-
1 μοιραῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοιραῖος
-
2 μείρομαι
Grammatical information: v.Meaning: `get as share' (I 616), `divide' (Arat. 1054).Other forms: perf. act. 3. sg. ἔμμορε `got as share' (Il.), 3. pl. ἐμμόραντι τετεύχασι H., later also ἔμμορες, - ον (A. R., Nic.; s. below), μεμόρηκα (Nic.); perf. a. ppf. 3. sg. εἵμαρται, - το `is (was) decided by fate' (Il.), ptc., esp. in fem. εἱμαρμένη `fate' (IA.); Aeol. ἐμμόρμενον (Alc.), Dor. ἔμβραται εἵμαρται, ἐμβραμένα εἱμαρμένη H.; also (through innovation) βεβραμένων εἱμαρμένων H., μεμόρ-ηται, - ημένος (Man., AP).Compounds: Also with ἀπο- (Hes. Op. 578), ἐπι- (Vett.Val. 346, 6). As 2. member e.g. in κάμ-μορος ( κά-σμορος), ἤ-μορος; s. v.Derivatives: Several derivv., which however mostly have an independent position as opposed to the disappearing verb 1. μέρος n. `share etc.', s. v. -- 2. μόρος m. `fate, (fate of) death, violent death' (Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 305 m. n. 75), `share, share of ground', also as land-measure (Mytilene, Western Locris). Diminut. of this μόριον n. `share, part, member of the body' (IA.), math. `fraction, denominator' with μοριασμός, - στικός (: *μοριάζω; Ptol., sch.), further the adj. μόριμος `by fate destined' (Y 302, Pi., A.), μόριος `belonging to de deathfate' (AP), prob. also μορίαι ( ἐλαῖαι), s. v., μορόεις `deathly' (Nic.). --3. μόρα f. name of a Lacon. section of troops (X.; on the accent Chantraine Form. 20). -- 4. μοῖρα f. `part, piece, piece of ground, share, degree, fate, (evil or good) fate, death-fate', also personified `goddess of fate' (Il.); compp., e.g. μοιρη-γενής `fate-, child of happiness' (Γ182; s. Bechtel Lex. s. v., v. Wilamowitz Glaube 1, 362; - η- anal.-metr. lengthening), εὔ-μοιρος `favoured' (B., Pl.). From this μοιρ-άδιος `destined by fate' (S. OC 228 cod. Laur.), - ίδιος `id.' (Pi., S.), - αῖος `belonging to fate' (Man.), - ιαῖος `measuring a degree' (Ptol., Procl.). - ικός, - ικῶς `acc. to degree' (Ptol., Vett.Val.); μοιρίς f. `half' (Nic.); μοιρ-άομαι, - αω `divide, be awarded one's share, share' (A., A. R.), - άζω = - άω (Anon. in Rh.). On μοῖρα and μόρος in gen. Nilsson Gr. Rel. 1, 361ff. -- 5. μορτή, Dor. - τά `share of the farmer' (Poll., Eust., H.). -- 6. μόρσιμος `destined by fate'; s. v.Etymology: The perfectforms Aeol. ἔμμορε (later taken as aor. 2, whence ἔμμορες, - ον) and Ion. εἵμαρται can be explained from *sé-smor-e resp. *sé-smr̥-tai (Schwyzer 769, Chantraine Gramm. hom. 1, 174 f., 184); here the full grade yot-present μείρομαι \< *smér-i̯o-mai (Schw. 715); cf. e.g. φθείρω: ἔφθορα: ἔφθαρμαι. Init. sm- is seen also elsewhere, e.g. ἄ-μμορος, κατὰ μμοῖραν. -- Corresponding forms are nowhere found. Cognate may be the diff. built Lat. mereō, - ēre, - eor, - ērī `earn, acquire' (prop. *'get your share, acquire'?), which may also have sm- and may be identical with the yot-present in μείρομαι. Uncertain is the meaning of Hitt. marriya- ('break in pieces, make small'?), cf. Benveniste BSL 33, 140, Kronasser Studies Whatmough 122; we would have to assume an s-less variant. Hypothetic is the connection with the group of μέριμνα (Solmsen Wortforsch. 40 f. WP. 2, 690, Pok. 970, W.-Hofmann s. mereō. -- Of the nominal derivv. only μοῖρα requires a special explanation: one may start as well from an ο-stem μόρος as from an older consonant-stem *μορ- (Schwyzer 474). The o-vowel could be an Aeolic zero grade.Page in Frisk: 2,196-197Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μείρομαι
См. также в других словарях:
κρηναίος — α, ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, αία, ον, θηλ. και κρηνιάς) αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. αγορ αίος, μοιρ αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα ιάς … Dictionary of Greek
πηγαίος — α, ο / πηγαῑος, αία, ον, ΝΜΑ (για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ. γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.) νεοελλ. αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από… … Dictionary of Greek
πυγμαίος — α, ο / πυγμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει μέγεθος πυγμής, σπιθαμιαίος, κοντορεβιθούλης, νάνος 2. κοντόσωμος, μικρόσωμος νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυγμαίοι κάθε ανθρώπινη ομάδα τής οποίας οι ενήλικοι άνδρες φθάνουν σε ύψος… … Dictionary of Greek
ραγδαίος — α, ο / ῥαγδαῑος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται, εκδηλώνεται ή επέρχεται με σφοδρότητα και σε μεγάλη ποσότητα, σφοδρός, ορμητικός, ισχυρός, καταρρακτώδης (α. «ραγδαία βροχή» β. «ῥαγδαῑον ὕδωρ», Αριστοτ.) νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που συμβαίνει… … Dictionary of Greek
σποραίος — αία, ον, Α 1. σπόριμος, κατάλληλος για σπορά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σποραῑα τα σπέρματα, οι σπόροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αῖος)] … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν … Dictionary of Greek
υλαίος — αία, ον, και ιων. τ. θηλ. ὑλαίη, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ὕλη*, στο δάσος, ή αυτός που ζει στο δάσος, ο άγριος 2. ονομασία σκύλου 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο ένα αντικείμενο, ο… … Dictionary of Greek
ψεφαίος — αία, ον, Α ψεφαρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέφας «σκοτάδι» + κατάλ. αῖος (πρβλ. μοιρ αίος)] … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek