Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μειρακύλλιον

См. также в других словарях:

  • μειρακύλλιον — μειρακύλλιον, τὸ (Α) (με μειωτική σημασία) μικρό μειράκιο, παιδαρέλι, νεαρούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖραξ, ακος + εκφραστική υποκορ. κατάλ. ύλλιον] …   Dictionary of Greek

  • μειρακύλλιον — stripling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακυλλίοις — μειρακύλλιον stripling neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακυλλίου — μειρακύλλιον stripling neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακυλλίων — μειρακύλλιον stripling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακυλλίῳ — μειρακύλλιον stripling neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακύλλια — μειρακύλλιον stripling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακυλλίδιον — μειρακυλλίδιον, τὸ (Α) [μειρακύλλιον] υποκορ. τού μειρακύλλιον …   Dictionary of Greek

  • -ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… …   Dictionary of Greek

  • μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • μειρακίδιον — μειρακίδιον, τὸ (Α) [μειράκιον] το μειρακύλλιον* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»