Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔκχῠτο

См. также в других словарях:

  • ἔκχυτο — ἐκχέω pour out aor ind pass 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβάσης — Έκχυτο πυριγενές πέτρωμα της οικογένειας των διαβασών, μελαφυρών και βασαλτών. Είναι χονδροκοκκώδες έως λεπτοκοκκώδες πέτρωμα. Παλαιότερα θεωρούσαν ότι οι δ. ήταν παλαιοηφαιστειακοί σχηματισμοί που δημιουργήθηκαν στις αρχές του παλαιοζωικού αιώνα …   Dictionary of Greek

  • βασανίτης — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα που χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη oρθοκλάστου και πλαγιοκλάστου (λευκίτη) και μικρής ποσότητας ολιβίνη. Βρίσκεται άφθονο σε πολλές ηφαιστειογενείς περιοχές, όπως στην κεντρική Ιταλία και ιδιαίτερα στη λάβα του… …   Dictionary of Greek

  • ανδεσίτης — Έκχυτο ηφαιστειογενές πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από πλαγιόκλαστα του ανδεσιτικού τύπου και από ορυκτά φεμικά (σιδήρου). Το χρώμα του ποικίλλει από ανοιχτό γκρι έως μαύρο. Ο ιστός του αποτελείται από άμορφο υλικό, μέσα στο οποίο βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • ρυόλιθος — Νεοηφαισταακό πέτρωμα· αντιστοιχεί στους γρανίτες, γιατί έχει ανάλογη ορυκτολογική σύσταση. Παλαιοηφαιστειακές μορφές ασβεσταλκαλικών ρ. είναι οι χαλαζιακοί πορφύρες. Μεταξύ των δυο αυτών τύπων πετρωμάτων δεν υπάρχει διαφορά ορυκτολογικής… …   Dictionary of Greek

  • τεφρίτης — Ηφαιστειακό πέτρωμα, που προέρχεται από τη στερεοποίηση ενός βασικού μάγματος και χαρακτηρίζεται από την εξής ορυκτολογική σύσταση: αστριοειδή (λευκίτης ή νεφελίνης), ασβεστονατριούχο πλαγιόκλαστο και πυρόξενος (αυγίτης ή αιγιριναυγίτης).… …   Dictionary of Greek

  • χαλαζιοπορφύρης — Πέτρωμα παλαιοηφαιστειογενές, πρωτογενούς γεωλογικής ηλικίας, έκχυτο, που αποτελείται από υαλώδη μάζα, μέσα στην οποία περιέχονται φαινοκρύσταλλοι αλκαλιούχων αστρίων, σποραδικά, καθώς και από ασβεστονατρομιγείς αστρίους και χαλαζία. Η θεμελιώδης …   Dictionary of Greek

  • βερίτης — Πέτρωμα πυριγενές έκχυτο, που η μάζα του αποτελείται κυρίως από διαφανή πισσολιθική ύαλο, γκριζοκάστανου χρώματος, με άχρωμους μικρόλιθους διοψιδίου και με πορφυριτικούς κρυστάλλους φλογωπίτη και ολβίνου. Κοιτάσματα β. υπάρχουν στην Ισπανία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»