Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαλθακά

См. также в других словарях:

  • μαλθακά — μαλθακός soft neut nom/voc/acc pl μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc/acc dual μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακᾷ — μαλθακός soft fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθάκ' — μαλθακά , μαλθακός soft neut nom/voc/acc pl μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc/acc dual μαλθακά̱ , μαλθακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) μαλθακέ , μαλθακός soft masc voc sg μαλθακαί , μαλθακός soft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακάν — μαλθακά̱ν , μαλθακός soft fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλθακάς — μαλθακά̱ς , μαλθακός soft fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβροδιαιτώμαι — ἁβροδιαιτῶμαι (Μ) [αβροδίαιτος] ζω μαλθακά, μέσα στην πολυτέλεια και στις ανέσεις …   Dictionary of Greek

  • αβρύνω — ἀβρύνω (Α) [αβρός] Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αβρό, μαλακό 2. καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω 3. μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα 4. παραπλανώ, πλανεύω κάποιον με τους καλούς μου τρόπους II. μέσ. 1. ζω μαλθακά 2. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • υπερχλίω — Α είμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»] …   Dictionary of Greek

  • υπερχλιδώ — άω, Α (δ. γρφ.) ὑπερχλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλιδῶ «ζω μαλθακά, με πολυτέλεια, με τρυφή»] …   Dictionary of Greek

  • όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»