-
1 μουσικής
μουσικήany art over which the Muses presided: fem gen sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 μουσικῆς
μουσικήany art over which the Muses presided: fem gen sg (attic epic ionic)μουσικόςmusical: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 μουσική
A any art over which the Muses presided, esp. poetry sung to music, Pi.O.1.15, Hdt.6.129;μουσικῆς ἀγών Th.3.104
, cf. IG12.84.16, etc.;ποίησις ἡ κατὰ μουσικήν Pl.Smp. 196e
, cf. 205c; τίς ἡ τέχνη, ἧς τὸ κιθαρίζειν καὶ τὸ ᾄδειν καὶ τὸ ἐμβαίνειν ὀρθῶς; Answ.μουσικήν μοι δοκεῖς λέγειν Id.Alc.1.108d
.2 = ἀγὼν μουσικῆς, IG 12(9).189.8 (Eretria, iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσική
-
4 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
5 κεφαλά
κεφᾰλά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -ᾶν, -αῖς.)a head lit.λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν O. 1.58
Εὐρυσθῆος ἐπεὶ κεφαλὰν ἔπραθε φασγάνου ἀκμᾷ P. 9.80
( θρῆνον). τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς ἄιε λειβόμενον i. e. the snakes that formed the hair of the Gorgons P. 12.9 ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (cf. τὸν πολυκέφαλον νόμον [Plut.], περὶ μουσικῆς, 1133d) P. 12.23ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γεΤαντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.9
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν sc. of its groom fr. 169. 31. σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Bergk: κεφαλάς codd.: sc. of a horse) fr. 203. 3.b by synekdoche for the person.αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60
ἐκέλευσεν — νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο, νέα κεφαλά (Heyne: νέα(ι) κεφαλᾶ(ι) codd.: sc. the young Orestes) P. 11.35c met., bearing “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” P. 9.31d frag. ] ν κεφᾳλᾳν[ fr. 140a. 71 (45). -
6 Νιόβα
Νιόβα (?) test., [Plut.], περὶ μουσικῆς § 15, 1136C: Πίνδαρος ἐν παιᾶσιν ἐπὶ τοῖς Νιόβης γάμοις φησὶ Λύδιον ἁρμονίαν πρῶτον διδαχθῆναι Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13 pertinere censuit Snell. Aelian., V. H. 12. 36, εἴκοσι (sc. Νιόβης παῖδάς φησι) Πίνδαρος Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13 revocavit Snell. -
7 νόμος
νόμος (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)1a custom, traditionἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (sc. Κένταυρον) P. 2.43 Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (v. l. νομόν) N. 3.55 ( ἔνεπεν αὐτόν) γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ σεμνὸν αἰνήσειν νόμον (νόμον, νομόν Σ: δόμον, γάμον codd.) N. 1.72τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28
ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38
b political tradition, regimeἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.86
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
c tune, melody ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (v. [Plut.], περὶ μουσικῆς, § 7) O. 1.101 ἀλλά νιν εὑροῖσ ( Ἀθάνα)ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων P. 12.23
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.25
νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c.2 pro pers., Custom Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων (“wenns die Menschen für gerecht erklären, wird auch die Gewalttat gerechtfertigt” Wil., 462: contra, Treu, Rh. M., 1963, 193ff.: v. Ostwald, H. S. C. P., 1965, 109ff.) fr. 169. 1. -
8 διαμφισβητέω
A dispute, disagree, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Decr. ap.D.18.185, cf. Arist.MM 1211a14;τινὶ περὶ μουσικῆς Ath.8.351a
;ἀρετῆς κτλ. Plu.2.787d
;δ. περί τινος
lay claim to,Arist.
Pol. 1283b14; πρός τι ib. 1287b35;δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων Id.PA 648a24
: abs., Id.Pol. 1283a30, CPR1.20 (i A.D.), etc.:—[voice] Pass., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα not a few questions are debateable, Arist.EN 1155a32; τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, D.44.57.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμφισβητέω
-
9 εἰσδέχομαι
A take into, admit,ἐς τὸ ἱρόν Hdt.1.144
, cf. 206 : c. acc. pers., S.OT 238;εἰ. φρουράν IG22.43.22
: c. acc. loc.,οὐκ εἰσεδέξατ' οἶκον E.Supp. 876
: c. dat., ἄντροις εἰ. τινά receive him in the cave, Id.Cyc.35 : rarely c. gen., τόνδ' εἰσεδέξω τειχέων,= τειχέων εἴσω ἐδέξω (cf. Sch. ad loc.), E.Ph. 451: c. acc. dupl., ἐσδέξασθαί τινα συνοικιστῆρα admit him as a fellow-colonist, Pi.Fr. 186;εἰ. τινά ὑπόστεγον S.Tr. 376
: [tense] aor. I εἰσδεχθῆναι in pass. sense, Luc.Tox.30, Merc.Cond.10.2 c. acc. rei,σκῆψιν ἁγὼν οὗτος οὐκ ἐσδέξεται Ar. Ach. 392
;εἰ. εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς Pl.R. 425a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσδέχομαι
-
10 εὐνομία
A good order,ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες Od.17.487
;ἐν εὐ. εἶναι Xenoph.2.19
; μετέβαλον ὧδε ἐς εὐ. Hdt.1.65, cf. 2.124: pl.,εὐνομίῃσι πόλιν κάτα.. κοιρανέουσ' h.Hom.30.11
, cf. Pl.Sph. 216b; ἀπόλεμος εὐ. Pi.P.5.67, cf. AP6.195 (Arch.); Καίσαρος εὐ. ib.236 (Phil.); ;οὐκ ἔστι εὐνομία τὸ εὖ κεῖσθαι τοὺς νόμους, μὴ πείθεσθαι δέ Arist.Pol. 1294a3
, cf. 1280b6, Pl. Def. 413e; οἱ ἐπὶ τῆς εὐνομίας, title of officials in Crete, GDI5075.35 ([place name] Latos).3 personified as daughter of Themis, Hes.Th. 902, cf. Pi.O.9.16, 13.6, B.12.186, D.25.11, Lyr.Adesp.140.6, IG2.1598; title of a poem by Tyrtaeus, cf. Arist.Pol. 1307a1, Str.8.4.10.II (εὔνομος 11
) diligence in foraging: metaph., of bees, Philostr.Im.2.2; regularity in pasturing, of sheep, Longus 1.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνομία
-
11 κρᾶσις
A mixing, blending of things which form a compound, as wine and water, opp. mechanical mixture (defined as an εἶδος μίξεως in which the constituents are liquids, Arist.Top. 122b26, cf. Stoic.2.153; περὶ κράσεως, title of work by Alex.Aphr.): first in A.,τὴν δευτέραν γε κ. ἥρωσιν νέμω Fr.55
, cf. Staphyl.9, Ath.10.426b (pl.); κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων modes of compounding.., A. Pr. 482;ἡ τῶν ἐναντίων κ. Pl. Lg. 889c
;τὴν τῶν νεύρων φύσιν ἐξ ὀστοῦ καὶ σαρκὸς κράσεως.. συνεκεράσατο Id.Ti. 74d
;ἐκ κράσεως πρὸς ἄλληλα Id.Tht. 152d
;τὴν ἁρμονίαν κ. καὶ σύνθεσιν ἐναντίων εἶναι Arist. de An. 407b31
;χρωμάτων ἀκριβὴς κ. Luc.Zeux.5
, cf. Arist.Col. 792a4.2 temperature of the air, κρᾶσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [αἰθήρ] E.Fr.779.2; τὰς ὥρας κ. ἔχειν τοιαύτην ὥστε .. Pl.Phd. 111b, cf. Poll.6.178; ἡ κ. τῶν ὡρέων temperate climate, Hp. Aër.12; ὅσα περὶ κράσεις climates, Arist.Pr.lib.xivtit.3 temperament, of the body or mind, κ. σώματος ib. 871a24, cf. 953a30; διανοίας ib. 909a17; κ. μελαγχολική ib. 954b8: pl.,αἱ τῶν σωμάτων κράσιες Ti.Locr.103a
, cf. Plot.3.1.6: so in Medic., Hp.Nat.Hom.4, etc.; περὶ κράσεων, title of work by Galen. -
12 Λυραῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λυραῖος
-
13 μεταβάλλω
A : [tense] aor. μετέβᾰλον:—throw into a different position, turn quickly or suddenly, Hom.only once, in tmesi,μετὰ νῶτα βαλών Il.8.94
;χαλεπῶς μ. δέμας E.Hipp. 204
(anap.), cf. Gal.15.556;μ. θοἰμάτιον ἐπιδεξιά Ar.
l.c.; μ. γῆν turn, i.e. plough, the earth, X.Oec.16.14;μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἐκ θαλάσσης LXX Ex. 10.19
; μ. ποταμόν change the course of a river, Jul.Or.3.126d.II turn about, change, alter,τὸ οὔνομα Hdt.1.57
;τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1292b21
; [οἱ Βρίγες] τὸ οὔνομα μετέβαλον [ἐς Φρύγας] Hdt.7.73;τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα Id.5.68
;μ. μορφήν τινος εἰς ἀνδρὸς φύσιν E.Ba.54
; [τινὰ] ἐπὶ κακόν Ar.Th. 723
;ἐπὶ τὸ βέλτιον Pl.R. 381b
; μ. δίαιταν change one's way of life, Th.2.16; μ. ὕδατα drink different water, Hdt.8.117;ὀργὰς μ. E.Med. 121
(anap.);μ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.36
, Eup.357.7;μ. τὸ ἔθος Th.1.123
; μ. εὔνοιαν lose it, ib. 77;μ. χώραν ἐκ χώρας Pl.Tht. 181c
: freq. with Adjs., etc., implying change, μ. ἄλλους τρόπους change and adopt other ways, E.IA 343 (troch.); μ. ἄλλας γραφάς ib. 363 (troch.);εἶδος καινὸν μουσικῆς μ. Pl. R. 424c
;πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου -βάλλουσα τύραννον Plu.Tim.1
; μ. ἀντὶ τοῦ ὁμο- ἀ-" Pl.Cra. 405d;ἐμαυτὸν ἄνω κάτω μετέβαλλον Id.Phd. 96b
;ἄνω καὶ κάτω τὰς δόξας μ. Id.R. 508d
: c. acc. cogn., πολλὰς μεταβολὰς.. μ. ὑδάτων καὶ σίτων ib. 404a.III intr., undergo a change,μ. ἐς εὐνομίην Hdt.1.65
, cf. Antipho 2.4.9;μ. εἰς ὀλιγαρχικὸν ἐκ τοῦ τιμοκρατικοῦ Pl.R. 553a
, etc.;μ. ἐπὶ τοὐναντίον Id.Plt. 270d
;ὅταν εἰς ἑτέραν -βάλῃ πολιτείαν ἡ πόλις Arist.Pol. 1276b14
, cf. 1301a20: impers., μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων changes run through a series of creatures, Thphr.HP2.4.4: c. gen. rei, come in exchange for or instead of,καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι.. συντυχίαι E.Tr. 1118
.2 change one's course, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους turning to the Athenians, Hdt.8.109: [tense] aor. part. μεταβαλών abs., instead, in turn, , cf. E. Ion 1614, Pl.Smp. 204e, Grg. 480e: also [tense] pres. part.μεταβάλλων Id.Tht. 166d
.B [voice] Med., turn round, shift a load,μεταβαλλόμενος τἀνάφορον Ar. Ra.8
;προβαλλομένους τὰ ὅπλα ἢ μεταβαλλομένους X.An.6.5.16
.b order to be paid, remit, POxy.1153.8 (i A. D.), 1419.5 (iii A. D.).II change what is one's own, μ. τὰ ἱμάτια change one's clothes, X.Mem.1.6.6;μ. τοὺς τρόπους Ar.V. 1461
(lyr.); μετεβάλλετ' ὀπωπάν changed her appearance, Erinn. in PSI9.1090.53 + 13 (p.xii).2 exchange, τίς μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; silence for words, S.El. 1261; [τὴν ἄσαρκον τροφὴν] ὑγείας καὶ ῥώμης μεταβαλέσθαι have given up asceticism in exchange for health and strength, Porph.Abst.1.2; barter, traffic in, ;μ. τὰ ἀλλότρια ἔργα Id.Sph. 223d
;μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ X.Mem.3.7.6
, cf. D.S. 5.13.2 change one's purpose or mind, Hdt.5.75, SIG 22.20 (v B. C.), Act.Ap.28.6, etc.; change sides, Th.1.71, 8.90, X.HG 2.3.31;πρός τινα Axionic.6.10
.3 turn or wheel round,μ. ἐπ' ἀσπίδα X.Cyr.7.5.6
;τὸ δόρυ εἰς τοὔπισθεν μ. Id.Eq.8.10
: abs., turn about,μεταβαλλόμενος τοῖς ἔξω περιεστηκόσι λοιδορήσεται Aeschin. 3.207
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταβάλλω
-
14 πρέσβυς
A , Ar.Th. 146:— old man (poet. for prose πρεσβύτης), in this sense only used in nom., acc., and voc.,ὁ π. Πόλυβος S.OT 941
;Φοῖνιξ ὁ π. Id.Ph. 562
;δριμὺς π. Ar.Av. 255
(lyr.);πατέρά πρές βυν S.Ph. 665
; , 1121;ὦ πρέσβυ E.
l. c., Ar. l. c.;ὁ π.
the elder,A.
Ag. 184 (lyr.), 205 (lyr.), 530; cf. πρέσβα, πρέσβειρα, πρεσβηΐς, πρέσβις: pl. πρέσβεις, elders, three times in Trag., always voc. (v. infr. 111), A. Pers. 840, S.OT 1111, E.HF 247; for πρεσβῆ, πρεσβῆες, πρισγεῖες, v. πρεσβεύς: [comp] Comp. and [comp] Sup. are the only forms found in Hom., [comp] Comp. πρεσβύτερος, α, ον (lateπρεσβυτερωτέρα PLond.2.177.15
(i A. D.)), elder, Il.11.787, 15.204, Hdt.2.2, etc.; πλεῖν ἢ 'νιαυτῷ by more than a year, Ar.Ra.18; πρεσβυτέρα ἀριθμοῦ older than the fit number, Pi. Fr. 127; βουλαὶ πρεσβύτεραι thy counsels wise beyond thy years, Id.P.2.65;γνώμη π. τῆς ἡλικίας D.H.5.30
;οἱ σοφοὶ καὶ π. Arist.EE 1215a23
; of animals, Id.HA 546a7;ἵππος π. ἤδη ὤν
rather old,PCair.Zen.
225.8 (iii B. C.); alsoδένδρα π. Thphr.CP1.13.8
; ἐπὶ τὸ π. ἰέναι become older, Pl.Lg. 631e;ἵνα μὴ π. ὢν ῥέμβωμαι
in my old age, PCair. Zen.447.9
(iii B. C.): [comp] Sup. πρεσβύτατος, η, ον, eldest, Il.4.59, 11.740, Hes.Th. 234, etc.;π. γενεῇ Il.6.24
; as a term of respect,ἐγὼ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ π. Plu.Nic.15
; of animals, Arist.HA 546a4, al.: for the poet. forms πρέσβιστος, πρεσβίστατος, v. πρέσβιστος, and cf. πρεῖγυς.2 [comp] Comp. and [comp] Sup., of things, more or most important, taking precedence, esp. πρεσβύτερόν τι (or οὐδὲν) ἔχειν deem higher, more important, ; (lyr.);ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ.. Pl.Smp. 218d
;πρεσβύτατον κρἰναί τι Th. 4.61
; merely of magnitude, πρεσβύτερον κακοῦ κακόν one evil greater thananother, S.OT 1365 (lyr.);χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Pl.Lg. 717b
. Adv., , cf. Jul. Or.4.132c.II = πρεσβευτής, ambassador, in nom. sg. only cj. in A. Supp. 727 (v. πρέσβη) and in Prov. ap. Sch.Il.4.394 (v. πρέσβις (A)); gen.πρέσβεως Ar.Ach.93
(at end of line);πρέσβεος Choerob. in Theod. 1.233
: dual πρέσβει (written πρεσβε) IG12(1).977.45,57 (Carpathos, iv B. C.): pl. πρέσβεις, [dialect] Dor. un[var] contr. πρέσβεες ib.14.952.11 (Acragas, iii B. C.) (at first more freq. than πρεσβευταί (q. v.)), Ar.Ach.61, IG12.52.1, 22.1.20, al., D.19.183; acc.πρέσβεις IG12.46.24
, Foed. ap. Th.4.118, X.HG4.8.13; gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, Ar.Ach.76,62, IG22.1.7.III at Sparta a political title, president, τῶν ἐφόρων ib.5(1).51.6, 552.11; νομοφυλάκων ib.555b19; βιδέων ib.556.6; συναρχίας ib.504.16; τῆς φυλῆς ib.564.3; [ σφαιρέων] ib.675.5; gen. sg. πρέσβεως ib. 504.16, al.2 [comp] Comp. πρεσβύτερος, elder, alderman, (ii A. D., pl.), cf. POxy.2121.4 (iii A. D.), etc.;ἐκρίθημεν ἐπί τε Νουμηνίου καὶ ἐπὶ τῶν π. PCair.Zen.520.4
(iii B. C.), cf. UPZ124.22, 36 (ii B. C.); τοῖς ἱερεῦσι καὶ ( both)τοῖς π. καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσι OGI194.3
(Egypt, i B. C.); οἱ π. τῶν ὀλυροκόπων ib.729 (Alexandria, iii B. C.);π. τῶν γεωργῶν PTeb.13.5
(ii B. C.);π. γέρδιοι IGRom.1.1122
(Theadelphia, ii A. D.); τέκτονες π. ib.1155 (Ptolemaïs Hermiu, i A. D.): elder of the Jewish Sanhedrin, Ev.Matt.16.21, etc.; later, elder of the Christian Church, presbyter, Act.Ap.11.30, 20.17, 1 Ep.Ti.5.19, POxy.1162.1 (iv A. D.), etc.; of the Apostles, 2 Ep.Jo.1.1, 3 Ep.Jo.1.1.IV wren, Arist.HA 609a17, 615a19, Hsch.; cf. σπέργυς. (-βυ-, Cret. - γυ- (in πρεῖγυς), cogn. with Skt. -gu in vanar-gú- 'one who lives or moves in the forest', Lith. žmogùs 'man' (lit. 'one who moves on the ground'); πρες- cogn. with Lat.prae, pris-tinus; the oldest sense of π. is 'going in front, taking precedence'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέσβυς
-
15 προσφιλής
A dear, beloved,τῶν ἡλίκων.. προσφιλεστάτῳ Hdt.1.123
, cf. Th.5.40: c. dat., dear or friendly to.., Hdt.1.163, S.Ichn.78, Pl.Grg. 507e, etc.: of things, pleasing, agreeable, ἔργον θεοῖσι π. A.Th. 580; στολή, χάρις, S.Ph. 224 ([comp] Sup.), 558; πάσαις ἡλικίαις.. ἡ χρῆσις αὐτῆς (sc. τῆς μουσικῆς) ἐστὶ π. Arist.Pol. 1340a5;π. ἑκάστῳ.. τὸ κατὰ φύσιν Id.HA 590a10
;τῇ αἰσθήσει Thphr.Od.45
; also of actions, lovely, ὅσα π. Ep.Phil.4.8. Adv. - λῶς agreeably, c. dat., OGI331.9 (Pergam., ii B.C.).II [voice] Act., of persons, kindly affectioned, well-disposed,ὥς μ' ἔθεσθε προσφιλῆ S.Ph. 532
, cf. Th.1.92, 7.86. Adv. - λῶς kindly, S.El. 442, Pl.Lg. 822b; π. ἡμῖν ἔχειν to be kindly affectioned to us, X.HG2.3.44;π. χρῆσθαί Id.Mem.2.3.16
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- έστατα X.Eq.Mag.1.1
,- εστάτως Isoc.
(s. v.l.) ap.Poll.3.63: poet.προσφιλέως IG9(1).235
([place name] Larymna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφιλής
-
16 σκευασία
σκευ-ᾰσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκευασία
-
17 τάγυρι
A little bit, morsel, .--Theognost. Can. 120 cites it as a noun ending in ι; ταγύρια is perh. corrupt in Hsch. -
18 φιλοσοφητέον
A one must pursue knowledge, Pl.Euthd. 288d, Isoc.15.285, Epicur.Ep.3p.59U., Cic.Att.1.16.13, Iamb.Protr.12;ἥντινα [φιλοσοφίαν] φ. Luc. Herm.45
;φ. περὶ μουσικῆς Ath.14.632b
, cf. Plot.3.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοσοφητέον
-
19 φίλος
φίλος, η, ον, also ος, ον Pi.O.2.93: [[pron. full] ῐ: but Hom. uses the voc. φίλε with [pron. full] ῑ at the beginning of a verse, v. infr.].I pass., beloved, dear, Il.1.20, etc.;παῖδε φίλω 7.279
; freq. c. dat., dear to one,μάλα οἱ φ. ἦεν 1.381
;φ. ἀθανάτοισι θεοῖσι 20.347
, etc.: voc., φίλε κασίγνητε (at the beginning of the line) 4.155, 5.359; with neut. nouns,φίλε τέκνον Od.2.363
, 3.184, etc.; butφίλον τέκος Il.3.162
; also φίλος for φίλε ([dialect] Att., acc. to A.D.Synt.213.28),φίλος ὦ Μενέλαε Il.4.189
, cf. 9.601, 21.106, al., Pi.N.3.76, A.Pr. 545 (lyr.), E.Supp. 277 (lyr.), Ar.Nu. 1168(lyr.): gen. added to the voc.,φίλ' ἀνδρῶν Theoc. 15.74
, 24.40;ὦ φίλα γυναικῶν E.Alc. 460
(lyr.): as Subst.:a φίλος, ὁ, friend, κουρίδιος φίλος, i.e. husband, Od.15.22; φίλοι friends, kith and kin,νόσφιφίλων Il.14.256
;τῆλεφίλων Od.2.333
, cf.6.287; φ. μέγιστος my greatest friend, S.Aj. 1331; φίλοι οἱ ἐγγυτάτω, οἱ ἔγγιστα, Lys. 1.41 codd., Plb.9.24.2; after Hom. freq. with a gen.,ὁ Διὸς φίλος A.Pr. 306
; τοὺς ἐμαυτοῦ φ., τοὺς τούτων φ., Aeschin.1.47;φ. ἐμός S.Ph. 421
; τῶν ἐμε̄ν φ. ib. 509;τοὺς σφετέρους φ. X.HG4.8.25
: prov., ἔστιν ὁ φ. ἄλλος αὐτός a friend is another self, Arist.EN 1166a31;κοινὰ τὰ τῶν φ. Pl.Phdr. 279c
, cf. Arist.EN 1159b31;οὐθεὶς φ. ᾧ πολλοὶ φ. Id.EE 1245b20
; also of friends or allies, opp. πολέμιοι, X.HG 6.5.48;φ. καὶ σύμμαχος D.9.12
, etc.; of a lover, X.Mem.3.11.4 (in bad sense, Lac.2.13); φίλε my friend, as a form of courteous address, Ev.Luc.14.10, etc.; in relation to things,οἱ μουσικῆς φ. E.Fr.580.3
; ; ;Χίους φ. ποιῆσαι Lys. 14.36
, etc.;ποιεῖσθαι Luc.Pisc.38
;κτᾶσθαι Isoc.2.27
, cf. Th.2.40; ;φίλῳ χρῆσθαί τινι Antipho 5.63
;ἡμᾶς ἔχειν φίλους And.1.40
; for Hdt.3.49, v. φίλιος.b φίλη, ἡ, dear one, friend,κλῦτε, φίλαι Od.4.722
; ; of a wife, φίλην τινὰ ἄγεσθαι take as one's wife, Il.9.146, 288; ἡ Ξέρξου φ., of his mother, A.Pers. 832; of a mistress, X.Mem.2.1.23, 3.11.16; .c φίλον, τό, an object of love, τὸ φ. σέβεσθαι to reverence what the city loves, S.OC 187 (lyr.): addressed to persons, darling,φ. ἐμόν Ar.Ec. 952
(lyr.); so φίλτατον ib. 970; τὰ φίλτατα one's nearest and dearest, dear ones, such as wife and children, A.Pers. 851, Eu. 216, S.OT 366, OC 1110, E.Med.16: v. φίλτατος; τἀμὰ φίλα, τὰ σὰ φ., Id. Ion 523 (troch.), 613.d οἱ πρῶτοι φίλοι, a title at the Ptolemaic court, OGI99.3, PTeb.11.4 (ii B. C.), etc.; or simplyοἱ φ. τοῦ βασιλέως OGI100.1
; or οἱ φ. alone, ib. 115.4; τῶν φ. και διοικητοῦ one of the king's friends and dioecetes, PTeb.79.56 (ii B. C.).2 of things, pleasant, welcome,δόσις ὀλίγη τε φ. τε Od.6.208
, cf. Il.1.167: c. dat. pers., , cf. Od.8.248, 13.295;οὐ φίλα τοι ἐρέω Hdt.7.104
; δαίμοσιν πράσσειν φίλα their pleasure, A.Pr. 660, cf. infr. 11.b freq. as predic., φίλον ἐστί or γίγνεταί μοι pleases me, it is after my own heart,εἴ πού τοι φίλον ἐστί Od.7.320
; μὴ φ. Διὶ πατρὶ γένοιτο ib. 316, cf. Il.7.387;εἰ τόδε πᾶσι φ. καὶ ἡδὺ γένοιτο 4.17
;καί τοι φ. ἔπλετο θυμῷ Od.13.145
, etc.; : less freq. c. inf., ; , cf. 24.334, Od. 14.378; so , cf. 108, 4.97: rarely c. part., εἰ τόδ' αὐτῷ φιλον κεκλημένῳ if it please him to be so called, A.Ag. 161 (lyr.): agreeing with pl., , cf. Od.17.15;ἔνθα φίλ' ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345
; .c in Hom. and early Poets, one's own; freq. of limbs, life, etc., φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν he took away dear life, Il.5.155, cf. 22.58;κατεπλήγη φίλον ἦτορ 3.31
;εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ' ὀρώρῃ 9.610
;φίλον κατὰ λαιμόν 19.209
; esp. of one's nearest kin,πατὴρ φ. 22.408
, Sapph.Supp.20a.11;ἄλοχος φ. Il.5.480
: cf. φίλτατος: as a standing epith. when no affection is implied, μητρὶ φίλῃ Ἀλθαίῃ χωόμενος κῆρ angry with his own mother, Il.9.555: simply to denote possession,φίλα εἵματα 2.261
; φ. πόνος their wonted labour, Theoc.21.20.d applied to the numbers 284 and 220, Iamb. in Nic.p.35P.II less freq. (chiefly poet.) in act. sense, loving, friendly, Od.1.313, cf. Il.24.775: c. gen., φίλαν ξένων ἄρουραν friendly to strangers, Pi.N.5.8, cf. P.3.5: of things, kindly, pleasing,φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς Il.17.325
; φίλα φρονέειν τινί feel kindly, Il.4.219;φ. ἐργάζεσθαί τινι Od.24.210
;φ. εἰδέναι τινί 3.277
; φ. ποιέεσθαί τινι deal with one in friendly fashion, do one a pleasure, Hdt.2.152, 5.37.III Adv. φίλως, once in Hom., φίλως χ' ὁρόῳτε ye would fain see it, Il.4.347, cf. Hes. Sc.45, A.Ag. 247(lyr.), [ 1591], etc.; φ. ἐμοί in a manner dear or pleasing to me, ib. 1581.2 in a friendly, kindly spirit,τήνδε τὴν πόλιν φ. εἰπών S.OC 758
;φ. δέχεσθαί τινα X.HG4.8.5
, cf. Pl.Epin. 988c.IV φίλος has several forms of comparison:1 [comp] Comp. φιλίων [pron. full] [λῐ], ον, gen. ονος, Od.19.351, 24.268: [comp] Sup. φίλιστος, η, ον, interpol. in S.Aj. 842.2 [comp] Comp. φίλτερος, [comp] Sup. φίλτατος, v. sub voce.3 [comp] Comp.φιλαίτερος X.An.1.9.29
, Call.Del.58: [comp] Sup.φιλαίτατος X.HG7.3.8
, Theoc.7.98.5 also as [comp] Comp.,μᾶλλον φίλος A.Ch. 219
, S.Ph. 886;φ. μᾶλλον Thphr. CP6.1.4
; [comp] Sup.,μάλιστα φ. X.Cyr.8.1.17
. -
20 χειρουργικός
A of technical dexterity,ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.Pol. 1341b1
; τὰ μὴ χ. (sc. τῶν τεχνῶν) Phld.Po.5.2; χ. μέρος τῆς μουσικῆς the practical part of music, i.e. execution, Plu.2.1135d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρουργικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μουσικής, Μέγαρο — Βλ. λ. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών … Dictionary of Greek
μουσικῆς — μουσική any art over which the Muses presided fem gen sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών — Οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αποτέλεσμα συνεργασίας ιδιωτών και κράτους. Λειτουργεί από το 1991 ως κέντρο πολιτιστικής, κοινωνικής και επιστημονικής δραστηριότητας, ενώ εδρεύει σε ιδιόκτητο, σύγχρονο κτίριο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek