-
1 Μνημοσύνη
Μνημοσύνηremembrance: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————Μνημοσύνηremembrance: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 μνημοσύνη
μνημοσύνηremembrance: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————μνημοσύνηremembrance: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 μνημοσύνη
μνημοσύνη, ἡ, Eingedenksein, Erinnerung; μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς γενέσϑω, Il. 8, 181, laßt uns an das Feuer denken; μναμοσύναν ἀνεγείροντα, Pind. Ol. 8, 97, wie wir sagen »das Gedächtniß auffrischen«; κελαδῶ μναμοσύναν, Eur. Herc. Fur. 679. – In Prosa nur bei Sp., wie Luc. salt. 36.
-
4 μνημοσύνη
μνημοσύνη, ἡ, Eingedenksein, Erinnerung; μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς γενέσϑω, laßt uns an das Feuer denken; μναμοσύναν ἀνεγείροντα, wie wir sagen 'das Gedächtnis auffrischen' -
5 μνημοσυνη
дор. μνᾱμοσύνα (ῠ) ἥ память, воспоминание(μναμοσύναν φράσαι τινός Pind.)
μ. τις πυρὸς γενέσθω Hom. — пусть не забудут (= не забудьте) приготовить факелы (для сожжения ахейских кораблей) -
6 Μνημοσυνη
-
7 μνημοσύνη
A remembrance, memory, μ. τις ἔπειτα πυρὸς.. γενέσθω let us be mindful of fire, Il.8.181;οὐ μ. σέθεν ἔσσετ' Sapph.68
;μ. ἀνεγείρειν Pi.O.8.74
;μ. καὶ τόνος ἀμφ' ἀρετῆς Xenoph.1.20
, cf. Critias 6.12 D.:—in [dialect] Att. only as pr.n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνημοσύνη
-
8 μνημοσύνη
μνημοσύνη ( μνήμων): remembrance, w. γενέσθω, a periphr. for a pass. of μέμνημαι, Il. 8.181†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μνημοσύνη
-
9 μνημοσύνη
μνημοσύνη, ης, ἡ (μνήμων ‘mindful’; Hom. et al.) memory εἰς μνημοσύνην αὐτοῦ in memory of him GPt 12:54.—DELG s.v. μιμνήσκω 4. -
10 Μνημοσύνῃ
Βλ. λ. Μνημοσύνη -
11 μνημοσύνῃ
Βλ. λ. μνημοσύνη -
12 μνημοσύνη
η память, воспоминание -
13 ἀ-μνημοσύνη
ἀ-μνημοσύνη, ἡ, Vergessenheit, Eur. Ion 1100 u. Sp.
-
14 Μνημοσύνηι
Μνημοσύνῃ, Μνημοσύνηremembrance: fem dat sg (attic epic ionic) -
15 μνημοσύνηι
μνημοσύνῃ, μνημοσύνηremembrance: fem dat sg (attic epic ionic) -
16 Μνημοσύναις
Μνημοσύνηremembrance: fem dat pl -
17 Μνημοσύνην
Μνημοσύνηremembrance: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 Μνημοσύνης
Μνημοσύνηremembrance: fem gen sg (attic epic ionic) -
19 μνημοσύναις
μνημοσύνηremembrance: fem dat pl -
20 μνημοσύνην
μνημοσύνηremembrance: fem acc sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μνημοσύνη — remembrance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημοσύνη — remembrance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνημοσύνῃ — Μνημοσύνη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημοσύνῃ — μνημοσύνη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημοσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη των Τιτάνων Ουρανού και Γης. Ήταν μία από τις επίσημες συζύγους του Δία, και απέκτησε απ’ αυτόν τις εννέα Μούσες. Τη Μ. τη λάτρευαν σαν θεά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, όπου και υπήρχαν ιερά ή τόποι αφιερωμένοι… … Dictionary of Greek
μνημοσύνη — η το να θυμάται κανείς, η ανάμνηση: Η μνημοσύνη των νεκρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μνημοσύνη — η Τιτανίδα, κόρη του Ουρανού και της Γης, από την οποία ο Δίας γέννησε τις εννιά Μούσες, προσωποποίηση της μνήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μνημοσύνηι — Μνημοσύνῃ , Μνημοσύνη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημοσύνηι — μνημοσύνῃ , μνημοσύνη remembrance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Мнемозина — (Μνημοσύνη) в греч. мифологии титанка, мать муз (от Зевса), которых произвела на свет в Пиерии (в Македонии). По числу 9 ночей, которые М. подарила Зевсу, и муз было девять; представительницы интеллектуальных и художественных свойств человека,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Μνημοσύναις — Μνημοσύνη remembrance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)