Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συλλήβδην

См. также в других словарях:

  • συλλήβδην — collectively indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήβδην — ΝΜΑ επίρρ. συνολικά και χωρίς διάκριση, όλους ή όλα μαζί (α. «τους οδήγησαν συλλήβδην στο τμήμα» β. «βραχεί δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συλ ληβ τού συλλαμβάνω (πρβλ. σύλληψις) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συμβά δην)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλλήβδην — συλλήβδην , συλλήβδην collectively indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Археология — I. Определение А. и значение для истории. Слово άρχαιολογία употреблено впервые Платоном: περί των γενών, ώ Σώκρατες, των τε ήρώων καί των αθρώπων, καί των κατοικησέων, ώς τό αρχαϊον εκτίσθησαν αί πόλεις, καί συλλήβδην πάσης τής άρχαιολογίας… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… …   Dictionary of Greek

  • αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… …   Dictionary of Greek

  • ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς …   Dictionary of Greek

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

  • συλλέγδην — Μ επίρρ. συλλήβδην, συνολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλέγω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, συλλήβ δην)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»