Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πτώσεις

См. также в других словарях:

  • πτώσεις — πτώ̱σεις , πτῶσις falling fem nom/voc pl (attic epic) πτώ̱σεις , πτῶσις falling fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • περιττοσύλλαβος — η, ο / περιττοσύλλαβος, ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, ον, ΜΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις …   Dictionary of Greek

  • TALORUM Lusus — in cenis Veter. frequens. Sueron. Aug. c. 71. Inter cenam lusimus γεραντικῶς talis enim iactatis, ut quisque canem aut senionem miserat, in singulos talos singulos denarios in medium conferebat, quos tollebat universos, qui venerem iecerat. Hinc… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… …   Dictionary of Greek

  • ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… …   Dictionary of Greek

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»