Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μοιρ-αῖος

См. также в других словарях:

  • κρηναίος — α, ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, αία, ον, θηλ. και κρηνιάς) αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. αγορ αίος, μοιρ αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα ιάς …   Dictionary of Greek

  • πηγαίος — α, ο / πηγαῑος, αία, ον, ΝΜΑ (για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ. γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.) νεοελλ. αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από… …   Dictionary of Greek

  • πυγμαίος — α, ο / πυγμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος 2. κοντόσωμος, μικρόσωμος νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • σποραίος — αία, ον, Α 1. σπόριμος, κατάλληλος για σπορά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σποραῑα τα σπέρματα, οι σπόροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αῖος)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς …   Dictionary of Greek

  • τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν …   Dictionary of Greek

  • υλαίος — αία, ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη*, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος 2. ονομασία σκύλου 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο… …   Dictionary of Greek

  • ψεφαίος — αία, ον, Α ψεφαρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»