Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μναστήρ

См. также в других словарях:

  • μναστήρ — μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας …   Dictionary of Greek

  • μναστῆρ' — μνᾱστῆρα , μνηστήρ wooer fem acc sg (doric) μνᾱστῆρι , μνηστήρ wooer fem dat sg (doric) μνᾱστῆρε , μνηστήρ wooer fem nom/voc/acc dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μναστήρ — μνᾱστήρ , μνηστήρ wooer fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνηστήρας — ο (ΑΜ μνηστήρ, Α δωρ. τ. μναστήρ) 1. αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια γυναίκα με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, ο αρραβωνιαστικός («ἄνδρες παιδὸς τῆς ἐμῆς μνηστῆρες», Ηρόδ.) 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να πετύχει κάτι νεοελλ. αυτός που προβάλλει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»