Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μνήσ-τωρ

См. также в других словарях:

  • ξύστωρ — ξύστωρ, ορος, ὁ (Α) ξυστήρας («ξύστορσιν ἀπὸ τοῡ λεῑον ποιεῑν τὸ ἔδαφος», σχόλ. στην Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ (πρβλ. ἔ ξυσ α, αόρ. τού ξύω) + επίθημα τωρ (πρβλ. δυνάσ τωρ, μνήσ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • τελέστωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) τελεστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού αορ. ἐτέλεσα τού ρ. τελῶ* + επίθημα τωρ (πρβλ. μνήσ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • μνήστωρ — μνήστωρ, ορος, ὁ (ΑΜ) μνηστευμένος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του 2. στον πληθ. οἱ μνήστορες (στον Όμηρο) οι μνηστήρες τής Πηνελόπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα τωρ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»