Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σμικρῶς

См. также в других словарях:

  • σμικρῶς — σμῑκρῶς , μικρός small adverbial σμῑκρῶς , σμικρός small adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μικρώς — μικρῶς και σμικρῶς (Α) (επίρρ. βλ. μικρός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»