-
121 σχῆμα
A form, shape, figure, E. Ion 238, Ar.V. 1170, Pl.R. 601a, Thphr.Ign.52, etc.;καθ' Ἡρακλέα τὸ σ. καὶ τὸ λῆμ' ἔχων Ar.Ra. 463
;διερεισαμένη τὸ σ. τῇ βακτηρίᾳ Id.Ec. 150
;Ἱππομέδοντος σ. καὶ μέγας τύπος A.Th. 488
: in Trag. freq. in periphr., ὦ σ. πέτρας, = πέτρα, S.Ph. 952;σ. καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων E.Med. 1072
;σ. δόμων Id.Alc. 911
(anap.), cf. Hec. 619; Ἀσιάτιδος γῆς ς. Id.Andr.1: in pl., of one person, φωτὸς κακούργου σχήματ' Id.Fr. 210; μορφῆς σχῆμα or σχήματα, Id. Ion 992, IT 292, cf. IG3.1417.14;τὴν αὐτὴν τοῦ σ. μορφήν Arist.PA 640b34
(but ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων, opp. σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, Ep.Phil.2.6 and 8);τὰ σ. καὶ χρώματα Pl.R. 373b
;σχήμασι καὶ χρώμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a19
; κατὰ χρόαν ἢ ὄγκον ἢ σ. [τοῦ προσώπου] Gal.18(2).309; ὅσα παθήματα γίνεται ἀπὸ σχημάτων caused by peculiar conformations, Hp.VM22.b atom, imagined as differing from other atoms mainly in shape,ἐκ περιφερῶν συγκεῖσθαι σχημάτων Democr.
ap. Thphr.Sens.65; ἐκ μεγάλων σ. καὶ πολυγωνίων ib.66, cf. 67,al., Od.64.2 appearance, opp. the reality, οὐδὲν ἄλλο πλὴν.. ς. a mere outside, E.Fr.25, cf. 360.27, Pl.R. 365c; show, pretence,ἦν δὲ τοῦτο.. σ. πολιτικὸν τοῦ λόγου Th.8.89
;οὐ σχήμασι, ἀλλὰ ἀληθείᾳ Pl.Epin. 989c
; σχήματι ξενίας under the show of.., Plu. Dio16, etc.3 bearing, air, mien, Hdt.1.60;τύραννον σ. ἔχειν S.Ant. 1169
; ἄφοβον δεικνὺς ς. X.Cyr.6.4.20; ταπεινὸν ς. ib.5.1.5; ὑπηρέτου ς. D.23.210;τῷ σχήματι, τῷ βλέμματι, τῇ φωνῇ Id.21.72
; ὄμμασι καὶ σχήμασι καὶ βαδίς ματι φαιδρός gestures, X.Ap.27, cf. Mem. 3.10.5; esp. outside show, pomp, τὸ τῆς ἀρχῆς ς. Pl.Lg. 685c; dignity, rank, οὐ κατὰ σ. φέρειν τι in a manner not dignified or seemly, Plb.3.85.9, cf. 5.56.1, Plu.2.44a, 631c, Luc.Peregr.25; πρεσβείας, ἱερείας ς., Aristid.1.490 J., Inscr.Olymp.941; ἔχει τι ς., c. inf., there's something to be said for.., E.Tr. 470, cf. IA 983; of the stately air of a horse, X.Eq.1.8,7.10.4 fashion, manner,ἑτέρῳ σ. ζητεῖν Hp.VM2
; σ. μὲν γὰρ Ἑλλάδος στολῆς ὑπάρχει fashion of dress, S.Ph. 223;σ. τοῦ κόσμου E.Ba. 832
, 1 Ep.Cor.7.31; σ. βίου, μάχης, E.Med. 1039, Ph. 252 (lyr.); τούτῳ.. κατῴκουν τῷ ς. Pl.Criti. 112d.b dress, equipment,ἀρχαίῳ σ. λαμπρός Ar.Eq. 1331
; βαβαιὰξ τοῦ ς. Id.Ach.64, cf. X.Oec.2.4, Theoc.10.35, App.BC1.16; τὸ τῆς πορφύρας ς., = Lat. latus clavus, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias); ἐν τῷ σ. ἱερέ[ως] ib. 69.17 (ibid., cf. Glotta 14.80), cf.Sammelb.7449.10 (V A.D.), PLond.5.1729.25 (vi A.D.).5 character, role, μεταβαλεῖν τὸ ς. Pl.Alc.1.135d;πάντα σ. ποιεῖν Id.R. 576a
;ἐν μητρὸς σχήματι Id.Lg. 918e
, cf. 859a; ἀπολαβεῖν τὸ ἑαυτῶν ς. to recover their proper character, X.Cyr.7.1.49.6 character, characteristic propetry of a thing, [ πόλεως] Th.6.89; ; βάσιλείας σ. ἔχει the form of monarchy, Arist.EN 1160b25;τὸ σ. τῆς λέξεως δεῖ μήτε ἔμμετρον εἶναι μήτε ἄρρυθμον Id.Rh. 1408b21
(but τὰ σ. τῆς λέξεως the forms ( modes) used in poetry, such as entreaty, threat, command, Id.Po. 1456b9); τὰ τῆς κωμῳδίας ς. its characteristic forms, ib. 1448b36; ἐν σχήματι νόμου in form of law, Pl.Lg. 718b; ἐν ἀπολογίας ς. Isoc.15.8; ἐν μύθου ς. Arist.Metaph. 1074b2, cf. Pl.Ti. 22c; τὸ τῆς διαίτης ς. Gal.15.582;αἱ κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοραί Id.19.183
.7 a figure in Dancing, Ar.V. 1485: mostly in pl., figures, gestures (cf. σχημάτιον), E.Cyc. 221, Ar. Pax 323, Pl.Lg. 669d, Epigr. ap. Plu.2.732f, etc.;σχήματα πρὸς τὸν αὐλὸν ὀρχεῖσθαι X.Smp.7.5
; ἐν.. μουσικῇ καὶ σχήματα.. καὶ μέλη ἔνεστι figures and tunes, Pl.Lg. 655a; also of the postures of an athlete, Isoc.15.183: generally, posture, position, Hp.Off.11, al., Ar. Ra. 538(lyr.), Thphr.Lass.3,14; of the foetus, Sor.2.55; τὸ τῆς κατακλίσεως ς. the patient's attitude as he lies in bed, Gal.16.578, cf. 665; cf.σχηματίζω 11.3
.b Rhet., figure of speech, Pl. Ion 536c, Cic.Brut. 37.141, etc.; [ἡ τοῦ Θουκυδίδου φράσις] πλήρης σχημάτων D.H.Pomp. 5
, cf. Amm.2.2; for σ. Πινδαρικόν, etc., v. Hdn.Fig.p.100S.d τὸ σ. τῆς λέξεως, both the grammatical form of a sentence, Arist.SE 166b10, cf. Gal.16.709, etc.; and its rhythmical form, Arist.Rh.l.c. supr.6, etc.e grammatical form of a word, Hp.Vict.1.23, D.T.635.21, A.D.Pron.17.25,al.8 geometrical figure, Arist.de An. 414b20, al., Onos.10.28;μονωτάτη πάντων ἀριθμῶν δυὰς σχήματος οὐκ ἔστιν ἐπιδεκτική Theol.Ar.7
.d configuration of birds in augury, τοῖς τῶν γυναικῶν σχήμασι σῷ ζεσθαι to be saved by the configurations (of birds) appropriate to women, Gal.15.445.9 in Tactics, military formation, X.An.1.10.10.10 = τὸ αἰδοῖον LXXIs.3.17. -
122 τάλαντον
τᾰλαντ-ον, τό,A balance,Ζεὺς.. τὸ τ. ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως Thgn.157
;ζυγὸν ταλάντου A.Supp. 823
(lyr.);ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται Ar.Ra. 797
: in this sense used by Hom. only in pl., pair of scales,ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνή.., ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il.12.433
; esp. of the scales in which Zeus weighed the fortunes of men, χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τ. 8.69, 22.209; γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τ. 16.658; ἐπὴν κλίνῃσι τ. Ζεύς, i.e. when he decides the issue of battle, 19.223;τ. βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers. 346
; of the scales of justice,δίκης κατέκειτο τάλαντα h.Merc. 324
, cf. AP6.267.4 (Diotim.): so in sg.,δίκας ῥέπει τάλαντον B.17.25
.II anything weighed,1 a definite weight, talent, in Hom. always of gold,δέκα χρυσοῖς τάλαντα Il.9.122
; δύω χρ. τ. 18.507; δέκα πάντα τ. ten in all, 19.247, 24.232; χρυσοῦ.. εὐεργέος ἑπτὰ τ. Od.9.202;χρυσοῖο τάλαντον.. τιμήεντος 8.393
: from the order of the prizes in Il.23.262 sq. and other passages its weight was probably not great, cf. Arist.Fr. 164.2 in post-Hom. writers, the τάλαντον was both a commercial weight (differing in different systems), and also the sum of money represented by the corresponding weight of gold or silver; τοῖσι μὲν (of the subjects of Darius) ἀργύριον ἀπαγινέουσι εἴρητο Βαβυλώνιον σταθμὸν τ. ἀπαγινέειν, τοῖσι δὲ χρυσίον ἀπαγινέουσι Εὐβοϊκόν· τὸ δὲ Βαβυλώνιον τ. δύναται Εὐβοΐδας ( ὀκτὼ καὶ add. Reiz)ἑβδομήκοντα μνέας Hdt.3.89
; τ. Ἀττικόν, Αἰγιναῖον, etc., Poll.9.86;ἐποίησε [ὁ Σόλων] σταθμὰ πρὸς τὸ νόμισμα τρεῖς καὶ ἑξήκοντα μνᾶς τὸ τ. ἀγούσας Arist.Ath.10.2
.a of money,τ. ἀργυρίου Hdt.7.28
, cf. X.HG3.5.1, etc.;χίλια τ. νομίσματος Aeschin.2.174
; μνᾶ ἀπὸ τοῦ τ. IG12.220.7, cf. 92.37, al.b of weight, τὸ τ. τὸ ἐμπορικόν ib.22.1013.35; used in weighing lead, ib.12.374.287, 42(1).103.131 (Epid., iv B.C.), PMich.Zen.9.4 (iii B.C.); iron, PCair.Zen.144.6 (iii B.C.), CPHerm.p.77 (iii A.D.); cloth, PMich.Zen.120.8 (iii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάλαντον
-
123 τρυγῳδοποιομουσική
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγῳδοποιομουσική
-
124 ἀκριβής
ἀκρῑβ-ής, ές,A exact, accurate, precise, E.El. 367, etc.;σημεῖον Th.1.10
;δίαιτα Hp.Aph.1.4
; τριταῖος returning precisely at its time, Id.Epid.1.24; γαλήνη complete calm, Jul. Or.1.25c.II of persons, precise, strict,δικασταί Th.3.46
; ;δεινὸς καὶ ἀ. Lys.7.12
; ἀ. τοῖς ὄμμασι sharp- sighted, Theoc.22.194; of arguments, Ar.Nu. 130;ἀ. μουσική E. Supp. 906
, etc.; τὸ ἀ., = ἀκρίβεια, Hp.VM9;τὸ πάνυ ἀ. Th.6.18
: freq.in Adv. - βῶς to a nicety, precisely, ἀ. εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, etc., Hdt.7.32, etc.;ἀ. οἶσθα A.Pr. 330
; opp. ἁπλῶς, Isoc.5.46; opp. τύπῳ (in outline, roughly), Arist.EN 1104a2: [comp] Comp. , Act.Ap.18.26: [comp] Sup. ; ἀ. καὶ μόλις with greatest difficulty, Plu.Alex.16:—also οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες at the right moment, E.Tr. 901.c Astron., true, opp. φαινόμενος, Procl. Hyp.4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκριβής
-
125 ἀμφί
ἀμφί, Prep. with gen., dat., acc.: (cf. Skt.A abhitas 'on both sides', Lat. ambi-):—radic. sense, on both sides; chiefly Poet. and [dialect] Ion. Prose, replaced by περί in later Gk.A C. GEN. (Poet., Hdt., X.):I causal, about, for the sake of, ἀ. πίδακος μάχεσθαι fight for the possession of a spring, Il.16.285;ἀ. γυναικός Pi.P.9.105
, A.Ag.62;ἀ. λέκτρων E.Andr. 123
: like πρός, in entreaties, πρὸς Ζηνός.. Φοίβου τ' ἀ. for Phoebus' sake, A.R.2.216.2 about, concerning, once in Hom., ἀμφ' Ἄρεος φιλότητος ἀείδειν sing of love, Od.8.267;ἀμφὶ τιμῆς h.Merc. 172
(cf. c. 4); once in Hdt., ἀμφὶ κρίσιος (as v.l. for κρίσι) ; more freq. in poets,ἀ. δαιμόνων Pi.O.1.35
, cf. A.Th. 1017, E.Supp. 642, etc.; prob. l. in S.Ph. 554.II of Place, about, around, post-Hom.,ἀ. ταύτης τῆς πόλιος Hdt.8.104
;τὸν ἀ. Λίμνας τρόχον E.Hipp. 1133
.B C. DAT. (Poet., [dialect] Ion. and later Prose):I of Place, on both sides of,ἀμφ' ὀχέεσσι Il.5.723
; ἀ. κεφαλῇ, ὤμοισιν, στήθεσσι, ποσσί, about the head, etc., ib.24.163, 3.328, Od.16.174, Il.13.36;ἄ. δέρᾳ Sapph.Supp.23.16
; ἀμφί οἱ around him, Il.12.396; μοι ἀμφ' αὐτῷ around me, 9.470; like wiseἀμφὶ περὶ στήθεσσι Od.11.609
:—all round, κρέα ἀμφ' ὀβελοῖσι μεμύκει round, i.e. upon, spits, ib.12.395;πεπαρμένη ἀμφ' ὀνύχεσσι Hes.Op. 250
.2 more generally, at, by, ἀ. πύλῃσι μάχεσθαι at the gates, Il.12.175; ἀμφὶ [κόρυθι] διατρυφέν smashed on the helmet, 3.362; ἀ. πυρί on the fire, 18.344; ἀμφ' ἐμοί clinging to me, Od.11.423; esp. of falling over one, Il.4.493; of a guardian, over,φύλακα ἀ. σοι λείψω S.Aj. 562
;ἀ. γούνασι πίπτειν E.Alc. 947
.II of Time, ἁλίῳ ἀ. ἑνί in compass of one day, Pi. O.13.37.III generally, of connexion or association, without distinct notion of place, ἀ. νεκροῖσιν as concerning the dead, Il.7.408; freq. in Pi., ὅσσα δ' ἀμφ' ἀέθλοις as far as concerns games, N.2.17; ἐπ' ἔργοισιν ἀ. τε βουλαῖς in deeds and counsels, Id.P.5.119; in virtue of,ἀμφὶ σοφίᾳ 1.12
;ἐμᾷ ἀ. μαχανᾷ 8.34
;ἀμφ' ἀρετᾷ 1.80
, cf. O.8.42;σέο ἀμφὶ τρόπῳ N.1.29
; ἀ. ἰατορίᾳ in respect of healing, B.1.39.IV causal, about, for the sake of,ἀμφ' Ἑλένῃ μάχεσθαι Il.3.70
; ἀ. γυναικὶ ἄλγεα πάσχειν ib. 157, cf. Luc.D Deor.20.14;ἀ. τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις E.Heracl.40
, cf. Rh. 457 (lyr.);ἀ. δώλῳ μωλίειν Leg.Gort.1.17
; concerning, Od.1.48;εἰπὼν ἀμφ' Ὀδυσῆϊ 14.364
;ἀρνεύμενον ἀ. βόεσσι h.Merc. 390
;ἀ. Τειρεσίαο βουλαῖς Pi.I.7(6).8
; , cf. El. 1144;ἔρις ἀ. μουσικῇ Hdt. 6.129
;ἀ. σοι A.Ag. 890
; ἀ. τῷ θανάτῳ αὐτῆς λόγος λέγεται about her death it is reported, Hdt.3.32, cf. S.Aj. 303;ἀ. βοῶν ἀγέλαις δόμον αὔξειν B.9.44
.2 of impulses, ἀ. τάρβει, ἀ. φόβῳ for very fear, A.Ch. 547, E.Or. 825;ἀ. θυμῷ S.Fr. 565
;ἀμφ' ὀδύνῃ A.R.2.96
.C C. ACC., most freq. in Prose (twice only in Th.):I of Place, about, around, mostly with a sense of motion,ἀ. μιν φᾶρος βάλον Il.24.588
, cf. Od.10.365;ἀ. βωμίαν ἔπτηξε παστάδα E.HF 984
.2 generally, by, on, ἀμφ' ἅλα by the sea, Il.1.409; ἀ. ῥέεθρα somewhere by the banks, 2.461; ἀ. περὶ κρήνην somewhere about the fountain, 2.305; ἀ. ἄστυ all about in the city, 11.706; Τάρταρον ἀ. μέγαν somewhere in Tartarus, h.Ap. 336, cf. A.Pr. 1029;ἀ. Εὔβοιαν B.9.34
;ἀ. Θρῄκην E.Andr. 215
; ἀ. ψάμαθον somewhere on the sand, S.Aj. 1064; ἀ. βωμόν at the altar, E.IT 705;περὶ πίδακας ἀ. Theoc. 7.142
; of motion, to the neighbourhood of,ἦλθες ἀ. Δωδώνην A.Pr. 830
.3 of persons grouped about one, οἱ ἀ. Πρίαμον Priam and his train, Il.3.146, cf. 2.417, 445; οἱ ἀ. Ξέρξεα his army, Hdt.8.25; but οἱ ἀ. Κορινθίους, οἱ ἀ. Μεγαρέας καὶ Φλειασίους the Corinthians, Megarians, etc., and those next them, Id.9.69: hence [dialect] Att., οἱ ἀ. Πρωταγόραν the school of Protagoras or even Protagoras himself, Pl. Tht. 170c; οἱ ἀ. Εὐθύφρονα Euthyphro's friends, Cra. 399e, cf. Th.8.65; of a single person, perh. Pl.Hp.Ma. 281c; so in later Prose, as Luc.VH2.18.4 τὰ ἀ. τι that which concerns a thing,τὰ ἀ. τὸ ἄριστον Th.7.40
; τὰ ἀ. τὴν δίαιταν domestic arrangements, X.Cyr.8.2.6.5 causal, about, for the sake of, κλαίειν ἀ. τινα weep about or for one, Il.18.339; μνήσασθαι ἀ. τινα make mention of one, h.Hom. 7.1, cf. Terp.2, Ar.Nu. 595;κελαδέοντι φᾶμαι ἀ. Κινύραν Pi.P.2.15
, cf. I.7(6).9, A.Th. 843;ἀ. νιν γοώμενος S.Tr. 937
.6 ἀ. τι ἔχειν to be occupied about a thing,ἀ. λιτάν' ἕξομεν A.Th. 101
;ἀ. δεῖπνον εἶχεν X.Cyr.5.5.44
, cf. 5.2.26;εἶναι ἀμφί τι 7.1.1
;ἀ. τὰν δαῖσιν Leg.Gort.5.46
.II of Time, throughout, for, τὸν λοιπὸν ἀ. βίοτον, τὸν ὅλον ἀ. χρόνον, Pi.O.1.97, 2.30; about, at the time of, during,ἀ. Πλειάδων δύσιν A.Ag. 826
;ἀ. τὸν χειμῶνα X.Cyr.8.6.22
, etc.D POSITION. In poets ἀμφί sts. follows its case,οἱ δέ μιν ἀμφί Od.23.46
, cf. 10.218, B.17.53;φρένας ἀ. Hes.Th. 554
, Mimn.1.7; but never suffers anastrophe, Hdn.Gr.1.480.E WITHOUT CASE, as Adv., about, around, on both or all sides, freq. in [dialect] Ep.,ῥῆξεν δέ οἱ ἀ. χιτῶνα Il.13.439
; ἀ. δὲ λειμών around is meadow, Od.6.292; soἀ. περί Il.21.10
, etc.F IN COMPOS.:I on both sides, ἀμφίστομος, ἀμφίαλος.II causal, for the sake of, ἀμφιμάχομαι, ἀμφιτρομέω. -
126 ἐπίστατις
ἐπίστᾰτ-ις, ιδος, ἡ, fem. of ἐπιστάτης, οὐ γὰρ μουσικὴ τούτων ἐ. Aristid.Quint.2.6, cf. Corn.ND20, Sch.Ar.Th. 380.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστατις
-
127 ἐπίτριπτος
A accursed, damned, τοὐπίτριπτον κίναδος the damned fox, S.Aj. 103 (= τὸ ἐξῶλες θηρίον, Sch.), cf.And.1.99 ;ἐ. ψωμοκόλακες Sannyr.10
; οὑπίτριπτος the rogue, Ar.Pl. 275, Alex. 105, cf. Ar.Pl. 619 ; ; rascally,ῥήτορες Luc. Tim.37
: [comp] Sup., Com.Adesp.1348.2 ἡ νῦν ἐ. καὶ κατεαγυῖα μουσική the disreputable and effeminate music of to-day, S.E.M.6.14. (For this sense of a participial formation, cf. οὐλόμενος and ὀνήμενος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτριπτος
-
128 ἔρις
Aἔριν Od.3.136
, etc.; also ἔριδα, usu. in [dialect] Ep.: pl.ἔριδες, laterἔρεις Ep.Tit.3.9
, etc.:—strife, quarrel, contention:I in Il., mostly of battle-strife,αἰεὶ γάρ τοι ἔ. τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε 1.177
;μεμαυῖ' ἔριδος καὶ ἀϋτῆς 5.732
, cf. 13.358 ;κακὴ ἔ. 3.7
;ἔ. πτολέμοιο 14.389
, al.; reversely,ἔριδος νεῖκος 17.384
; ἔριδα ξυνάγοντεςἌρηος 5.861
; ἔριδι or ἐξ ἔριδος μάχεσθαι, 1.8, 7.111 ;ἔριδι ξυνιέναι 20.66
, 21.390 ; later,τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν Pi.N.8.51
;ἔρις ἐνόπλιος Gorg.Fr.6
D.II generally, quarrel, strife,ἔρις θυμοβόρος Il.20.253
, etc.: less freq. in pl., ἔριδας καὶ νείκεα ib. 251 : freq. of political or domestic discord,φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι S.OC 1234
(lyr.);ἔριδες, νείκη, στάσις,..πόλεμος Ar.Th. 788
;ἔριδος ἀγών S.Aj. 1163
(anap.); ;ἔριν περί τινος ἐκφυγεῖν Pl.Lg. 736c
; λύειν, κατασβέσαι, E.Ph.81, S.OC 422 ;γενέσθαι ἔριν πρὸς σφᾶς αὐτούς Th.6.31
: with Preps.,ἐς ἔριν ἐλθεῖν τινι Hdt.9.33
, cf. Ar.Ra. 877 (hex.); ἀφῖχθαι, ἐμπεσεῖν, E.IA 319 (troch.), 377 ;ἐν πολλῇ ἔριδι εἶναι Th.2.21
;ἐν ἔριδι εἶναι πρὸς ἀλλήλους Id.6.35
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος δι' ἐρίδων ἦν Plu.Caes.33
: c. inf.,εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις..ἀρχῆς λαβέσθαι S.OC 372
.2 wordy wrangling, disputation,ἐκ τῆς ἔριδος..ἐμάχοντο Hdt.1.82
; ;ἐγένετο ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἀλλὰ λιμόν Th.2.54
;ἦν ἔρις καὶ ἄγνοια εἴτε.. Id.3.111
;μεστὸς ἐρίδων καὶ δοξοσοφίας Pl.Phlb. 49a
, cf.Ti. 88a ;ἡ περὶ τὰς ἔριδας φιλοσοφία Isoc.10.6
;ἔριδος ἕνεκα Pl.Sph. 237b
; cf. ἐριστικός.III Personified, Eris, a goddess who excites to war,Ἔ. κρατερή Il.20.48
;ἐν δ' Ἔ. ἐν δὲ Κυδοιμὸς ὁμίλεον, ἐν δ' ὀλοὴ Κήρ 18.535
;Νὺξ..Ἔριν τέκε καρτερόθυμον Hes.Th. 225
: hence, as goddess of Discord, at the marriage of Peleus and Thetis, Coluth.39, al.2 as a principle of nature,πάντα κατ' ἔριν γίνεσθαι Heraclit.8
: pl., Emp.124.2.IV contention, rivalry, freq. in Od., ἔργοιο in work, 18.366 ; ὅς τις ἔριδα προφέρηται ἀέθλων for prizes, 8.210 ;ἔρις χερσὶ γένηται 18.13
; ἔριδα προφέρουσαι in eager rivalry, 6.92 ;ἔριν στήσαντες ἐν ὑμῖν 16.292
: in later Poets, contest, καλλονᾶς, μελῳδίας, E.IA 1308, Rh. 923 ;ὅπλων ἔριν ἔθηκε συμμάχοις Id.Hel. 100
;ἔριν ἔχειν ἀμφὶ μουσικῇ Hdt.6.129
; ;ἔριν ἐμβάλλειν τισὶ πρὸς ἀλλήλους ὅπως.. X.Cyr.6.2.4
; εἰς ἔριν ὁρμᾶσθαι ταύτης τῆς μάχης πρὸς τοὺς πεπαιδευμένους ib.2.3.15 ;εἰς ἔριν συμβάλλειν τινὰς περὶ ἀρετῆς Id.Lac.4.2
; κατ' ἔριν τὴν Ἀθηναίων out of rivalry with.., Hdt.5.88, cf. Pl.Criti. 109b ; ἔβα Πινδάροιο (leg. - οι)ποτ' ἔριν Corinn. 21
; Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν in rivalry with.., E.Cyc. 328 ; in good sense,ἔρις ἀγαθῶν A.Eu. 975
(lyr.), cf. Hes.Op.24.------------------------------------ἔρις (B),A = ἶρις, [dialect] Att., acc. to Hsch. s.v. ἔριδας.
См. также в других словарях:
μουσικῇ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (attic epic ionic) μουσικός musical fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) … Dictionary of Greek
μουσική — η 1. η τέχνη της αρμονικής και ρυθμικής συναρμολόγησης των ήχων: Παραδοσιακή μουσική. 2. μουσικότητα, μελωδικότητα: Η φωνή του έχει μουσική. 3. ορχήστρα από μουσικά όργανα: Η μουσική του Δήμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη μουσική — Μουσική που αξιοποιεί, σύμφωνα με ορισμένες θεωρητικές και τεχνικές αρχές, όλες τις πιθανές ηχητικές πηγές. θεωρήθηκε εξέλιξη της κληρονομιάς που άφησε ο Άντον Βέμπερν και είναι αντικείμενο, από το 1948, των πρώτων πειραματισμών και μιας πρώτης… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… … Dictionary of Greek
παιδική μουσική — Μουσική γραμμένη για ακρόαση ή εκτέλεση από παιδιά. Η καλή π.μ. χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο θέμα, ζωντανό ποιητικό περιεχόμενο, γραφικές εικόνες και απλή και σαφή μορφή. Στα φωνητικά έργα δίνεται προσοχή στην έκταση της φωνής, στα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ποπ μουσική — η, Ν άκλ. μουσική που εμφανίστηκε στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960 στη Μεγάλη Βρετανία και έπειτα στις ΗΠΑ, με επιδράσεις από το ροκ εντ ρολ, από τα μπλουζ τών μαύρων, από το τραγούδι φολκ, από τη μουσική κάντρυ καθώς και από την κλασική… … Dictionary of Greek
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek