Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μοιρ-άς

См. также в других словарях:

  • Μοῖρ' — Μοῖρα , Μοῖρα part fem nom/voc sg Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl Μοῖρι , Μοῖρις fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῖρ' — μοῖρα , μοῖρα part fem nom/voc sg μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεράδι — (I) το μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ άδιον, υποκορ. τού μοίρα με ανοιχτότερη προφορά τού /i/ (μοιρ ) ως /e/ (μερ ), λόγω τού ακολουθούντος ρ (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)]. (II) το κοινή ονομασία τού φυτού Quercus lanuginosa,… …   Dictionary of Greek

  • Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …   Wikipedia Español

  • άλυρος — ἄλυρος, ον (Α) [λύρα] 1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα 2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα 3. φρ. «Ἄιδος μοῑρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο «ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι… …   Dictionary of Greek

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • επικλώθω — (Α ἐπικλώθω) [κλώθω]. 1. κλώθω, γνέθω 2. (για τις Μοίρες που κλώθουν το νήμα τής ζωής) προκαθορίζω, προαποφασίζω, προδιαγράφω («τοῡτο γὰρ λάχος διανταία Μοῑρ’ ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν», Αισχύλ.) 3. (για θεούς) δίνω, παρέχω, προσφέρω («ἀλλ’ οὔ μοι… …   Dictionary of Greek

  • επισκήπτω — ἐπισκήπτω (AM) 1. (κυρίως για κάποιο κακό) ρίχνω, κάνω κάτι να πέσει («ἐπεὶ δὲ τὸ πρᾱγμα δεῡρ’ ἐπέσκηψεν τόδε», Αισχ.) 2. ρίχνω σε κάποιον την υποχρέωση για κάτι, ορίζω να κάνει ή να υποστεί κάτι («Μοῑρ’... ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίδιος — θαλασσίδιος, ία, ον (AM) το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον κάλυμμα τής Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ίδιος (πρβλ. μοιρ ίδιος, προικ ίδιος)] …   Dictionary of Greek

  • καμπάνα — Κρουστό ηχητικό όργανο, που αποτελείται από ένα κοίλο σώμα με χαρακτηριστική μορφή, συνήθως από μπρούντζο (περίπου 80% χαλκό και 20% κασσίτερο, ενώ ίχνη από άλλα μέταλλα δίνουν στον ήχο της ειδικούς τόνους). Η κ. αρχίζει να δονείται παλμικά, όταν …   Dictionary of Greek

  • κρηναίος — α, ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, αία, ον, θηλ. και κρηνιάς) αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. αγορ αίος, μοιρ αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα ιάς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»