-
1 σμῑκρός
-
2 σμικρος...
σμικρός...μικρός, σμῑκρόςдор.-беот. μικκός 3(compar. μικρότερος - чаще μείων, μειότερος и ἐλάσσων; superl. μικρότατος - чаще μεῖστος, μειότατος и ἐλάχιστος)1) малый, маленький, небольшой(ὄρνις Hom.; ἄστεα Her.)
σ. δέμας Hom. — малорослый;σ. λίθος μέγα κῦμ΄ ἀποέργει погов. Hom. — маленький камень сдерживает большую волну;σ. δ΄ ὁρᾶν Arph. — маленький на вид2) немногочисленный, скудный, небольшой(ἔλαιον, ἀργύριον Xen.)
σμιχρὸν ἐπὴ σμικρῷ καταθεῖναι Hes. — накапливать мало-помалу3) слабый, маловажный(ἔγκλημα Soph.)
ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. — по ничтожному поводу;ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Soph. и ἐν μικρῷ προσλαμβάνεσθαι Polyb. — не придавать большого значения;σμικρότατος τέν δύναμιν Plat. — самый незначительный4) непродолжительный, короткий(ἐν μικρῷ, sc. χρόνῳ Pind., Eur.). - см. тж. μικρόν, μικροῦ, μικρῷ
-
3 σμικρός
-
4 σμικρός
A v. μικρ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμικρός
-
5 σμῖκρός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σμῖκρός
-
6 σμῑκρός
-
7 σμικρός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμικρός
-
8 σμικρός
μικρός / σμικρός, ά, όν малый, небольшой (ср. микроскоп; микроб - фр. microbe - μικρόβιος) (ср. μακρός) (ant. μέγας) -
9 σμικρός
σμῑκρός, μικρόςsmall: masc nom sgσμῑκρός, σμικρόςsmall: masc nom sg -
10 σμικρός
=μικρός -
11 πάν-σμικρος
πάν-σμικρος, ganz, sehr klein, Plat. Legg. X, 903 c.
-
12 μίκρ'
μῑκρά, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc plμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)μῑκρέ, μικρόςsmall: masc voc sgμῑκραί, μικρόςsmall: fem nom /voc plμῑκρά, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc plμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)μῑκρέ, σμικρόςsmall: masc voc sgμῑκραί, σμικρόςsmall: fem nom /voc pl -
13 σμίκρ'
σμῑκρά, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc plσμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualσμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σμῑκρέ, μικρόςsmall: masc voc sgσμῑκραί, μικρόςsmall: fem nom /voc plσμῑκρά, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc plσμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualσμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σμῑκρέ, σμικρόςsmall: masc voc sgσμῑκραί, σμικρόςsmall: fem nom /voc pl -
14 μικρός
μικρός and [full] σμῑκρός, ά, όν, [dialect] Dor., [dialect] Ion. [full] μικκός (q.v.): [full] σμικρός is corroborated by metre in Il.17.757, Hes.Op. 361, and might be restored in Il.5.801, Od.3.296 ( μικρός codd.); it is prob. the only form in Hdt. (Aμικρός Hdt. 2.74
codd.): freq. in Lyr. and prob. always in Trag. (exc. where metre requires μικρός, as S.Aj. 161 (anap., [comp] Comp.)); most freq. in Pl.; but in Th., also Ar. and other Com., μικρός prevails, σμικρός being found Th.4.13,7.75,8.81, Ar.Ach. 523, V.5; [dialect] Att. Inscrr. haveσμικρός IG12.313.111
, al., μικρός ib.369.10, al.:—small, little,1 in Size,μ. ἔην δέμας Il.5.801
;μ. λίθος Od.3.296
;κίρκον, ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσιν Il.17.757
;σμ. ἄστεα Hdt.1.5
;μεγάθεϊ σμικροί Id.2.74
: with Dims., μ. πολίχνιον, γῄδιον, παιδάρια, Isoc.5.145, X. Cyr.8.3.38, Ages.1.21: as a Com. exaggeration,δικαστηρίδιον μ. πάνυ Ar.V. 803
;σκαλαθυρμάτι' ἄττα μ. Id.Nu. 630
, etc.: c. inf.,μικροὶ δ' ὁρᾶν Id. Pax 821
: as a term of reproach,Κλειγενὴς ὁ μικρός Id.Ra. 709
, cf. Pl.Prt. 323d, Arist.EN 1123b7, Alex.98.7;Ἀμύντας ὁ μ. Arist. Pol. 1311b3
; οἱ ἐν μικρῷ μεγάλοι short but stoutly built, Philostr. Gym. 36;ὁ μ. δάκτυλος SIG1172.4
([place name] Lebena).2 in Quantity,σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖναι Hes.Op. 361
;μέλιτος μικρόν Ar.V. 878
; μ. ὄψον, ἀργυρίδιον, X.Mem.3.14.1, Ar.Pl. 240, cf. Antiph.44.3 in Amount or Importance, petty, trivial, slight,σμ. πρόφασις Thgn.323
; ἔπος, ἔγκλημα, ῥοπή, etc., S.OC 443, Tr. 361, OT 961, etc.; ἐκ σμικροῦ λόγου on some slight pretext, Id.OC 620; ἐν σμικρῷ λόγῳ παρῆκεν as of small account, ib. 569;αἰτίας μικρᾶς πέρι E.Andr. 387
, etc.; οὐδὲ μικρόν, = οὐδὲ γρῦ, D.19.37; of persons, of small account, opp.μέγας, σμ. ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις Pi.P.3.107
; (anap.), etc.;σμ. τίθησί με Id.OC 958
; βίος ὁ μ., = μέτριος, E.Fr. 504; τίνος σμικροτάτου μεταβαλόντος, σμικρότατος τὴν δύναμιν, Pl.R. 473b; of the mind,οὐ σμικρὸν φρονεῖ S.Aj. 1120
; of style, mean, [Φίλιστος] μικρὸς ταῖς ἐκφράσεσιν D.H.Vett.Cens.3.2
; of festivals, of lesser importance,Ἁλίεια τὰ μεγάλα καὶ τὰ μ. SIG1067.14
([place name] Cedreae).II of Time, short, Pi.O.12.12, Ar.Pl. 126, etc.;εἰς μ. χρόνον Pl.R. 498d
; ἐν μικρῷ (sc. χρόνῳ) shortly, X.Cyn.5.32, Eq. 8.7;πρὸ μικροῦ Poll.1.72
; .2 of Age, young, Ostr.Bodl.i237 (ii B.C.), etc.III Adverbial usages,1 regul. Adv. σμικρῶς, but little, Pl.Criti. 107d; μικρῶς by a little, prob. in Archim.Stom.1: [comp] Sup.σμικρότατα X.Mem. 3.11.12
.2 σμικροῦ or μικροῦ within a little, almost, Id.Cyr.1.4.8, D.18.151, etc.; in full, μικροῦ δεῖν, v. δεῖ 11, δέω (B) 1; μικροῦ τινος ἀπελείφθη τοῦ μή .. Ach.Tat.7.13; but μικροῦ πρίασθαι for a little, cheap, X.Mem.2.10.4.3 σμικρῷ by a little, with [comp] Comp., Pl.Plt. 262c, etc.; also σμικρῷ πρόσθεν a little before, Id.Lg. 719b, etc.;μικρῷ ἄνωθεν D.44.6
.4 μικρόν a little, σμικρὸν ὑπολείπεσθαι, σμ. τι παρακλίνειν, X.An.5.4.22, Pl.Cra. 410a; of Time, X.An.3.1.11, etc.; repeated,μικρὸν μικρόν Antiph.10
: pl., of Degree, , etc.;σμίκρ' ἄττα διατρίψαντες Id.Prt. 316a
;μικρὰ διακινήσω σε περὶ τοῦ πράγματος Sosip.1.22
;περιπάτησον μικρὰ μετ' ἐμοῦ Men.Sam. 243
, cf. Plu.Luc.31.5 with Preps.,a ἐπὶ σμικρόν but a little, S.El. 414, Antipho 6.18, Hdt.4.129.b κατὰ μικρόν into small pieces, X.An.7.3.22; so κατὰ μικρὰ γενομένης τῆς δυνάμεως ib. 5.6.32; also, little by little,κατὰ μικρὸν ἀεί Ar.V. 702
, cf. Nu. 741; opp. συλλήβδην, Pl.R. 344a; καὶ κατὰ σμ. or μ. ever so little, Id.Sph. 241c, Isoc.3.10, D.2.22.c παρὰ μικρόν within a little, παρὰ μ. ἐλθεῖν c. inf., to be within an ace of doing, E.Heracl. 295 (anap.), cf. Isoc.7.6, etc.;παρὰ μ. ἦλθον ἀποθανεῖν Id.17.42
;τὸ παρὰ μ. ὥσπερ οὐδὲν ἀπέχειν δοκεῖ Arist.Ph. 197a30
; but τὸ παρὰ μ. σῴζεσθαι to be only just saved, Id.Rh. 1371b11, cf. Simp. in Ph.344.10; gradual, imperceptible change, Arist.Pol. 1303a20; οὐδὲ παρὰ μ. ἦν κρεῖττον c. inf., Plb.12.20.7; [ἡ τύχη] παρὰ μ. εἰς ἑκάτερα ποιεῖ μεγάλας ῥοπάς Id.15.6.8
, cf. Isoc.4.59; but also παρὰ μ. ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, to think little of.., D.61.51, Isoc.5.79.d μετὰ μικρόν a little after, Ev.Matt.26.73.IV besides regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. μικρότερος, -ότατος (Ar. Eq. 789, D.Prooem.48, etc.), there are the irreg. ἐλάσσων, ἐλάχιστος, from ἐλαχύς, and μείων, μεῖστος, also μειότερος; v. μείων. [ῑ by nature; [pron. full] ῐ only in late Poetry, Epigr. ap. Phleg.Fr.36.17 J.] (Perh. cf. Lat. mīca, mīcidus, OHG. smāhi, ONorse smár 'little'.) -
15 μικροτέρα
μῑκροτέρᾱ, μικρόςsmall: fem nom /voc /acc comp dualμῑκροτέρᾱ, μικρόςsmall: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)μῑκροτέρᾱ, σμικρόςsmall: fem nom /voc /acc comp dualμῑκροτέρᾱ, σμικρόςsmall: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————μῑκροτέρᾱͅ, μικρόςsmall: fem dat comp sg (attic doric aeolic)μῑκροτέρᾱͅ, σμικρόςsmall: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
16 μικρά
μῑκρά, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc plμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)μῑκρά, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc plμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
17 μικρότερ'
μῑκρότερα, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc comp plμῑκρότερε, μικρόςsmall: masc voc comp sgμῑκρότεραι, μικρόςsmall: fem nom /voc comp plμῑκρότερα, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc comp plμῑκρότερε, σμικρόςsmall: masc voc comp sgμῑκρότεραι, σμικρόςsmall: fem nom /voc comp pl -
18 μικρότερον
μῑκρότερον, μικρόςsmall: adverbial compμῑκρότερον, μικρόςsmall: masc acc comp sgμῑκρότερον, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc comp sgμῑκρότερον, σμικρόςsmall: adverbial compμῑκρότερον, σμικρόςsmall: masc acc comp sgμῑκρότερον, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc comp sg -
19 σμικρά
σμῑκρά, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc plσμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualσμῑκρά̱, μικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)σμῑκρά, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc plσμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc /acc dualσμῑκρά̱, σμικρόςsmall: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
20 σμικρότερον
σμῑκρότερον, μικρόςsmall: adverbial compσμῑκρότερον, μικρόςsmall: masc acc comp sgσμῑκρότερον, μικρόςsmall: neut nom /voc /acc comp sgσμῑκρότερον, σμικρόςsmall: adverbial compσμῑκρότερον, σμικρόςsmall: masc acc comp sgσμῑκρότερον, σμικρόςsmall: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
σμικρός — σμῑκρός , μικρός small masc nom sg σμῑκρός , σμικρός small masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρός — Αθηναίος αγγειογράφος του πρώιμου ερυθρόμορφου ρυθμού, που άκμασε στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Σώζονται δυο ενυπόγραφα σταμνιά, από τα οποία το καλύτερο βρίσκεται σε μουσείο των Βρυξελλών κι εικονίζει ένα συμπόσιο του με φίλους του, αυλητρίδες και … Dictionary of Greek
μίκρ' — μῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῑκρέ , μικρός small masc voc sg μῑκραί , μικρός small fem nom/voc pl μῑκρά , σμικρός small neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίκρ' — σμῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl σμῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual σμῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σμῑκρέ , μικρός small masc voc sg σμῑκραί , μικρός small fem nom/voc pl σμῑκρά , σμικρός small… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
μικρά — μῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῑκρά , σμικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , σμικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότερ' — μῑκρότερα , μικρός small neut nom/voc/acc comp pl μῑκρότερε , μικρός small masc voc comp sg μῑκρότεραι , μικρός small fem nom/voc comp pl μῑκρότερα , σμικρός small neut nom/voc/acc comp pl μῑκρότερε , σμικρός small masc voc comp sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικρότερον — μῑκρότερον , μικρός small adverbial comp μῑκρότερον , μικρός small masc acc comp sg μῑκρότερον , μικρός small neut nom/voc/acc comp sg μῑκρότερον , σμικρός small adverbial comp μῑκρότερον , σμικρός small masc acc comp sg μῑκρότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρά — σμῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl σμῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual σμῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σμῑκρά , σμικρός small neut nom/voc/acc pl σμῑκρά̱ , σμικρός small fem nom/voc/acc dual σμῑκρά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμικρότερον — σμῑκρότερον , μικρός small adverbial comp σμῑκρότερον , μικρός small masc acc comp sg σμῑκρότερον , μικρός small neut nom/voc/acc comp sg σμῑκρότερον , σμικρός small adverbial comp σμῑκρότερον , σμικρός small masc acc comp sg σμῑκρότερον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροτάτας — μῑκροτάτᾱς , μικρός small fem acc superl pl μῑκροτάτᾱς , μικρός small fem gen superl sg (doric aeolic) μῑκροτάτᾱς , σμικρός small fem acc superl pl μῑκροτάτᾱς , σμικρός small fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)