Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλαχύς

См. также в других словарях:

  • ελαχύς — ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α) 1. λίγος 2. μικρός 3. βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw u , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαχύς — small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑλαχύς — ἐλαχύς , ἐλαχύς small masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχύ — ἐλαχύς small masc voc sg ἐλαχύς small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχείῃ — ἐλαχύς small fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχίων — ἐλαχύς small masc/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαχύν — ἐλαχύς small masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάχεια — ἐλαχύς small fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάχειαν — ἐλαχύς small fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαχείας — ἐλαχείᾱς , ἐλαχύς small fem acc pl ἐλαχείᾱς , ἐλαχύς small fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»