-
1 μητρόθεν
μητρόθενfrom the mother: indeclform (adverb) -
2 μητρόθεν
A from the mother, by the mother's side, Id.O.7.24;καταλέξει ἑωυτὸν μ. Hdt. 1.173
, cf. PMag.Par.1.316;τὰ μ. Κρῆσσα Hdt.7.99
.3 from one's mother's womb,φυγόντα μ. σκότον A.Th. 664
, cf. Ch. 607 (lyr.): with the force of a gen., ἦ ματρόθεν.. λέκτρ' ἐπλήσω; S.OC 527 (lyr.).— Poet. word, used by Hdt., and in later Prose, Luc.Tox.51, Alex.11, Arch.Pap.2.444 (ii A.D.), D.C.49.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μητρόθεν
-
3 ματρόθε
μᾱτρόθε, μητρόθενfrom the mother: doric (indeclform adverb) -
4 ματρόθεν
μᾱτρόθεν, μητρόθενfrom the mother: doric (indeclform adverb) -
5 καταλέχω
καταλέγω (A),------------------------------------καταλέγω (B),A recount, tell at length and in order, Hom., always in [tense] fut. or [tense] aor. 1,ταῦτα μάλ' ἀτρεκέως καταλέξω Il.10.413
, al.; τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον ib. 384, al.;πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον 24.407
: freq. in Hdt., as 4.83, 114; ἑξῆς κ. Ath.13.610b; κ. τὰς προσηγορίας ib.c:—[voice] Pass., τούτων ὦν τῶν καταλεχθέντων of those which have been recounted, Hdt.4.50, cf. 23, al.:—[voice] Med., Ps.-Hdt.Vit.Hom.21: folld. by interrog. Adv.,κατάλεξον ὅπως ἤντησας Od.17.44
, 3.97; κεῖνον ὀϊζυρὸν κατάλεξον, ἤ που ἔτι ζώει.. tell me the tale of that unhappy man, 4.832.b repeat, recite,τῶν Χρησμῶν Hdt.7.6
;τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλόν X.Smp.6.3
;τὰς πατρίους εὐχάς Herm.Hist.2
; καταλέγεσθαι· ὀδύρεσθαι τὸν τεθνεῶτα, Hsch.; cf.κατάλεγμα, καταλογή 111
.2 reckon up, tell in full tale,μνηστῆρας ἀριθμήσας κατάλεξον Od.16.235
; of a line of kings or ancestors,κατέλεγον οἱ ἱρέες ἐκ βύβλου.. βασιλέων τ καὶ λ οὐνόματα Hdt.2.100
;τοὺς αἰεὶ πατέρας Id.6.53
; κ. ἑωυτὸν μητρόθεν reckoned up his pedigree, Id.1.173;κ. τοὺς ἄρχοντας Pl.Hp.Ma. 285e
, cf.Ep. 327e, X.Mem.2.4.4:—later in [voice] Med., Ph.1.187, 2.593, Ath.11.504f.b reckon, count as, οὒς οἱ πολλοὶ πλουσίους κ. Pl.Lg. 742e, cf. X.An.2.6.27: so perh. in [voice] Pass.,Χήρα -έσθω 1 Ep.Ti.5.9
.3 with [tense] pf.κατείλοχα Paus.10.24.1
:—[voice] Pass., [tense] aor. (v. infr.): [tense] pf. κατείλεγμαι; [ per.] 3pl. [tense] plpf.κατειλέχατο J.AJ19.1.15
:— enumerate, draw up a list, hence, enrol, enlist,ἄνδρας οἳ δορυφόροι μὲν οὐκ ἐγένοντο Πεισιστράτου, κορυνηφόροι δέ Hdt.1.59
; στρατιώτας, ὁπλίτας, Ar.Ach. 1065, Lys. 394, etc.;ἱππέας Arist.Ath.49.2
;κ. εἰς ὁπλίτας Lys.15.7
;εἰς τὸν κατάλογον Ἀθηναίων Id.25.16
;ἐς τὰς ναῦς Th.3.75
: generally,τοὺς πεντακισχιλίους Arist.Ath.29.5
;κ. τὸν Ἡρακλέα εἰς τοὺς δώδεκα θεούς D.S.4.39
: c. dat.,κ. τινὰ τοῖς δημοσίᾳ ἱππεύουσιν Philostr.VS1.22.3
,cf. 1.25.3 (nisi leg. ἐγκατ-): c. inf., τοὺς πλουσιωτάτους ἱπποτροφεῖν κ. X.HG3.4.15:—in [voice] Med., enrol for oneself, δορυφόρους, ὁπλίτας, Hdt.1.98, Th.7.31:—[voice] Pass. ([tense] aor. 2 κατελέγην more common in [dialect] Att. than [tense] aor. 1, cf. IG22.896.9, Pl.Lg. 762e, 943a), to be enlisted or enrolled, Hdt.7.1; τῶν τρισχιλίων κ. to be enrolled of their number, Lys.30.8;κ. στρατιώτης Id.9.4
;κατειλεγμένος ἱππεύειν Id.16.13
;καταλεγεὶς τῶν τριηράρχων Is.7.5
;ὁ κατειλεγμένος D.39.8
; εἰς τὴν σύγκλητον κ. Plu.Pomp.13; ἀγορανόμον -λεγέντα, = Lat. adlectum inter aedilicios, Ann.Epigr.1905.120.4 later, select, :—[voice] Med., τὸν πλωτικὸν [ βίον] Pl.Ax. 368b.II = μηνύειν, τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπιβουλήν J. AJ15.3.2: c. gen., inform against, ib.19.6.3; accuse, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλέχω
-
6 σκότος
A darkness, gloom, Od.19.389, Emp.121.4, Pi.Fr. 142, etc.; opp. φάος, A.Ch. 319 (lyr.), E.Hipp. 417, etc.; opp. ἡμέρα, Pl.Def. 411b.2 in Il. always of the darkness of death, mostly in phraseτὸν δὲ σ. ὄσσε κάλυψεν 4.461
, al.;στυγερὸς δ' ἄρα μιν σ. εἷλεν 5.47
, 13.672; so in Trag. and Com.,σκότῳ θανεῖν E.Hipp. 837
(lyr.); ἤδη με περιβάλλει ς. Id.Ph. 1453;σ. γίγνεται Pherecr.40
; σκότον εἶναι τεθνηκότος (sc. Αἰσχύλου) Ar.Fr. 643.3 of the nether world, Pi.Fr. 130;σκότον νέμονται Τάρταρόν τε A.Eu.72
, cf. Pers. 223;τὸν ἀεὶ κατὰ γᾶς σ. εἱμένος S.OC 1701
(lyr.); παῖδες ἀρχαίου Σκότου ib. 106;ἰὼ σ., ἐμὸν φάος Id.Aj. 394
(lyr.);γῆς σκότῳ κέκρυπται E.Hel.62
;σκότου πύλαι Id.Hec.1
.4 the darkness of the womb,φυγόντα μητρόθεν σκότον A.Th. 664
: pl.,ἐν σκότοισι νηδύος τεθραμμένη Id.Eu. 665
.5 of blindness,σκότου νέφος S.OT 1313
(lyr.); ὁθούνεκ'.. ἐν σκότῳ.. ὀψοίατο, i.e. οὐκέτι ὀψοίατο, ib. 1273; βλέποντα νῦν μὲν ὄρθ', ἔπειτα δὲ σκότον, i.e. μηδέν, ib. 419;σκότον δεδορκώς E.Ph. 377
, cf. HF 563.b dizziness, vertigo, Hp.Epid. 5.23;σκότοι πρὸ τῶν ὀμμάτων Arist.HA 584a3
; cf. σκοτόδινος, -δινιάω.6 metaph., σκότῳ κρύπτειν hide in darkness, S.El. 1396 (lyr.), cf. Pi.Frr.42.5, 228; σκότον ἔχειν to be in darkness, obscurity, Id.N.7.13, E.Fr.1052.8; ἀπορία καὶ ς. Pl.Lg. 837a; : with Preps., διὰ σκότους ἡ ὁδός it is dark and uncertain, X.An.2.5.9;ἐν σ. καθήμενος Pi.O.1.83
;μηδὲν ἐν σ. τεχνωμένων S.Ant. 494
;κατὰ σκότον Id.Ph. 578
;ὑπὸ σκότου Id.Ant. 692
, E.Or. 1457 (lyr.), X.Cyr.4.6.4; (lyr.), E.Ph. 1214.7 of a person, Μητρότιμος ὁ σ., like ὁ σκοτεινός, the mystery-man, Hippon.78; also, darkness, i.e. ignorance, D.19.226; deceit,σ. καὶ ἀπάτη Pl.Lg. 864c
.8 pl., σκότη shadows in a picture, Paus.Gr.Fr.300, Suid. s.v. ἀπεσκοτωμένα, Eust.953.51.—Ael.Dion. Fr. 217 regarded the masc. as the [dialect] Att. form: the neut. never occurs in Ar., and is nowhere required by the metre in Trag., though it sts. occurs in codd., E.Hec. 831, HF 1159, Fr. 534, v.l. in S.OC40, dub. l. in A.Fr.6; it is found, however, without v.l., in Pi.Fr.42.5 and [dialect] Att. Prose, Pl.R. 516e, Cra. 418c, D.18.159, etc.; also in Hdt.2.121. έ, X.An.2.5.9, 7.4.18; the word is always neut. in LXX and NT.
См. также в других словарях:
μητρόθεν — from the mother indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρόθεν — (Α μητρόθεν, δωρ. τ. ματρόθεν) 1. επίρρ. από την πλευρά τής μητέρας («ματρόθεν Ἀστυδάμειας», Πίνδ.) 2. από τήν ίδια τη μητέρα ή από το μητρικό χέρι («ὅν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη», Αισχύλ.) 3. από την κοιλιά ή από τα σπλάγχνα τής μητέρας.… … Dictionary of Greek
ματρόθεν — (Α) επίρρ. βλ. μητρόθεν … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
ματρόθε — μᾱτρόθε , μητρόθεν from the mother doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματρόθεν — μᾱτρόθεν , μητρόθεν from the mother doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)