Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μειότερος

См. также в других словарях:

  • μειότερος — μειότερος, έρα, ον, σπάν. τ. θηλ. και έρη (Α) βλ. μείων …   Dictionary of Greek

  • μειότερος — masc nom sg μικρός small masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειότερον — μειότερος masc acc sg μειότερος neut nom/voc/acc sg μικρός small adverbial comp μικρός small masc acc comp sg μικρός small neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειοτέρη — μειότερος fem nom/voc sg (epic ionic) μικρός small fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειοτέρην — μειότερος fem acc sg (epic ionic) μικρός small fem acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειοτέροις — μειότερος masc/neut dat pl μικρός small masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειοτέρῃ — μειότερος fem dat sg (epic ionic) μικρός small fem dat comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειοτέρῳ — μειότερος masc/neut dat sg μικρός small masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»