wie or. Her. 7, 140; χλωρῷ δείματι ϑυμὸν πάλλοντο, sie wurden geschüttelt, bebten vor Furcht, Aesch. Suppl. 562, vgl. 766; πέπαλται δ' αὖτέ μοι φίλον κέαρ, Ch. 404, vgl. 517; γόνυ πάλλεται γερόντων, schlottert, Ar. Ran. 345; χαρὰν φλεγμονῆς δίκην παλλομένην, Plat. Ax. 368 c; Sp., μόλις ἐπαύετο παλλόμενος καὶ τρέμων ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων, Plut. Cic. 35. – Vom Zappeln der Fische, Her. 1, 141; mit ἀσπαίρω verbunden, 9, 120. – In besonderer Vrbdg κλήρους πάλλειν ἐν κυνέῃ, die Loose im Helme schütteln, bis daß eins herausfliegt, dessen Besitzer dann das Loos trifft, Il. 3, 316 Od. 10, 206; u. so allein πάλλειν, die Loose schwingen, loofen, Il. 3, 324. 7, 181. 23, 353; κλήροις ἔπηλαν αὐτούς, sie ordneten sie nach den geschwungenen Loosen, Soph. El. 710. – Med. od. pass., ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων, Il. 15, 191, als geloos't ward, wo man am einfachsten κλήρων ergänzt, als die Loose geschüttelt wurden; vgl. Her. 3, 128. – 2) intr. πάλλω, wie das med. schwingen, sich heftig bewegen, zittern, beben; ἵν' ὁ φίλαυλος πάλλε δελφίς, Eur. El. 435; von Pferden, 477; von Tanzenden, Ar. Lys. 1304; vgl. Soph. O. R. 153.
-
58 σπυρίδιον
-
59 τρέπω
τρέπω, ion. τράπω, Her., fut. τρέψω, aor. ἔτρεψα; aor. pass. ἐτρέφϑην, ion. u. ep. ἐτράφϑην, Od. 15, 80 u. oft Her.; aor. II, act. bei Hom. ἔτραπον, Il. 16, 657 intransitiv gebraucht; med. ἐτραπόμην gebräuchlicher; aor. II. pass. ἐτράπην, conj. τραπείομεν = τραπῶμεν, Od. 8, 292 (?s. τέρπω); perf. act. τέτροφα, auch τέτραφα, Din. 1, 108 u. Sp.; perf. pass. τέτραμμαι, Hom. τετραμμένος u. imperat. τετράφϑω, Il. 12, 273, u. vom plusqpf. 3. P. sing. τέτραπτο u. plur. τετράφατο, Il. 10, 189, wie τετράφαται Theogn. 42, auch Plat. Rep. VII, 533 b, s., ἐπιτρέπω; – drehen; – 1) wenden, kehren, übh. eine gewisse Richtung geben; πάλιν τρέπε μώνυχας ἵππους, Il. 8, 432, er lenkte sie zurück; πάλιν τρέπεν ὄσσε, 13, 3, vgl. 20, 439. 21, 415; ὀπίσσω τρέπεσϑαι, 12, 273; u. mit dem gen., πάλιν τρέπεσϑαί τινος, 18, 138; ἐς Τροίην δ' οὐ πάμπαν ἔτι τρέπεν ὄσσε, 13, 7; πολλὰ πρὸς ἠίλιον κεφαλὴν τρέπε, Od. 13, 29, u. so öfter mit εἰς und πρός; auch τρέψας πὰρ ποταμόν, Iliad. 21, 603; ἐπί τινι, 13, 542; ἐπί τι, Hes. O. 848; ἀντίον τινός, 596; τρέπειν τινὰ εἰς εὐνήν, Einen zu Bette gehen lasien, Od. 4, 294; πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα, 9, 315, er trieb sie; – pass. sich wenden; ἐπὶ ἔργα, sich zum Geschäft wenden, an die Arbeit gehen, U. 3, 422. 23, 53; vgl. Hes. O. 318; εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od. 1, 422. 18, 304; πρὸς εὐφροσύνην τρέψαι, Pind. I. 3, 10; πρὸς ἁσυχίαν τετραμμένος, Ol. 4, 16; ἐς γέλωτα, Her. 7, 105; πρὸς ἀλκήν, 3, 78. 4, 125 u. sonst; ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, gegen die Sonne gewandt, Hes. O. 729; ἔξω τοῦ ἄστεος τετραμμένος, Her. 2, 181; τραφϑέντες ἐς τὸ πεδίον, 9, 56; τράπωνται τὴν ἄνω ὁδόν, sie schlagen den Weg ein, 5, 15, wie ὁποτέρην βούλεαι τραπέσϑαι, 1, 11; vgl. Plat. Soph. 242 b; und geistig, πρὸς τὰ Ἑλληνικὰ μᾶλλον τετραμμένος ἦν, Her. 4, 78; – αἰχμὴ ἐτράπετο, die Lanzenspitze wandte sich, bog sich um, Il. 11, 237; – Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχϑροὺς βέλος, Aesch. Spt. 237; – τους δ' ἄνω τρέπων ἔσφαζε, Soph. Ai. 291; οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ τἄπορον τρέπειν ἐπος, Phil. 885; ἐπ' ἐχϑροῖς χεῖρα φοινἰαν τρέπειν, Ai. 759; μόλις ἔτρεψεν εἰς φυγὴν πόδα, Eur. Suppl. 718; μὴ ἐνταῦϑα τρέψῃς σὴν φρένα, I. T. 1322; τρέπειν τὰ ἐξημαρτημένα ἐπὶ τὸ βέλτιον, Ar. Nuhb. 580; ἐς γέλων τὸ πρᾶγμα τρέπειν, Vesp. 1261; vgl. Thuc. 6, 35; ποῖ τέτροφας τὰς ἐμβάδας, Ar. Nubb. 848; τὸ πρὸς Νότον τετραμμένον, Thuc. 2, 15; ἐκεῖσε τὰς ἡδονὰς καὶ ἐπιϑυμίας τῶν παίδων, Plat. Legg. I, 643 c, u. oft (s. auch unten); τὸν ἄνϑρωπον ὡρμηκότα φίλον εἶναι εἰς ἀϑυμίαν τρέψομεν, Dem. 23, 194. – Bes. 2) in die Flucht wenden, schlagen; Il. 15, 261; Her. 1, 63. 4, 128; vollständig, τρέπειν φύγαδε, Il. 8, 157; auch intr., φύγαδ' ἔτραπε, 16, 657; τρέψαντες ἀπέκτειναν ὑπὲρ χιλίους, Thuc. 4, 25, u. oft. Später gew. τρέπειν ἐς φυγήν, u. pass. τραπῆναι φογῇ, ἐς φυγήν, in die Flucht geschlagen werden; τρεφϑείς Xen. Cyn. 12, 5; Pol. oft u. a. Sp.; mad. τραπέσϑαι, sich zur Flucht wenden, fliehen, Her. 1, 80. 5, 64, ἐς φυγήν, 8, 91; τετραμμένον παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936; τραπέντα ναύφρακτον ὅμιλον ἐρεῖς; Pers. 986; ἐτράποντο οἱ πολέμιοι, Thuc. 4, 44. Aber der aor. I. med. wird in akt, Bdtg gebraucht, τρέψασϑαι, Einen von sich abwenden u. in die Flucht schlagen, Ar. Equ. 275; Xen. An. 5, 4, 16. 6, 1, 13 u. öfter, wie Pol. 1, 17, 10 u. sonst. – Umstürzen, εὐτοχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301 u. A.; – abwenden, abhalten, τῇ γὰρ Ἀϑηναίη νόον ἔτραπεν, Od. 19, 479; Il. 8, 451; ἀπό τινος, 22, 16; ἑκάς τινος, Od. 17, 73; verhindern, verhüten, Il. 4, 381. 5, 187; Hes. Sc. 456; u. übh. anders wenden, ändern, verändern, ἔτραπεν κεῖνον χρυσός, Pind. P. 3, 55. – Pass. sich ändern, τρέπεται χρώς, die Farbe wechselt, ändert sich, von Einem, der erblaßt, Il. 13, 279. 284. 17, 733 Od. 21, 412; Hes. O. 418; τρέπεται νόος, φρήν, ϑυμός, der Sinn ändert sich, Od. 3, 147. 7, 263 Il. 10, 45. 17, 546; absolut, τράπομαι, ich ändere meine Meinung, Her. 6, 18; dah. τετραμμένος, ein Umgewandter, der seinen Sinn geändert hat, 9, 34; auch κραδίη τέτραπτο νέεσϑαι, Od. 4, 260; ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπω, Ar. Vesp. 986; vgl. τὴν διάνοιαν ἄλλοσε τρέπειν, Plat. Rep. III, 393 a; ἐνταῦϑα τὸν νοῦν τρέποντες, Mener. 248 c; γνώμας, Xen. An. 3, 1, 41, u. Folgde; οἰνος τρέπεται, der Wein schlägt um, S. Emp. pyrrh. 1, 41. – Uebertr. im med. sich auf Etwas hinrichten, ὥςτ' ἀμήχανον ὅποι τράποιντο, Aesch. Pers. 451; Ag. 1514; ὅταν τις εἰς τὸ μαίνεσϑαι τραπῇ, Soph. O. C. 1537; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης, Ai. 730; ποῖ τράπωμαι, Rur. Hec. 1099 und oft; οἷ πρῶτά με ἐδει τραπέσϑαι, Ar. Ran. 37; bes. seine Aufmerksamkeit auf Etwas hinrichten, worauf merken, sich womit beschäftigen, μὴ 'πὶ φροντίδας τρέποο, Eur. I. A. 646; πρὸς χεροὺς τραπώμεϑα, Herc. F. 751; πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1, 5; πρὸς πόλεμον, 5, 114; ἐφ' ἁρπαγήν, 4, 104; πρὸς ϑεραπείαν τῶν φοομένων ἅπασαι τετράφαται, Plat. Rep. VII, 533 b; ἐπὶ γεωργίας τρέπονται, Legg. III, 680 e; πρὸς τὸ δεῖπνον, Conv. 175 e. Auch in der Bdtg des act., ἐπὶ τὸ ἐπαινεῖν αὐτὼ ἐτραπόμην, Plat. Euthyd. 303 c; τρέψεται τὸν λόγον ἐπ' ἐκεῖνον, Is. 5, 3; ἐφ' ὰρπαγήν, Xen. An. 7, 1, 18; ἐπὶ ῥᾳϑομίαν, 2, 6, 5; ἐπἱ ἓν ἔργον, Cyr. 2, 1, 21; Folgde; πρὸς ὕβριν τραπόμενοι, Luc. D. D. 18, 2.
-
60 μόγις
μόγις, mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; μόγις δ' ἐςαγείρατο ϑυμόν, 21, 417; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων, Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασϑεὶς μόγις, Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ μόγις οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη μόγις, Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. μόλις διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]
См. также в других словарях:
μόλις — only just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… … Dictionary of Greek
μόλις — 1. επίρρ. τροπ., με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα: Μόλις προλάβαμε το πλοίο. 2. επίρρ. χρον., πριν από λίγο: Το μωρό μόλις κοιμήθηκε. 3. ευθύς ως, αμέσως: Μόλις φτάσεις, τηλεφώνησέ μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροφαίνομαι — μόλις φαίνομαι, παρουσιάζομαι για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + φαίνομαι] … Dictionary of Greek
αλαφρανασαίνω — μόλις ανασαίνω, ανασαίνω βαριά, με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ανασαίνω] … Dictionary of Greek
γλυκοφαγγρίζω — μόλις φαίνομαι, ίσα ίσα που διακρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + φαγγρίζω «φέγγω αμυδρά»] … Dictionary of Greek
ψοφοζώ — μόλις κατορθώνω να ζω, τα φέρνω πολύ δύσκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωμοζώ — μόλις βγάζω το απαραίτητο ψωμί μου ώστε να μην πεθάνω από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek