-
1 μναστήρ
a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors O. 1.80 pro subs.,ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106
met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with N. 1.16b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6})κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων P. 12.24
μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) I. 2.5 -
2 μναστήρ
-
3 μναστήρ'
μνᾱστῆρα, μνηστήρwooer: fem acc sg (doric)μνᾱστῆρι, μνηστήρwooer: fem dat sg (doric)μνᾱστῆρε, μνηστήρwooer: fem nom /voc /acc dual (doric) -
4 μναστῆρ'
μνᾱστῆρα, μνηστήρwooer: fem acc sg (doric)μνᾱστῆρι, μνηστήρwooer: fem dat sg (doric)μνᾱστῆρε, μνηστήρwooer: fem nom /voc /acc dual (doric) -
5 μναστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μναστήρ
-
6 μναστήρ
μνᾱστήρ, μνηστήρwooer: fem nom sg (doric) -
7 μνηστηρ
Iдор. μναστήρ - ῆρος adj. помнящий, не забывающий(ἀγώνων, πολέμου Pind.)
IIдор. μναστήρ - ῆρος ὅ искатель руки, претендент на руку(παιδὸς ἐμῆς Her.; Ἑλένης Thuc.)
μ. γάμων Aesch. — стремящийся сочетаться браком -
8 νυμφο-κομέω
νυμφο-κομέω, die Braut schmücken; ὁ μναστὴρ νυμφοκομεῖ τὸ γέρας, Antiphil. 13 ( Phan. 147); aber νυκτέροις πάρα νυμφοκομήσει, Eur. Med. 955, sie wird sich als Braut schmücken.
-
9 μνηστήρ
μνηστήρ, ῆρος, ὁ, der Freier, oft in der Od. von den Freiern der Penelope, μητρὸς ἐμῆς μνηστῆρες, 1, 368; Pind. P. 9, 110; γάμων, Aesch. prom. 742; Soph. Tr. 9. 15; Eur. Hel. 98 u. öfter; τοὺς Ἑλένης μνηστῆρας auch Thuc. 1, 9; Plat. Ion 535 b; Xen. Cyr. 8, 4. 15; Sp. wie Luc. V. H. 2, 35; – der Erinnerer, Anreger, εὐκλεᾶ μναστῆρ' ἀγώνων, Pind. P. 12, 24, u. λαὸν πολέμου μναστῆρα, N. 1, 16, des Kampfes gedenkend; nachgeahmt bei Nonn., εἰλαπίνης μνηστήρ, = μνήμων.
-
10 εὐκλεής
1 gloriousεὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες O. 2.90
οἶς αἰδοία ποτιστάξῃ χάριςεὐκλέα μορφάν O. 6.76
παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ (byz.: εὐκλεεῖ codd., cf. Wil., Verskunst, 59) O. 10.85πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων P. 8.62
“ δέξεται εὐκλέα νύμφαν” P. 9.56 ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (Er. Schmid: εὐκλέα codd: - εέα scribebam” Schr., cf. Παρθ. 2. 38) P. 12.24 τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (Calliergus: εὐκλεεῖ codd., cf. O. 10.85) N. 2.24 ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (Mosch.: - εεῖ codd., cf. O. 10.85) N. 3.68πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.29
νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46
εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23
ε]ὐκλέα χάριν Pae. 2.103
πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75.5. -
11 λαοσόος
1 causing the people to gather, popularὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσόων μναστῆρ' ἀγώνων P. 12.24
-
12 μνάστειρα
-
13 νόμος
νόμος (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)1a custom, traditionἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον ἐρδόμενον O. 8.78
πόλιν Ὑλλίδος στάθμας Ἱέρων ἐν νόμοις ἔκτισσε P. 1.62
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις (sc. Κένταυρον) P. 2.43 Ἀσκλαπιόν· τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (v. l. νομόν) N. 3.55 ( ἔνεπεν αὐτόν) γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ σεμνὸν αἰνήσειν νόμον (νόμον, νομόν Σ: δόμον, γάμον codd.) N. 1.72τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28
ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ I. 2.38
b political tradition, regimeἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει, παρὰ τυραννίδι, χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.86
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
c tune, melody ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (v. [Plut.], περὶ μουσικῆς, § 7) O. 1.101 ἀλλά νιν εὑροῖσ ( Ἀθάνα)ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων P. 12.23
φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων N. 5.25
νόμων ἀκούοντες θεόδματον κέλαδον fr. 35c.2 pro pers., Custom Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων (“wenns die Menschen für gerecht erklären, wird auch die Gewalttat gerechtfertigt” Wil., 462: contra, Treu, Rh. M., 1963, 193ff.: v. Ostwald, H. S. C. P., 1965, 109ff.) fr. 169. 1. -
14 στέφανος
a crown presented to an athletic victorχαίταισι μὲν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι O. 3.6
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ δέκευ O. 5.1
στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.26
ἕκτος οἶς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76
στεφάνων ἄωτοι O. 9.19
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον; O. 10.61κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.13
δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29
ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
τηλαυγέσιν ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν στεφάνοις P. 2.6
κῶμόν τ' ἀέθλων Πυθίων αἴγλαν στεφάνοις P. 3.73
υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.26
τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν P. 10.58
Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών P. 11.14
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.22
ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα N. 4.17
οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.77
Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον N. 5.5
ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.26
εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν N. 7.77
( φιάλαις)ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53
καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26ἐπεὶ στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων I. 1.10
γευόμενοι στεφάνων νικαφόρων I. 1.21
ἐν βάσσαισι Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν I. 5.8
λάμ-βανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.4
ἀείσομαι χαίταν στεφάνοισιν ἁρμόζων I. 7.39
πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51
μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.67
μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20.στεφάνων καὶ θαλιᾶν τροφὸν ἄλσος Ἀπόλλωνος Pae. 6.13
χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2.b garland as sign of festivity or success ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους (v. l. στεφάνοις) O. 2.74στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον P. 4.240
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57
πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124
στεφά]νοισι παν [ (e Σ supp. Snell) Πα.. 1. ]πλόκον ς[τεφά]νων κισσίνων Δ. 3.. ἰοδέτων λάχετε στεφάνων (sc. θεοί) fr. 75. 6. Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα Παρθ. 2. 11. ἐντὶ [δὲ καὶ] θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου (Wil.: στέφανον cod.) Θρ. 3. 3.c circling wallἸλίῳ μέλλοντες ἐπὶ στέφανον τεῦξαι O. 8.32
-
15 μνηστήρ
A wooer, suitor, freq. in Od. of the suitors of Penelope, 1.91, al., cf. Pi.P.9.106, Th.1.9, S.Tr. 9, 15: c. gen.,παιδὸς τῆς ἐμῆς μ. Hdt.6.130
;γάμων μ. A.Pr. 740
: metaph., μ. ἀγώνων, πολέμου, στεφάνων, Pi.P.12.24,N.1.16,Fr.19;καλοῖς ἔργοις ὧν μνηστῆρα τὸν κίνδυνον εἶναι J.AJ17.6.2
.II Μναστήρ, ὁ, a month at Messene, IG5(1).1447 (iii/ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνηστήρ
-
16 μιμνήσκω
Grammatical information: v.Meaning: `remind (oneself), give heed, care for, make mention'; usu. - ομαι (- ῄσκω, Schwyzer 709f., Aeol. μιμναισκω [Gramm.], μνήσκεται Anacr.); fut. μνήσω, - ομαι, aor. μνῆσαι (Dor. μνᾶσαι), - ασθαι, perf. midd. μέμνημαι (Dor. -μνᾱ-, Aeol. - μναι-) with fut. μεμνήσομαι (all Il.), aor. pass. μνησθῆναι (δ 418, Aeol. μνασθῆναι) with fut. μνησθήσομαι (IA); pres. also μνάομαι, μνῶμαι, μνώοντο, μνωόμενος etc. (Il.), `woo for one's bride, court' (Od.) `solicit' (Hdt., Pi.), προ-μνάομαι `court for' (S., Pl., X.); cf. below.Compounds: Often with prefix, esp. ὑπο-, ἀνα-, with παρ-, προσ-υπομιμνήσκω, ἐπ-, συν-, προ-αναμιμνήσκω.Derivatives: 1. μνῆμα, Dor. Aeol. μνᾶμα n. `memorial, monument, tomb' (Il.) with μνημ-εῖον, Ion. -ήϊον, Dor. μναμ- `id.' (Dor., IA; cf. σῆμα: σημεῖον a.o., Chantraine Form. 61, Schwyzer 470), rare a. late - άτιον, - άδιον, - άφιον, - όριον (s. μεμόριον); μνηματίτης λόγος `funeral oration' (Choerob., Eust.; Redard 47); ὑπόμνη-μα `remembrance, note' (Att.) with - ματικός, - ματίζομαι -- 2. μνήμη, Dor. μνάμα f. `remembrance, mention' (Dor., IA; μνή-σ-μη Lycaonia); from this or from μνῆμα: μνημ-ήϊος `as a remembrance' (Phryg.), - ίσκομαι = μιμνήσκομαι (Pap.). -- 3. μνεία f. `remembrance, mention' (Att.), verbal noun \< * μνᾱ-ΐα as πεν-ία a.o. (cf. Chantraine Form. 81), hardly with Schwyzer 425 foll. Sandsjoe Adj. auf - αιος 75f. enlarged from a root noun *μνᾱ. -- 4. μνῆστις ( μνᾶσ-) f. `remembrance, thought, renown' (ν 280) with - σ- as in μνη-σ-θῆναι, μνη-σ-τύς etc.; rather after λῆστις (s. λανθάνω) than with Porzig Satzinhalte 196 the other way round. -- 5. ἀνά-, ὑπό-μνη-σις `remembrance, admonition' (Att.); also μνησι- as verbal 1. member e.g. in μνησι-κακέω `remember the (suffered) wrong' with - ία, - ος (IA). -- 6. μνηστύς, - ύος f. `courting' (Od.), later replaced by μνηστ-εία, - ευμα (s. μνηστεύω); attempt at semantic differentiation by Benveniste Noms d'agent 68f. -- 7. μνηστήρ (μνᾱσ-), - τῆρος m. `wooer' (Od.; on μνηστήρ: μνηστύς Fraenkel Nom. ag. 1, 32 n. 2), also name of a month ( μναστήρ, Messene; cf. Γαμη-λιών and Fraenkel 1, 162); adjectiv. `remembering, reminding' (Pi.; Fraenkel 1, 156 f.), f. μνήστειρα `bride' (AP, `reminding' (Pi.); μνῆστρον `betrothal, marriage' ( Cod. Just.) ; προμνήστρ-ια ( προ-μνάομαι) f. `(woman) matchmaker' (E., Ar., Pl.), - ίς `id.' (X.). -- 8. μνήστωρ `mindful' (A.); on μνήσ-τωρ, - τήρ Fraenkel 2, 12, Benveniste Noms d'agent 47. -- 9. μνηστή f. `wood and won, wedded, memorable' (Hom., A. R.) also `worth remembering' ( Sammelb. 6138), πολυ-μνήστη (- ος) `much wood' (Od.), also `mindful, remaining in memory' (Emp., A.); but Ἄ-μνᾱτος (Gortyn; Schwyzer 503); from this μνηστεύω ( μνασ-) `woo a wife' (Od.), also `canvass a job' with μνήστευμα (E.), - εία (hell.) `wooing'. --10. μνήμων ( μνά-), - ονος m. f., first from μνῆμα, but also directly associated with the verb, `mindful' (Od.), often as title of an office `notary, registrator' (Halic., Crete, Arist.), with μνημο-σύνη `remembrance' (Θ 181); cf. Wyss - σύνη 34; also as name of one of the Muses (h. Merc., Hes.); - συνον n. `id.' (Hdt., Th., Ar.); prob. poetical (Wyss 50); - ος `for remembrance' (LXX); besides Μναμόν-α (Ar. Lys. 1248; cf. on εὑφρόνη), Μνημ-ώ (Orph.) = Μνημοσύνη. Denominat. μνημον-εύω `remember' (IA) with μνημόνευ-σις, - μα etc. Adj. μνημον-ικός `for remembrance, with good memory' (Att.). -- 11. PN like Μνησεύς (Pl.; short name of Μνήσ-αρχος, Bosshardt 130), Μνασίλλει (Boeot.); Μνασέας; prob. hellenis. of Sem. Mǝnašše = Μανασση (Schulze Kl. Schr. 394 f.; cf. Bechtel Dial. 1, 414).Etymology: The above paradigm, together with the nominal formations built on a general μνᾱ-, is a purely Greek creation. The basis of the generalized system were of course one or a few verbal forms; as however the new system was already complete at the beginneing of Greek and the cognate languages present nothing that could be compared directly with the Greek forms, we can no more follow its creation. A monosyllabic IE * mnā- is found in class. Sanskrit, as in aor. a-mnā-siṣ-uḥ `they mentioned', which typologically reminds of μνῆ-σ-αι, in the perf. act. ma-mnau (gramm.), prob. innovation to midd. ma-mn-e (cf. μέμονα) and not (with Brugmann Grundr.2 II: 3,441) to be connected with μέμνημαι; further in - mnā-ta- `mentioned' and mnā-ya-te `is mentioned', with which agree on the one hand Ἄ-μνᾱ-τος and - with secondary σ (Schwyzer 503) - μνη-σ-τή, on the other hand μνάομαι. But the last is undoubtedly analogically innovated after wellknown patterns to μνήσασθαι etc.; also the verbal adj. does not look archaic. The development of μιμνήσκω has been prob. about the same as with κικλήσκω (where however καλέ-σαι was retained) or with βιβρώσκω (s.v.), where also non-Greek agreements to βρω- are rare or doubtful. The general re-creation isolated μιμνήσκω both formally and semantically from the old μέμονα and even more from μαίνομαι. -- From μνάομαι `remind, mention' developed as courteous expression the meaning `woo a woman, court'; s. Benveniste Sprachgesch. u. Wortbed. 13 ff., where also against the connection with γυνή (Schwyzer 726 n. 1). Against Benveniste Ambrosini Rend. Acc. Lincei 8: 10, 62ff. with new interpretation: to δάμνημι, ἀδμής; not convincing. -- Further rich lit. in WP. 2, 264ff., Pok. 726ff., W. -Hofmann s. meminī, Fraenkel Lit. et. Wb. s. miñti. Cf. μαίνομαι, μέμονα, μένος.Page in Frisk: 2,238-241Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μιμνήσκω
См. также в других словарях:
μναστήρ — μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας … Dictionary of Greek
μναστῆρ' — μνᾱστῆρα , μνηστήρ wooer fem acc sg (doric) μνᾱστῆρι , μνηστήρ wooer fem dat sg (doric) μνᾱστῆρε , μνηστήρ wooer fem nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μναστήρ — μνᾱστήρ , μνηστήρ wooer fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… … Dictionary of Greek